11. Το απάγκιο μιας ανοιχτής αγκαλιάς

187 56 72
                                    

Η Ουρανία Ρενέκου, ζούσε πια μόνη της στο μικρό διαμέρισμα στην Πετρούπολη. Τώρα πια, της φαίνονταν και μεγάλο. Στα εξηνταπέντε της, έχοντας χηρέψει εδώ και τρία χρόνια, τούτο εδώ της φαινόταν πλέον μια χαρά να φιλοξενήσει την μοναξιά της. Το σαλόνι, στολισμένο με την προσωπική της φροντίδα και αγάπη, έμοιαζε σαν το δικό της βασίλειο σε ένα κόσμο με αναμνήσεις. Άκληρη στην προσωπική της ζωή. Ο πρόωρος χαμός του άντρα της την άφησε να διαχειρίζεται τη ζωή της.

Στην παλιά σερβάντα που είχε με προσοχή διατηρήσει μέσα στα χρόνια, έστεκαν μια σειρά μικρές και μεγάλες κορνίζες. Προσωπικές στιγμές των παλιών όμορφων ημερών με τον άντρα της και πιο δίπλα η φωτογραφία μιας άλλης γυναίκας. Η αδελφή της, η Κωνσταντίνα δεν θα μπορούσε να λείπει από αυτό το παζλ των ανθρώπων της.

Εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα που το ξεροβόρι έδερνε τα ψηλά της Πετρούπολης, την βρήκε ήρεμη με τον απογευματινό της καφέ στο φλιτζάνι της καθισμένη αναπαυτικά αντίκρυ απ την μοναδική τακτική της συντροφιά, την τηλεόραση.

Το κουδούνι του διαμερίσματος διέκοψε την προσήλωσή της. Παραξενεύτηκε γιατί δεν περίμενε κανέναν. Μετά θυμήθηκε κάτι αλισβερίσια που είχε με τον διαχειριστή για το πετρέλαιο και έτσι άνοιξε την πόρτα για να του τα ψάλλει ένα χεράκι. Έμεινε με ορθάνοιχτα τα μάτια να κοιτάζει την νεαρή γυναίκα που έστεκε ακίνητη σαν άγαλμα έξω απ την πόρτα της. Ταλαντεύτηκε για λίγα δευτερόλεπτα. Το μυαλό της και οι αισθήσεις της έκαναν ταξίδι πίσω στο χρόνο. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και τα χείλη της τρεμάμενα άφησαν τις λέξεις ξεψυχισμένα

"Κατερίνα ! Παιδί μου !"

"Εγώ θεία !" ανταποκρίθηκε σβησμένα και με πολλές αναστολές το στόμα της νεαρής ανιψιάς της που έστεκε εκεί σαν φάντασμα από το παρελθόν.

Η Κυρία Ουρανία άπλωσε τρεμάμενα τα χέρια της και αγκάλιασε την κόρη της αδελφής της με έκδηλη συγκίνηση και άπειρα συναισθήματα. Οι δύο γυναίκες για λίγες στιγμές έγιναν μια αγκαλιά εκεί στην είσοδο της πόρτας ως τη στιγμή που την τράβηξε μέσα στο διαμέρισμά της κλείνοντας την πόρτα.

"Παιδί μου, Κατερίνα μου !" είπε πιο δυνατά αυτή τη φορά η ώριμη γυναίκα.

"Εγώ είμαι θεία..."

Η μονάκριβη ανιψιά της. Η ψυχοκόρη της για την ακρίβεια. Το παιδί που δεν της έδωσε η ζωή ήταν για εκείνη μια μοναδική της αγάπη. Την τράβηξε να καθίσει στον καναπέ κοντά της. Πρόσεξε τον φόβο στα μάτια της και την ανησυχία της καθώς παρατηρούσε εξεταστικά στο σπίτι.

ΕΛΟΥΑΖΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα