-Λοιπόν, λέω να φτιάξω κοτόπουλο με μανιτάρια, ωραίο δε θα είναι;

-δε νομίζω πως καταλαβαινόμαστε.

-Γιατί; Σήκωσε απορημένη τα φρύδια της. Δεν τρως τα μανιτάρια; Αφού τα τρως, το ξέρω.

-τα τρώω, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα.

-βγάλε το σακάκι σου και πήγαινε να κάνεις ένα μπάνιο.

-λόρι, πού είναι η έλλα;

Την πλησίασε αργά αργά προσπαθώντας να βγάλει μια άκρη.

Εκείνη που την ώρα αυτή ξετύλιγε το κοτόπουλο στράφηκε να τον αντικρύσει. Και τότε το είδε. Ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο έκανε την εμφάνισή του. απίστευτο, αυτή η γυναίκα ήξερε τελικά να χαμογελάει, ποιος να το'λεγε...

-σε ρώτησα κάτι. Είχε μιλήσει σιγανά χωρίς να το θέλει.

-Η Έλλα απόψε θα δει ταινία με το Μάικ και ύστερα θα την πάει να μείνει με τη μητέρα μου. Την είχε πεθυμήσει πολύ και μου το ζητούσε επίμονα, αλλά δεν ήταν καλά η μαμά μου, κάποια γρίπη μη φανταστείς αλλά δεν το ρίσκαρα.

Τίναξε τα μαλλιά της και στράφηκε πάλι προς την κουζίνα.

-Τι κάνει αυτός ο μικρός άγγελος; Καιρό έχω να τη δω.

χωρίς να καταλαβαίνει τι έκανε, άρχισε να ξεκουμπώνει το σακάκι του.

-Είναι καλά, μεγαλώνει και με παιδεύει, αλλά μήπως ξέρω τι θα έκανα χωρίς αυτή;

Το χαμόγελο χάθηκε από το πρόσωπό της κι άρχισε να επιτίθεται με μανία στα μανιτάρια κόβοντάς τα σε μικρές φέτες.

-δε θα τη φέρεις καμιά φορά στο γραφείο;

-σου έλειψε; Να το πάλι αυτό το γέλιο.

-Είναι γλυκιά, έξυπνη και χαριτωμένη, κι επιπλέον έχει και θαυμάσιες μπουκλίτσες.

Κρέμασε προσεκτικά το σακάκι στη ράχη μιας καρέκλας και πλησίασε περίεργος τις υπόλοιπες σακούλες που δεν είχε ανοίξει ακόμη η Λόρι.

-θα φάμε μους σοκολάτα;

-αν είσαι εντάξει μαζί μου και δε με διακόπτεις όσο θα σου μιλάω για τη ρόουζ μπάρτον;

-Για τη ρόουζ; Τι βρήκες για τη Ρόουζ; Είναι κάτι που δεν ξέρω εγώ ακόμη;

-βάλε σε παρακαλώ τα γλυκά στο ψυγείο.

-γιατί είναι 3;

-Για να φας ένα κι αύριο. Όλο ερωτήσεις κάνεις και θα αργήσουμε να φάμε κι εγώ πεθαίνω της πείνας όπως σου είπα και πριν.

Το χρώμα του θανάτουWhere stories live. Discover now