2

392 60 3
                                    


Λονδίνο

Ο γουίλιαμ πάτησε το πλήκτρο τερματισμού της κλήσης κι έχωσε συγχυσμένος το τελευταίας τεχνολογίας τηλέφωνο στην τσέπη του παντελονιού του. Τηλεφωνούσε στην Έλεν όλο το πρωί από την ώρα που ξύπνησε αλλά δεν έπαιρνε καμία απάντηση. Είχε πάει να επισκεφθεί τη μητέρα της που αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα υγείας. Έλειπε την τελευταία μια εβδομάδα κι αυτό δεν του άρεσε. Του έφτανε που η δική του δουλειά γινόταν κάποιες φορές πολύ απαιτητική. Είχε μάθει να είναι πάντα κοντά του εκείνη και να τον στηρίζει όπως μπορούσε, και τώρα η απουσία της αν κι απόλυτα δικαιολογημένη τον ενοχλούσε για κάποιον άγνωστο λόγο. Κι αυτό το καταραμένο τηλέφωνο γιατί δεν το σήκωνε;

Βγήκε από το σπίτι χτυπώντας πίσω του την πόρτα. Κάτι του έλεγε πως η μέρα δε θα εξελισσόταν καλά και αυτό δε θα είχε να κάνει με τη μητέρα της έλεν. Οδήγησε τη μισή ώρα διαδρομής ως το γραφείο κατσουφιασμένος αλλάζοντας όσο πιο συχνά μπορούσε σταθμούς στο ραδιόφωνο. Την πρώτη φορά επέλεξε να ακούσει τις ειδήσεις αλλά αυτά που έφταναν ως αυτόν μέσω μιας ψυχρής ανδρικής φωνής τον απογοήτευαν. Τίποτα δεν πήγαινε καλά τελικά. Τη δεύτερη φορά διάλεξε έναν σταθμό που έπαιζε ροκ μουσική που του φάνηκε για λίγο τουλάχιστον πως θα ταίριαζε μια χαρά με τη διάθεσή του αλλά ούτε κι αυτό τον ικανοποίησε.

Έτσι, όταν μπήκε στο κτίριο της αστυνομίας ο εκνευρισμός του είχε κορυφωθεί. Έκανε ωστόσο ο,τι μπόρεσε για να χαμογελάσει στους συναδέλφους του που έσπευδαν να τον καλημερίσουν ευγενικά.

Μπήκε στο γραφείο το οποίο μοιραζόταν με τη λόρι Γουέλς, μια λεπτή νευρική σχεδόν αγέλαστη γυναίκα, και σωριάστηκε στην καρέκλα του τραβώντας το κινητό από την τσέπη του. Κανένα σημάδι της έλεν.

-Θέλεις καφέ; Ή μήπως προτιμάς τσάι; Η λόρι που παρά τα νεύρα της διέθετε άριστη διαίσθηση κι αυτό την έκανε αναντικατάστατη σηκώθηκε από το δικό της γραφείο.

-Μαύρο και σκέτο, ευχαριστώ. Άφησε τη συσκευή όσο πιο απαλά μπορούσε μπροστά του κι άνοιξε το λαπτοπ του. Είχε δουλειά να κάνει.

Λίγο αργότερα ακούστηκε το σφύριγμα του βραστήρα.

-Λοιπόν; Τι έχουμε; Ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι και την είδε να στέκεται από πάνω του.

-Μια νεκρή κοπέλα.

Τινάχτηκε απότομα αναγκάζοντάς τη να παραμερίσει και να κατευθυνθεί πάλι προς το βραστήρα.

Το χρώμα του θανάτουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα