Έκανε μερικά βήματα μέσα και κοίταξε καλύτερα τον επιβλητικό, αριστοκρατικό χώρο. Το πάτωμα ήταν ξύλινο, προσέθετε μία ζεστή ατμόσφαιρά στο κατά τα άλλα ψυχρό κτίριο. Έμοιαζε σαν να χε βγει από άλλη δεκαετία, με τον μεγαλοπρεπή πολυέλαιο που κρεμόταν πάνω από το κεφάλι της και τα μεγάλα πορτραίτα που απλώνονταν από την κορυφή του κρεμ τοίχου, πολλά μέτρα πιο ψηλά, μέχρι το έδαφος.

Η Άριελ περίμενε άνδρες με λευκές περούκες και γυναίκες με φουσκωτά φορέματα να κατέβουν από τα κάδρα τους και να αρχίσουν να χορεύουν, με τα τακούνια τους να χτυπάνε το έδαφος και τα φορέματα τους να θροΐζουν. Μπορούσε να δει τον πολυέλαιο να κάνει τις τεράστιες περούκες και τα κοσμήματα να αστράφτουν και την ορχήστρα κρυμμένη σε κάποια γωνία της αίθουσας. Και σχεδόν διέκρινε τον εαυτό της -μία προηγούμενη εκδοχή της- να υπόσχεται χαμογελαστή τον τελευταίο χορό σε έναν άγνωστο νεαρό.

«Μπορώ να σας βοηθήσω;» η βαθιά αντρική φωνή την έκανε να αναπηδήσει και να βγει από τις σκέψεις της.

Γύρισε προς το μέρος του άνδρα. Ένας κύριος, πιθανόν γύρω στα σαράντα, με πυκνό φαρδύ μουστάκι, γυαλιά και πολύ μεγάλο μέτωπο, στεκόταν μπροστά της κοιτώντας την ανυπόμονα.

Έχω κι άλλες δουλειές. μπορούσε σχεδόν να τον ακούσει να της μουρμουρίζει και η Άριελ χαμογέλασε όσο ευγενικά της επέτρεπε η διάθεσή της.

«Ναι, καλημέρα σας. Είμαι καινούρια» του απάντησε γρήγορα και του έδωσε την επιστολή.

Ο άνδρας έπιασε τον φάκελο με άχαρες κινήσεις, βρέχοντας μερικά σημεία του με τα ιδρωμένα του δάχτυλα. Η Άριελ συνοφρυώθηκε.

Είναι τέλη Οκτωβρίου και αυτός ο άνδρας ιδρώνει σαν γουρούνι. σκέφτηκε από μέσα της, παρατηρώντας τότε μόνο το κοντομάνικο πουκάμισο που φορούσε, βρεγμένο στην περιοχή των μασχαλών του.

Δάγκωσε το μάγουλό της σε προσπάθεια να μην γελάσει ή να μην πάρει έκφραση αηδίας, την στιγμή που ο άνδρας σήκωνε το βλέμμα του στο δικό της. Έσπρωξε τα γυαλιά του στην κορυφή της ράχης της μύτης του και ξερόβηξε.

«Καλώς ήρθες. Θα σε οδηγήσω στην διευθύντρια και θα σου πει εκείνη τι να κάνεις και πού να πας» της είπε και δίνοντάς της την επιστολή άρχισε να προχωράει μπροστά της.

Εκείνη τον ακολούθησε με γρήγορα βήματα και κρέμασε το σακίδιο στον δεξί της ώμο. Τα κόκκινα μαλλιά της μπερδεύτηκαν ανάμεσα στο λουρί και στο δερμάτινο της. Ήξερε ότι σε αυτό το οικοτροφείο, όπως και σε εκείνο της προηγούμενης ζωής της, είχαν στολές και εκμεταλλεύτηκε την τελευταία μέρα ελεύθερων ενδυματολογικών επιλογών, για να φορέσει το πανέμορφο δερμάτινο που της είχε πάρει η μαμά της για τα τελευταία της γενέθλια. Το μόνο πράγμα που ήταν παρόν στα τελευταία της γενέθλια.

Problems in Paradise #Μεταφυσικό2020Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα