25. Το χαμογελο μου και η λυπη των ανθρωπων

Start from the beginning
                                    

Πάνω στο τζάμι…τίποτε. Πάνω στο τζάμι… μονάχα υδρατμοί. Μια επιφάνεια γε­μάτη υδρατμούς. Τίποτε, τίποτε άλλο… Α, κι ένα ανθρώπινο μουτράκι, ζωγραφισμένο απ’ το δάχτυλο κάποιου προηγούμενου επιβάτη υποθέτω, πάνω στους υδρατμούς.
-Ναι, εγώ είμαι! είπε πάλι η φωνή. Αυτός που σου μιλά… εγώ. Τώρα με βλέπεις. Πάνω στο τζάμι… εγώ σου μιλάω!

Έμεινα με το στόμα ανοιχτό! Ήταν κάτι που δεν περίμενα ποτέ μου να συμβεί-ίσως μονάχα στα κινούμενα σχέδια του Ντίσνεϊ! Αλλά, μήπως κι η ζωή μας δεν είναι ένα κουκλοθέατρο, με αθέατους σπάγκους, που κινεί από πίσω μας, ο για πάντοτε άγνω­στος κουκλοπαίχτης;
Ένα θαύμα, λοιπόν! Ένα μικρό θαύμα μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου… Η ζω­γραφιά, αυτή η ζωγραφιά ήταν που μου μιλούσε! Ένα χαμογελαστό μουτράκι φτιαγμένο από δύο-τρεις απλές γραμμές, με το σύρσιμο κάποιου δακτύλου πάνω στο τζάμι, ήταν εκεί, με κοιτούσε και μίλαγε…

-Χάζεψες, ε;… Όλοι όσοι με κατάλαβαν ως τώρα, έκαναν σα χαζοί, να, όπως τώρα κι εσύ. Κι όσοι πάλι δεν με κατάλαβαν, ήταν χαζοί…, είπε το ανθρωπάκι κι έσκα­σε αυτή τη φορά στα γέλια.
-Πώς… πώς γίνεται… κατάφερα να ψελλίσω, τόσο σιγανά που ούτε κι εγώ καλά-καλά δεν κατάφερα ν’ ακούσω τη φωνή μου.

Όμως, εκείνο, μ’ είχε ακούσει. Και μάλιστα, μου απάντησε:
- Ρωτάς, πώς γίνεται και σου μιλώ; Μα, είναι τόσο απλό… Ίσως, γι’ αυτό και να μην καταλαβαίνεις. Όμως, φίλε μου, πριν συνεχίσω, χνώτισέ με λίγο με την ανα­πνοή σου, γιατί νιώθω τις γραμμές του προσώπου μου ν’ ατονούν… Δώσε μου γρήγορα το χνώτο σου λοιπόν, να μη χαθώ…

Ο ανθρωπάκος μου έλεγε την αλήθεια- τ’ αυτιά του άρχισαν να εξατμίζονται, ενώ το στόμα του, που έως τότε χαμογελούσε, σαν να ‘σβηνε σιγά-σιγά…
Με την αναπνοή μου χνώτισα γρήγορα δύο φορές το τζάμι και μ’ ένα δάχτυλο του χεριού μου επιδιόρθωσα τις γραμμές της ζωγραφιάς μου – και να, που μου ξαναπαρουσιάστηκε ακέραια, με το γνώριμο χαμόγελο της.
-Σ’ ευχαριστώ, μου είπε καλοσυνάτα, και ξερόβηξε μία φορά σιγανά. Και τώρα,θες να σου εξηγήσω;
-Ναι, είπα με μιαν παιδική ανυπομονησία, που ευθύς μετατράπηκε σε ντροπή, γιατί σκέφτηκα πως δεν είναι για λογικούς ανθρώπους να μιλούν με μια άψυχη μορφή. Όμως, στ’ αλήθεια, τι μπορεί να είναι για τους λογικούς ανθρώπους;… Αφού, αυτή η άψυχη μορφή, ήταν εκεί, πάνω στο τζάμι, και μου μιλούσε…

-Ξέρεις, σήμερα έχω τα γενέθλιά μου! Γιατί, σήμερα μόλις, γεννήθηκα. Στο ξεκί­νημα αυτής της ημέρας που σε λίγο τελειώνει. Κι ήταν αλήθεια, τόσο μεγάλη αυτήη μέρα… Απ’ το ίδιο κάθισμα που τώρα κάθεσαι εσύ, έχουν περάσει τόσοι και τόσοι άνθρωποι… βαρέθηκα να τους μετρώ. Ο καθένας με τη δική του ζωή, τον δικό του πόνο, τις δικές του ελπίδες, τις δικές του ψευδαισθήσεις… Καημενούληδές μου!… Το πρωί, ήταν το σώμα μιας μεσόκοπης γυναίκας που ήρθε και κάθισε εδώ. Στην αγκαλιά της, βαστούσε ένα μικρό κορίτσι. Τότε, εγώ, ακόμη δεν υπήρχα. Αυτά τα υπέθεσα πως έγιναν έτσι, λίγα λεπτά αργότερα. Όταν, δηλαδή, το κορίτσι ακούμπησε το δάχτυ­λό του στο θαμπωμένο τζάμι του λεωφορείου, κι έφτιαξε πάνω του έναν κύκλο-θα ‘ταν αυτό, το σχήμα που θα έδινε στο πρόσωπό μου! Έπειτα, έφτιαξε δυο-τρεις γραμ­μές να ξεκινούν απ’ την κορυφή του κεφαλιού μου – τα λιγοστά μαλλιά που θα ‘χα- και ύστερα από λίγο, το δάχτυλο πάτησε δυνατά μέσα μου δυο φορές, αφήνοντάς μου δύο τελείες – τα μάτια μου! Ακολούθησαν δυο καμπύλες γραμμές – τ’ αφτιά μου – και μια άλλη – τα χείλη μου να χαμογελούνε! Και τη στιγμή που θα ‘φτιαχνε μία λεπτή, κομψή μυτούλα, για ν’ αναπνεύσω κι έτσι ν’ αρχίσω να υπάρχω, το λεωφο­ρείο φρενάρισε απότομα, το δάχτυλο κουνήθηκε, κι η μύτη βγήκε λίγο στραβή – γι’ αυτό και ίσως να σου φαίνομαι συναχωμένος…
Εκείνη την ώρα, το ανθρωπάκι σταμάτησε να μιλά, τα μάτια του έκλεισαν, το στόμα ανοιχτό, και ήταν σα να ‘θελε να τινάξει το κεφάλι του πίσω.

Quotes // Αποφθέγματα//ποιήματα// ΜικροκείμεναWhere stories live. Discover now