25. Το χαμογελο μου και η λυπη των ανθρωπων

518 17 1
                                    

Δεν θυμάμαι πια πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε. Πόσες παρόμοιες νύχτες έχουν ξαναϋπάρξει.Καμιά, όμως, που να την έζησα όπως εκείνην. Καμιά, που να με σκότωσε όπως αυτή. Δεν θυμάμαι πια ούτε το πρόσωπό μου, τις ιδιαίτερες γραμμές που το χάραζαν τότε, τα σιωπηλά τοπία που το ερήμωναν, τους χάρτες που το εξαφάνιζαν…
Σίγουρα όμως, θυμάμαι το θαμπωμένο τζάμι του λεωφορείου και το γερμένο κεφάλι μου πάνω του.

Δεκέμβρης, νύχτα. Οι ρόδες κυλούσαν πάνω στη βρεγμένη άσφαλτο-τις ακούω ακόμη και τώρα. Πατησίων γωνία, μια μεγάλη λακκούβα στο δρόμο, και λυγμός αν­θρωπάκου βρεγμένου ως τη μούρη απ’ τις ρόδες του λεωφορείου μου – τον ακούω από πάντα…

Στο δρόμο της επιστροφής. Μετά από μιαν ακόμη συνάντηση που είχα μαζί της -έμοιαζε, μάλλον, με αποχωρισμό. Όπως και όλες οι προηγούμενες, άλλωστε. Συλλογιζόμουν. Συλλογιζόμουν τις μέρες που θα έπρεπε ν’ αφήσω να περάσουν, για να της ξανατηλεφωνήσω. Τους αιώνες, για να την ξαναδώ. Συλλογιζόμουν. Συλλογιζόμουν το θάνατο. Για πρώτη φορά με ηρεμία. Σαν ένα φίλο, το μοναδικό ίσως, που ξέρει να παρηγορεί. Οι άλλοι άνθρωποι, σε τέτοιες στιγμές στέκουν αμήχανοι, δεν ξέ­ρουν πώς να φερθούν. Μόνο μιλούν, μιλούν ακατάπαυστα, μήπως σε κάνουν να ξεχά­σεις. Όταν εσύ έχεις ανάγκη να θυμάσαι – και να πονάς… Με το θάνατο όμως, είναι διαφορετικά: δεν έχει λόγια να σου πει, ψευδαισθήσεις να σου καλλιεργήσει. Σου ανοί­γει σιωπηλός την αγκαλιά του, κι εσύ τρέχεις μέσα της για να κλάψεις. Ο μαύρος μαν­δύας του κλείνει και είναι πια σαν να μην υπήρχες ποτέ. Άλλωστε, δεν έχει σημασία αν θα χαθείς. Σημασία πάντοτε είχε, να μην ξαναβρείς το δρόμο. Κι εγώ, δε θυμόμουν κανένα δρόμο που να μ’ έφερνε πίσω. Ίσως, γιατί απλά, να μην υπήρχε…

Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να μη σκέφτομαι τίποτε. Τίποτε. Ξαφνικό, από­τομο φρενάρισμα μ’ επαναφέρει πίσω στον κόσμο. Το κεφάλι μου σέρνεται προς τα εμπρός, εφαπτόμενο πάντα με το τζάμι.
Ήταν τότε, που άκουσα μια ψιλή φωνή να μου λέει:
- Ε, καημενούλη, πρόσεξε και θα μου χαλάσεις τη μύτη…

Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα γύρω. Κανείς. Μόνος συνεπιβάτης, μια κυρία στο βάθος του οχήματος. Αποκλείεται να μίλησε εκείνη. Μάλλον, σκέφτηκα, μάλλον θα ονειρεύτηκα…
Μα η φωνή τότε μου ξαναμίλησε:
-Δεν ονειρεύτηκες, χαζούλη μου! Κοίτα, κοίτα στο τζάμι και θα με δεις!…

Κοιτάζω παραξενεμένος στο τζάμι που πριν ακουμπούσα το κεφάλι μου. Θαμπωμέ­νο απ’ την εσωτερική θερμοκρασία. Σκοπεύω να το καθαρίσω με το μανίκι μου, για να κοιτάξω έξω.
-Μη, μη και θα μ’ εξαφανίσεις ολόκληρο! Ξανά ‘πε τότε η φωνή, ταραγμένη. Δεν έρχομαι απ’ έξω, συνέχισε. Μόνο κοίτα στο τζάμι. Πάνω στο τζάμι !

Quotes // Αποφθέγματα//ποιήματα// ΜικροκείμεναΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα