Σε φαντάζομαι να καις σε ξένα χέρια...

387 65 28
                                    

Ο Ιάκωβος καθόταν απέναντι απο εμένα και τον Πέτρο...στο μικρό καναπεδάκι. Ο Πέτρος πάλι με είχε βάλει στην αγκαλιά του και εγώ το μόνο που ήθελα να κάνω ήταν να τσιρίξω.

"Λοιπόν πως σας φάνηκε η έκπληξη; Είπα να έρθω το τελευταίο βράδυ και να μην αφήσω μόνη την μικρή μου."λέει ο Πέτρος και ο Ιάκωβος σφίγγει τις γροθιές του.

Μας υποχρέωσες Πέτρο.

"Εντάξει δεν ήμουν και μόνη, τα παιδιά είναι η παρέα μου."λέω και ζαλίζομαι αρκετά απο το ποτό. Τον νιώθω ότι προσπαθεί να με μυρίσει.

"Έπινες;"με ρωτάει ο Πέτρος και αποτραβιέμαι κοιτώντας τον Ιάκωβο.

"Ήπιαμε δυο-τρία ποτηράκια."

"Ναι μόνο που η Μαργαρίτα ήπιε και άλλα δυο-τρία ακόμα."απαντάει αμέσως μετά απο εμένα ο Ιάκωβος κάνοντας τον Πέτρο να με κοιτάξει άγρια.

"Πάντα σου έλεγα ότι δεν μ'αρέσει να πίνεις. Χάνεις τον έλεγχο."εμένα μου λες; "Τελος πάντων, είσαι έτοιμη να φύγουμε;"με ρωτάει και αποκτώ ενα βλέμμα απορίας "Μην με κοιτάς έτσι, ένιωθα άσχημα που δεν ήρθα, οπότε άφησα τα πάντα και για σήμερα το βράδυ μέχρι και αύριο το βράδυ που θα έρθουν τα παιδιά θα το περάσουμε μαζί σπίτι σου."σηκώνομαι και μαζεύω τα ποτήρια και το μπουκάλι με το κρασί.

"Νομίζω πως καλύτερα να μην φύγω και αφήσω τα παιδιά μόνα τους."του απαντάω.

"Μα δεν θα μας αφήσεις μόνους."

Η φωνή του Ιακώβου ήταν αυτη;

Τι προσπαθεί να κάνει;

Σηκώνω το κεφάλι μου και τον κοιτάω. Σίγουρα δεν του αρέσει ότι συμβαίνει αλλα δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το κάνει όλο αυτό. Γιατί συμφωνεί να φύγω;

"Όπως τα λέει ο Ιάκωβος ρε μικρή μου. Έλα πάνε να ετοιμάσεις την βαλίτσα σου και να φύγουμε."με παρακαλάει ο Πέτρος. Ξεφυσάω και αφήνω πάλι τα πράγματα απο τα χέρια μου.

"Καλά..."λέω ξερά.

"Έρχομαι να σε βοηθήσω..."απαντάει ο Ιάκωβος και έρχεται απο πίσω μου καθώς ανέβαινα τα σκαλιά για να πάω στο δωμάτιο μου.

Μπαίνουμε μαζί στο δωμάτιο και κλείνω την πόρτα πίσω μου. Νιώθω πάλι μια ζαλάδα και κρατιέμαι απο το χερούλι της πόρτας και σταματάω να κάνω οτιδήποτε. Έρχεται κοντά μου και προσπαθεί να δει εάν είμαι καλά.

"Είσαι καλά; Ήπιες πολύ"με ρωτάει.

"Με αυτά που ακούω ρε Ιάκωβε πως να είμαι καλά; Με ρίχνεις στο στόμα του λύκου. Τι προσπαθείς να κανείς;"τον ρωτάω και φεύγω από μπροστά του. Ανοίγω την βαλίτσα μου και σιγά-σιγά βάζω μέσα ότι ρούχα, παππούτσια και καλλυντικά είχα έξω. Ο Ιάκωβος απο την άλλη δεν έβγαλε λέξη και απλά καθόταν και με κοιτούσε.

Εμείς ; {TYS17}Where stories live. Discover now