Κεφάλαιο 49

Începe de la început
                                    

-Εντάξει την βάλαμε να κοιμηθεί, όλα καλά. Λήδα, ελπίζω να ηρεμήσει γιατί δεν τη βλέπω καλά, νομίζω πρέπει να πάει πάλι σε ψυχολόγο. Το παιδί θα έχει προβλήματα αργότερα.

-Λες; Μου φαίνεται καλή ιδέα, πατέρα θα το σκεφτώ. Ίσως τηλεφωνήσω αύριο στην Κάτια, τη ψυχολόγο μας.

-Ναι, αυτό να κάνεις. Τώρα σας αφήνω παιδί μου, θα γυρίσω σπίτι γιατί πήγε πολύ αργά. Φοβάμαι ότι εγώ προκάλεσα όλη αυτή την αναστάτωση και σου ζητώ συγγνώμη, δεν έπρεπε να μιλήσουμε για αυτό τώρα.

-Κάνεις λάθος. Άθελα μας έγινε αυτό, ήρθε και μας κρυφάκουσε, δεν φταις εσύ!

-Ότι και να λες έγινε το κακό τώρα. Λυπάμαι που φτάσαμε εδώ, αλλά πρέπει να δούμε και τι θα κάνουμε στο μέλλον. Σκέψου αυτό που σου είπα.

-Θα το κάνω, ευχαριστώ μπαμπά. Καληνύχτα.

-Καληνύχτα παιδί μου...

                           ***
Το άλλο πρωί

Η Έρση πηγαινοερχόταν νευρικά στη βίλλα κρατώντας δίσκους, ξεσκονόπανα, πετσέτες. Κοίταξε το ρολόι με το πλαστικό λουράκι στο αριστερό της χέρι. Είχε πάει σχεδόν δέκα το πρωί.

-Ω Θεέ μου δεν θα προλάβω, πρέπει να πάω πάνω, να ξεσκονίσω, να σκουπίσω, να στρώσω τα κρεβάτια! Θωμαααα!

Ο μάγειρας βγήκε από την κουζίνα, με τη ποδιά του μισοβαλμένη και τα χέρια γεμάτα αλεύρι.

-Τι έγινε παιδί μου; Γιατί φωνάζεις πρωί πρωί έτσι;

-Που είναι η Μαρία;

-Στην αγορά με τον Παύλο. Ψωνίζουν για τη βίλα, όπου να 'ναι θα ρθουν! Τι θες πια;

-Μια βοήθεια. Δεν μπορώ να τα κάνω όλα μόνη μου, αμάν!

-Ε περίμενε τη Μαρία να έρθει, τι να σου πω κι εγώ; Όλο γκρινιάζεις μωρέ Έρση., είπε κι αποχώρησε αφήνοντας τη σύξυλη στο καθιστικό.

Ανέβηκε τις σκάλες για να στρώσει τα δωμάτια. Ήξερε πως ο κύριος Θεμιστοκλέους είχε φύγει από τις οχτώ για να πάει στην εταιρεία του και η κυρία Λήδα με την Ερωφίλη κοιμόντουσαν στα δωμάτια τους. Ποτέ δεν ξύπναγαν πριν τις δέκα και μισή. Πφφφ...

Φυσικά πάγωσε μόλις είδε την ορθάνοιχτη πόρτα της Ερωφίλης. Η ίδια ήταν άφαντη.

-Μα που πήγε αυτό το κορίτσι; Όλο εξαφανίζεται ρε γαμώτο!

Στο μεταξύ η Λήδα άνοιγε δειλά δειλά τα μάτια της. Έβλεπε εφιάλτες όλο το βράδυ και ξυπνούσε κάθε τόσο, κλαίγοντας καταιδρωμένη. Απαίσιο το συναίσθημα αυτό, απαίσιο το να βρίσκεσαι σε απελπισία να μην ελπίζεις για τίποτα.

Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και κοίταξε το κλειστό παράθυρο. Ένιωσε αυτόματα να παγώνει σαν να μην ήταν η μόνη παρουσία στο δωμάτιο.

Από μια γωνία, δεξιά η Ερωφίλη την παρατηρούσε μ' ένα βλέμμα γεμάτο μίσος, το λευκό νυχτικό με κουμπιά που φορούσε και έπλεε πάνω της, της έδινε μια άλλη όψη. Σαν φάντασμα...

Ήταν αναμαλλιασμένη, με πρόσωπο χλωμό και κατακόκκινα μάτια. Τρόμαξε.

-Παιδί μου; Τι κάνεις εδώ; Πότε ξύπνησες;

-..., η Ερωφίλη δεν μιλούσε.

-Έρση! Έρση που είσαι; Έλα εδώ γρήγορα!

Η πόρτα άνοιξε μετά από λίγο και η οικιακή βοηθός φάνηκε ταραγμένη.

-Βαλ' την πάλι για ύπνο. Άντε, κοπέλα μου τι με κοιτάς γύρισε την στο δωμάτιο της!

-Μάλιστα κυρία. Έλα..., είπε και την ακούμπησε απαλά στο μπράτσο. Η Ερωφίλη αφού έριξε ένα ακόμα φαρμακερό βλέμμα στη μητέρα της, ακολούθησε πειθήνια την Έρση. Δεν είχε καμία πρόθεση να κάτσει να ακούσει "αυτήν" ούτε να τη βλέπει περισσότερο. Έτσι γύρισε στο κρεβάτι, μα δεν κοιμήθηκε μονάχα έμεινε να παλεύει με τις σκέψεις και τον εαυτό της....

                           ***
Η μέρα πέρασε, ήσυχα και το απόγευμα βρήκε τον Αλέξανδρο στον δρόμο, να γυρνάει από τη δουλειά του. Δεν θα πήγαινε αμέσως στη βίλα, αλλά κάπου αλλού για να κάνει μια βόλτα. Στη Πάφο ήθελε να πάει.

Μεταξύ μας τώρα, δεν είχε βγάλει εκείνη την άγνωστη, τη Μίνα απ' το μυαλό του. Η ανάμνηση της δεν ξεθώριαζε ούτε λεπτό, αντίθετα γινόταν όλο και πιο έντονη, επέμενε πεισματικά, καταλαμβάνοντας έτσι έναν χώρο στη καθημερινότητα του. Ήταν πανέμορφη ανάμνηση η Μίνα, ομολογουμένως.

Για αυτό ήλπιζε να την ξαναδεί. Είπε λοιπόν στον Παύλο να σταματήσει λίγο παραπέρα και να μείνει στο αυτοκίνητο, όσο εκείνος θα περπατούσε στη παραλία. Δεν ήξερε πως να εξηγήσει αυτή τη παράξενη ευφορία που ένιωθε μέσα του. Αυτή η ευφορία κι η αδρεναλίνη μαζί χτύπησαν κόκκινο μόλις την είδε επιτέλους. Καθισμένη στην αμμουδιά, όμορφη, μ' ένα μπουκάλι κρασί στο χέρι...

Μετά από ένα σύντομο ταξίδι αυτό το Σαββατοκύριακο, επέστρεψα και πάλι. Βλέπω η ιστορία μας έχει μείνει στη 1η θέση, πράγμα που δεν περίμενα ποτέ. Χίλια ευχαριστώ παιδιά, γιατί σε εσάς τα χρωστάω όλα που συνεχίζετε να διαβάζετε την "Απώλεια" και γενικά τις ιστορίες μου. Πραγματικά ευχαριστώ και να είστε πάντα όλοι καλά. Άντε, θα τα πούμε στο επόμενο εμείς... σύντομα😉

                   

Απώλεια {TYS17}Unde poveștirile trăiesc. Descoperă acum