Κεφάλαιο 39

215 46 10
                                    

-ΕΡΩΦΙΛΗ! Νόμιζα πως κοιμάσαι. Πότε κατέβηκες και δεν σε είδαμε;, είπε πρώτη η Μαρία.

-Τώ...ρα...

-Μας άκουσες;

Η Ερωφίλη γύρισε τη πλάτη της και έτρεξε πάνω κλαίγοντας.

-Αμάν! Τι θα κάνουμε τώρα ρε Μαρία που τ' άκουσε όλα; Τι θα της πούμε;

-Ξέρω κι εγώ μωρέ; Άσε με να σκεφτώ λίγο, θα πάω πάνω να δω τι κάνει. Εσύ, εδώ σκούπισε λίγο την κουζίνα.

Η Μαρία χωρίς να πει περισσότερα αποχώρησε προβληματισμένη.

Ανέβηκε τις σκάλες, τίποτα δεν ακουγόταν από πάνω. Τώρα πως έπρεπε να αντιμετωπίσει την Ερωφίλη, με ποιον τρόπο θα την έκανε και πάλι καλά;

Χτύπησε τη πόρτα του δωματίου της, όμως δεν πήρε καμία απάντηση, όπως πάντα. Αυτό το κορίτσι κατάφερνε να την ανησυχεί σχεδόν κάθε μέρα, να την κάνει να αγωνιά χωρίς ουσιαστικό λόγο. Μόνο που τώρα τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά...

Αθόρυβα κατέβασε το πόμολο και για λίγο έμεινε ακίνητη. Η Ερωφίλη είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι, με το πάπλωμα να καλύπτει μέχρι και τη τελευταία τρίχα απ' τα μαλλιά της. Να μιλήσει τώρα;

-Εμ... Ερωφίλη, μπορώ να σου μιλήσω λίγο;

-...

-Τ' άκουσες όλα έτσι; Αχ καλό μου, δεν χρειάζεται ν' ανησυχείς, έχουμε τον Λέανδρο και τον Παύλο στο σπίτι, κανείς δεν μπορεί να μας πειράξει. Είμαστε ασφαλής Ερωφίλη, βγάλε το πάπλωμα από πάνω σου και κοίταξε με!

Η Ερωφίλη δεν έκανε καμία κίνηση. Αναστέναξε.

-Είσαι και δύσκολο παιδί. Έλα σε παρακαλώ κατέβα κάτω, να βγεις έξω στον κήπο, να σε δει λίγο ο ήλιος! Είδες τι καλή μέρα που έχει σήμερα;

-...

Η Μαρία άκουσε την εξώπορτα. Αμέσως πετάχτηκε.

-Ο πατέρας σου! Ήρθε. Πάω κάτω Ερωφίλη, θα κοιμηθείς;

Σιωπή. Και πάλι αναστέναξε...

                        ***

Ήταν ένα Σάββατο στα τέλη Απριλίου. Καθαρός ουρανός, λαμπερός ήλιος, φωτεινή μέρα. Ότι πρέπει για μια έξοδο... και δύο κηδείες; Ναι, σήμερα κανονικά έπρεπε να βρέχει καταρρακτωδώς, να μη σταματήσει μέχρι αργά το βράδυ. Τι περίεργη μέρα... χαρά Θεού και σήμερα βρήκαν να κάνουν τις δύο κηδείες.

Ο Αλέξανδρος, προχωρούσε μπροστά, στηρίζοντας το φέρετρο. Δίπλα του άλλοι τρείς.

Το κεφάλι κάτω, οι ώμοι κυρτοί και το πρόσωπο σφιγμένο. Έτρεχε ο ιδρώτας, μούσκευε τα καλοσιδερωμένα ρούχα τους, μα εκείνοι συνέχιζαν να περπατούν θλιμμένοι.

Απώλεια {TYS17}Where stories live. Discover now