Κεφάλαιο 33

206 51 12
                                    

-Κάναμε ότι μπορούσαμε. Λυπάμαι. Δυστυχώς η κατάσταση της γυναίκας σας είναι αρκετά σοβαρή. Στο σώμα της εντοπίστηκαν δύο μαχαιριές, μια στο θώρακα και μια πιο βαθιά στη καρδιά. Όταν εισήχθη στο νοσοκομείο ήταν σχεδόν νεκρή, είχε και έχει ένα διατιτραίνον τραύμα κοιλίας, που προκάλεσε εσωτερική αιμορραγία. Καταλαβαίνετε; Για ελάχιστα εκατοστά το μαχαιρι δεν χτυπησε τη καρδιά της. Κάναμε συρραφή. Υπάρχει και το πρώτο τραύμα όπως σας είπα, του πνευμονοθώρακα, το οποίο οδηγεί σε αναπνευστική ανεπάρκεια. Έχουμε σφραγίσει το άνοιγμα για να σταματήσει να εισέρχεται αέρας κι έχουμε βάλει μονωτική ταινία. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην εντατική, θα περιμένουμε τι θα δείξουν τα δύο πρώτα εικοσιτετράωρα. Κουράγιο κύριε.
Ο Αλέξανδρος κοιτούσε από τη μια τον γιατρό και από την άλλη τη λιπόθυμη Αννέτα. Μόλις είχε χάσει ένα παιδί, ήταν στα πρόθυρα να χάσει δύο. Πως θα το άντεχε;
Η άτυχη μητέρα, παρά τις προσπάθειες τους συνήλθε μετά από ώρες, μα αναγκάστηκαν να της κάνουν ηρεμιστική ένεση καθώς μόλις ξύπνησε, επιτέθηκε πάνω στο γιατρό και τις νοσοκόμες, ούρλιαζε χωρίς σταματημό. Όλη αυτή η κατάσταση ξεσήκωσε το νοσοκομείο, οι ασθενείς ήταν αρκετά ανήσυχοι.
-Δεν ξέρω πραγματικά τι να πω. Ερνέστο, συλλυπητήρια. Να ζήσετε να τη θυμάστε.
Ο Ερνέστος τον κοίταξε μ' ένα βλέμμα απόκοσμο, σαν να μην τον βλέπει πραγματικά.
-Σ' ευχαριστώ, αγόρι μου. Όμως αυτή τη στιγμή ότι μα ότι και να γίνει, ότι και να ειπωθεί δεν μπορεί να μαλακώσει αυτό το συναίσθημα που νιώθω μέσα μου. Είναι πραγματικά κάτι οδυνηρό, είναι το "γιατί", που με τρώει. Πως και γιατί. Τι έγινε και τσακώθηκαν τόσο άσχημα, δεν μπορώ να καταλάβω. Τρελαίνομαι σιγά σιγά Αλέξανδρε!, είπε και έκρυψε το πρόσωπο του μέσα στις παλάμες του.
-Καταλαβαίνω. Και το λιγότερο που μπορώ να σου πω είναι "συλλυπητήρια". Μου είναι αρκετά δύσκολο να μπω στη θέση σου για αυτό και δεν βρίσκω λόγια παρηγοριάς.
-Εγώ αυτό που δεν μπορώ να κατανοήσω είναι το πως έγιναν όλα. Πως η κόρη μου αποδείχτηκε δολοφόνος, πως μπόρεσε να χτυπήσει την ίδια της την αδερφή. Αλέξανδρε, παιδί μου, πρέπει να υπάρχουν πολλά που δεν ξέρω. Μήπως εσύ μπορείς να μου εξηγήσεις λίγο;
-Κι εγώ έχω μαύρα μεσάνυχτα. Πραγματικά δεν το περίμενα να είναι αυτή ο δολοφόνος, έδειχνε τόσο...καλή, αληθινή. Ενδιαφερόταν για την Ερωφίλη και γενικά για όλους, κανείς δεν κατάλαβε πως είχε και δεύτερο πρόσωπο. Συγγνώμη για το τελευταίο, αλλά η Ρεβέκκα έτσι ήταν: είχε ένα πρόσωπο προσποιητό κι ένα πραγματικό, δηλαδή έκρυβε μέσα της όλο το σκοτάδι που εμείς βλέπαμε σαν φως. Ποιος να το περίμενε...
-Ούτε εγώ, δεν το κατάλαβα. Τι σόι πατέρας είμαι άραγε; Πως θα το αντέξω όλο αυτό;
-Σκέψου μόνο πως πρέπει να έχετε εσύ και η Αννέτα πίστη και κουράγιο, για την άλλη σας κόρη, που αυτή τη στιγμή χαροπαλεύει στην εντατική. Όσο δύσκολο κι αν είναι, εσείς θ' αντέξετε. Εξάλλου η ζωή συνεχίζετε...
Ο Ερνέστος τον κοίταξε με θυμό.
-Η ζωή για μένανε δεν συνεχίζεται! Απλά υπάρχει. Υπάρχω μόνο, μα δεν ζω! Από τη στιγμή που τα έμαθα όλα αυτά, νιώθω πως έχω πεθάνει, σαν ζωντανός νεκρός! Μη μου μιλάς για τη ζωή σε παρακαλώ, δεν θέλω ν' ακούω.
-Συγγνώμη...
                          ***
Η Έρση με τη Μαρία πηγαινοερχόντουσαν υστερικά στη βίλα. Κάθε ίχνος, καθετί που θύμιζε όσα είχαν προηγηθεί εδώ μέσα, έπρεπε να το εξαφανίσουν. Ρητή εντολή του κυρίου Θεμιστοκλέους, μετά την αστυνομική έρευνα φυσικά.
Παραδίπλα ο Άγγελος Αναστασίου περιεργαζόταν τον χώρο όπου διαδραματίστηκε η σκηνή του εγκλήματος. Φαντάστηκε τη Ρεβέκκα με το μαχαίρι του Αντρέα στο χέρι της, να ορμάει μπροστά, να μαχαιρώνει με όση δύναμη είχε τη Λήδα. Αίματα πετάγονται παντού και το σκηνικό προκαλεί φρίκη στον θεατή.
Το ακόμα χειρότερο όμως είναι, ο μακάβριος θάνατος του δολοφόνου, η στιγμή που ορμάνε πανω του τα σκυλιά και τον κατασπαράζουν. Ανατριχιαστικό.
Δεν έπρεπε να του ξεφύγει τίποτα, ούτε η παραμικρή τρίχα από την έρευνα που έκανε στον χώρο του εγκλήματος.
Μπροστά του ένα σαλόνι ρημαγμένο, βάζα σπασμένα, φλιτζάνι που είχε πέσει στο τραπεζάκι κι είχε αφήσει μια λίμνη από καφέ. Μπροστά του ένα κόκκινο, πανάκριβο χαλί με μεγάλο σκούρο λεκέ στην άκρη, ξεραμένα αίματα παντού. Τι καλά!, κάγχασε.
Η Έρση που τον κρυφοκοιτούσε απ' την κουζίνα, κούνησε το κεφάλι της απογοητευμένη. Τι κρίμα! Πόσο άδικο ήταν που τώρα η κυρία Ρεβέκκα, έβλεπε τα ραδίκια ανάποδα. Αν και κακά τα ψέματα, ποτέ της δεν τη συμπάθησε. Εκείνη η γυναίκα παραήταν καλή για να είναι αληθινή, κάτι κακό έκρυβε μέσα της, έναν σκληρό χαρακτήρα, που η Έρση είχε καταφέρει να διακρίνει. Δεν έπαυε όμως να στεναχωριέται για όσα έγιναν.
Πήρε τον δίσκο με το φαγητό της Ερωφίλης και ανέβηκε πάνω, όπως κάθε μεσημέρι.
Η μικρή καθόταν ήρεμη στην άκρη του κρεβατιού, κοιτούσε το κενό σχεδόν με απελπισία και απέραντη λύπη. Μόλις είδε την Έρση, πέταξε με μανία στο πάτωμα μια κορνίζα,  πάτησε μάλιστα πάνω της για να τη διαλύσει πιο πολύ. 
-Ε κορίτσι μου τι κάνεις; Τι σ' έπιασε;
Κάτω στο πάτωμα είδε την επίμαχη φωτογραφία που απεικόνιζε θεία και ανιψιά. Το πρόσωπο της Ρεβέκκας είχε παραμορφωθεί.
-Κάτσε ήσυχα, σε παρακαλώ κι έλα να φας. Σου έφτιαξα μακαρονάδα, που σ' αρέσει! Άσε, θα μαζέψω εγώ τα σπασμένα, μη χτυπήσεις.
Η Ερωφίλη άνοιξε δειλά το στόμα της. Σαν...να προσπαθούσε να πει κάτι; Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα ώστε να συνειδητοποιήσει η νεαρή οικιακή βοηθός τι  συνέβαινε. Λίγο αργότερα τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη.
-Μμμ...αααα...μμμμ...μμ...αα.
-Παναγιά βοήθα! Τι λες παιδί μου; Μιλάς;
-Μα...μμμμ...α. Μα...
Πράγματι δεν την γελούσαν τ' αυτιά της! Η Ερωφίλη προσπαθούσε να πει τη λέξη "μαμά"! Μπορεί να δυσκολευόταν να πει τη πρώτη συλλαβή, όμως η Έρση είχε ακούσει καθαρά τη φωνή της.
-Μαρία! Μαρία έλα γρήγορα σου λέω, το παιδί μιλάει!, φώναξε με όση δύναμη είχε κι έμεινε να κοιτάζει κατάπληκτη αυτό που  διαδραματιζόταν μπροστά της...
                          ***
Ο Αλέξανδρος μπήκε δειλά δειλά στο δωμάτιο. Ήθελε να δει πως ήταν η πεθερά του, αν είχε ξυπνήσει.
Τη βρήκε να κοιμάται μακάρια, με μια ήρεμη έκφραση στο πρόσωπο, σαν να χαμογελούσε. Έβλεπε καλό όνειρο άραγε;
Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, φοβούμενος μην τη ξυπνήσει καταλάθος. Η πεθερά του είχε ανάγκη από ύπνο γιατί όταν θα ξυπνούσε... θα έπρεπε να βρεθεί αντιμέτωπη με την πραγματικότητα. Είχε μόλις χάσει το ένα της παιδί και το άλλο πάλευε για τη ζωή του.
Έκανε να φύγει, όταν αποφάσισε να της ρίξει μια τελευταία ματιά. Μα... για μισό λεπτό.
Τόση ώρα δεν άκουγε την αναπνοή της, δεν έβλεπε το στήθος της τώρα ν' ανεβοκατεβαίνει. Κι αυτή η γλυκιά έκφραση που είχε στο πρόσωπο...
Θεέ μου.
Έσκυψε πάνω απ' τη καρδιά της με αγωνία, ενώ ένιωθε και τη δικιά του να σταματά απότομα.
Θα έτρεχε έξω, θα φώναζε απελπισμένα για βοήθεια, θα έφερνε έναν γιατρό. Μα σχεδόν αμέσως κατάλαβε ένα πράγμα: η Αννέτα είχε ήδη εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο, είχε γίνει μια ψυχή στον ουρανό...

Απώλεια {TYS17}Where stories live. Discover now