Κεφάλαιο 38

Start from the beginning
                                    

-Ωραία...

Ο Αλέξανδρος τώρα την κοιτούσε μ' ένα παράξενο βλέμμα... σαν να ήθελε να τη ρωτήσει για κάτι. Απλά δίσταζε να το πει με τα λόγια.

Ήξερε πως η ώρα της αλήθειας πλησίαζε, πως ήταν θέμα χρόνου να του αποκαλύψει τα πάντα. Και για τη σχέση της με τον Δημήτρη αλλά και για τα μυστικά της Ρεβέκκας. Πως θα αντιδρούσε άραγε ο Αλέξανδρος; Θα τη συγχωρούσε για τα λάθη της... ή μήπως όχι;

-Αγάπη μου; Που ταξιδεύεις;, της είπε μ' ένα χαμόγελο, έτσι για να κάνει το κλίμα λίγο πιο ελαφρύ.

-Τι λες;

-Χα! Τίποτα, απλά σαν να μου φάνηκε ότι αφαιρέθηκες, για λίγο.

-Όχι.

-Μάλιστα; Μήπως θες να ξεκουραστείς; Να πάω έξω;

Η Λήδα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Εκείνος έσκυψε και την φίλησε στο μέτωπο.

-Σ'αγαπάω πολύ Λήδα. Μην ανησυχείς, τώρα πέρασαν όλα, θα γίνεις καλά και θα πάρεις σύντομα εξιτήριο. Εγώ είμαι έξω, αν θέλεις κάτι, έρχομαι αμέσως.

Με δυσκολία της άφησε το χέρι, δυστυχώς ήταν πάνω από τις δυνάμεις του να φύγει, να την αφήσει μόνη τώρα που συνήλθε.

Κι αυτό γιατί τη λάτρευε, γιατί μετά τη περιπέτεια που πέρασαν είχε καταλάβει πόσο πολύ του ήταν αναγκαία...

                            ***
Η Μαρία σκούπιζε τα ποτήρια στη κουζίνα, ενώ σιγομουρμούριζε το "Αν είναι η αγάπη έγκλημα", του Καζαντζίδη. Είχε απορροφηθεί τόσο πολύ με το τραγούδι της, που δεν άκουσε τη στριγκλιά της Έρσης απ' το καθιστικό.

-Αμάν βρε Έρση, σήκω και πήγαινε να σκουπίσεις τα επάνω δωμάτια! Ή τουλάχιστον χαμήλωσε τη τηλεόραση, ακούγεται σε όλο το σπίτι.

-..., καμία απάντηση.

-Άκου, με πήρε τηλέφωνο ο κύριος Θεμιστοκλέους, όπου να 'ναι έρχεται, να ετοιμαστεί για τις κηδείες. Έλα, μη σε βρει να κάθεσαι!

Σιωπή για λίγο. Ύστερα είδε τη φίλη της κατάχλωμη, στο άνοιγμα της πόρτας. Έγινε κάτι;

-Έρση τι έπαθες; Καλέ εσύ έχεις χάσει το χρώμα σου, κάτσε στο τραπέζι να σου δώσω λίγο νερό!

-Μαρία άκουσες πριν κάμποσες μέρες για τη ληστεία στο σπίτι του Γιαννακόπουλου; Πυροβολήσανε αυτόν και την γυναίκα του, το άκουσες; Λίγο πιο κάτω από εμάς έγινε!

-Κάτι πήρε το αυτί μου. Όμως τώρα όλοι είναι καλά και ο Γιαννακόπουλος βγήκε απ' το νοσοκομείο χθες. Μα πες μου, που κολλάει η ληστεία; Δεν καταλαβαίνω.

-Σήμερα, τα χαράματα, η ίδια σπείρα χτύπησε πάλι. Εδώ στη Νεάπολη, Μαρία, μα αυτή τη φορά σκότωσαν άνθρωπο! Τον κύριο Θανάση, που έτυχε να βρίσκεται στο σπίτι του ο κακομοίρης και ξύπνησε. Τους είδε, αυτοί βγάλανε μαχαίρι...

-Ω, Θεέ μου!, η Μαρία έκατσε στο τραπέζι ζαλισμένη. Ναι, τον ήξερε τον κύριο Θανάση, ήταν ένας ευγενέστατος ηλικιωμένος που είχε βγει στη σύνταξη, πριν από λίγο καιρό. Οικογένεια δεν είχε, μόνο κάτι ανήψια που έμεναν πολύ μακριά από εδώ. Τον έβλεπε που και που στον δρόμο, τον χαιρετούσε. Κρίμα ο άνθρωπος...

-Φοβάμαι, Μαρία. Η αστυνομία κάνει λόγο για τρεις άντρες, δύο Έλληνες κι έναν Βούλγαρο, γύρω στα τριάντα πέντε και οι τρεις. Χτυπάνε πολύ κοντά μας... τι θα γίνει αν χτυπήσουν εδώ;

-Σςςςς, μη το γρουσουζεύεις! Θα τους βρει η αστυνομία, τίποτα δεν θα πάθουμε εμείς. Έλα κι έχουμε ένα παιδί εδώ, ησύχασε! Υπάρχουν ο Παύλος και ο Λέανδρος στο σπίτι, γιατί να φοβηθούμε;

-Εκείνοι αν θέλουν να ληστέψουν το σπίτι, θα βρουν τρόπο Μαρία! Νομίζεις δεν τα υπολογίζουν αυτά;

-Δάγκωσε τη γλώσσα σου.

-Εγώ να τη δαγκώσω, μα αν γίνει το κακό μη πεις ότι δεν στο είπα μετά...

Η Μαρία γύρισε το κεφάλι της προς το άνοιγμα της κουζίνας έτοιμη να απαντήσει. Κι έμεινε ακίνητη.

Γιατί είδε την Ερωφίλη, να τους κοιτάζει έντρομη, καρφωμένη στη θέση της και χωρίς να βγάζει άχνα.

Ήταν προφανές ότι είχε ακούσει όλη τη συζήτηση...




Απώλεια {TYS17}Where stories live. Discover now