Κεφάλαιο 23

Start from the beginning
                                    

Ένιωσε ένα περίεργο μυρμήγκιασμα σε όλο του το σώμα.

-Φαντάζομαι θυμάστε γεγονότα από εκείνη την ημέρα. Θέλω να μου περιγράψετε πως ήταν και τι ακριβώς κάνατε από το πρωί μέχρι το βράδυ. 

-Ναι. Ήταν μια σχετικά αδιάφορη μέρα. Ξύπνησα κατά τις δέκα, πήγα στο γυμναστήριο, βγήκα μια βόλτα. Ύστερα γύρισα σπίτι, είδα τηλεόραση και διάβασα ένα βιβλίο. Πρέπει να ήταν περίπου έξι, όταν ήρθε στο σπίτι μου, η αδερφή μου, Λήδα. Δεν γνωρίζω αν σας είχε αναφέρει τίποτα, όμως δέχτηκε απειλή από τον δολοφόνο. Της είχε στείλει σημείωμα να βρεθούν εκείνη τη μέρα, στις έξι και μισή. Μου το 'χε δείξει και ήθελα να πάω μαζί της, όμως πρέπει να ήμουν τόσο κουρασμένη που αποκοιμήθηκα για περίπου τρεις ώρες. Όταν ξύπνησα με πονούσε πολύ το κεφάλι μου και γενικά όλο το σώμα, δεν θυμόμουν τίποτα. Ούτε τι ώρα ξύπνησα. Αμέσως πήρα τηλέφωνο την αδερφή μου, μα το είχε στο αθόρυβο κι έτσι πήγα στο σπίτι του Δημήτρη, να με βοηθήσει να την βρούμε. Είχα χάσει και τα κλειδιά του σπιτιού του, δεν υπήρχαν στο συρτάρι, αλλά σκέφτηκα ότι θα μου ανοίξει αυτός. Ανησυχούσα πολύ για την Λήδα, νόμιζα ότι έπαθε κάτι κακό. Όμως το χειρότερο κακό το έπαθα εγώ στο τέλος...

-Ναι, σωστά. Ο Δημήτρης έδειχνε να ανησυχεί για τη ζωή του; Δεχόταν απειλές;

-Όχι, απ' όσο ξέρω. Βέβαια, τον τελευταίο καιρό είχαμε απομακρυνθεί αρκετά, θα μπορούσε άνετα να τον απειλεί κάποιος και να μου το κρατήσει μυστικό. Τι να πω, ίσως αν συζητούσαμε σοβαρά μαζί, να μου μίλαγε. Έπρεπε να το είχαμε κάνει! Όσο σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να τον σώσω...

-Μην κατηγορείτε τον εαυτό σας, ότι έγινε έγινε τώρα. Θέλω να μου πείτε και  κάτι άλλο: τη σχέση είχε ο Δημήτρης Αποστόλου με την οικογένεια Θεμιστοκλέους;

-Πολύ καλή. Με τον γαμπρό μου, τον Αλέξανδρο ήταν φίλοι και την Λήδα την είχε σαν αδερφή του. Αγαπούσε πολύ την ανηψιά μου, γενικά εκείνος τα πήγαινε καλά με τα παιδιά. Στην Ερωφίλη ακόμα δεν έχουμε πει τίποτα για τον θάνατο του, θα στενοχωρηθεί πολύ.

-Μάλιστα. Δηλαδή ο Δημήτρης τον τελευταίο καιρό ήταν απόμακρος. 

-Ναι. Νομίζω πως ήθελε να χωρίσουμε κιόλας.

-Να και κάτι που δεν θα μάθετε ποτέ. Στις εννιά παρά πέντε, την ώρα του φόνου, που βρισκόσασταν;

-Κοιμόμουν, στο σπίτι μου.

-Α δηλαδή δεν μπήκατε στο σπίτι του, οπλισμένη μ' ένα μαχαίρι, για να τον σκοτώσετε; Μήπως υπνοβατείτε και ο φόνος έγινε κατα λάθος;

Η Ρεβέκκα στο άκουσμα αυτής της κατηγορίας, τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό. Της πήρε λίγη ώρα για να συνειδητοποιήσει τι έλεγε ο αστυνόμος. Ύστερα πετάχτηκε από τη θέση της, σαν να τη χτύπησε κεραυνός, κουνώντας ταυτόχρονα αρνητικά το κεφάλι. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό της.

-Πως τολμάτε; Να με κατηγορείτε εμένα, για τον φόνο του Δημήτρη; Απ' το μυαλό σας τα βγάζετε αυτά; Εγώ πίστευα, πως η αστυνομία μιλάει μόνο με αποδείξεις κι όχι με εικασίες. Πείτε μου, έχετε κάτι που να με ενοχοποιεί;

-Προς το παρόν όχι. Ηρεμήστε, δεσποινίς και καθίστε κάτω.

-Όχι! Αυτό ήταν προσβλητικό για μένα, εγώ δεν είμαι εγκληματίας! Μπορεί να σας το βεβαιώσει κι η Αλμπέρτα, η οικιακή βοηθός μου, πως κοιμόμουν εκείνη την ώρα. 

-Ωραία, θα δώσει κι εκείνη κατάθεση.

-Νομίζω είπαμε πολλά. Αστυνόμε, αν δεν έχετε στοιχεία, να μην κατηγορείτε κανέναν! Εγώ τον Δημήτρη τον αγαπούσα με όλη μου τη καρδιά, δεν θα μπορούσα ποτέ να του κάνω κακό, δεν είχα λόγο, έτσι κι αλλιώς. Από την ημέρα που έμαθα για τον θάνατο του, κλαίω κάθε βράδυ, χάνω τον εαυτό μου, με κατηγορώ που δεν κατάφερα να τον σώσω. Αλλά πάνω απ' όλα μισώ εκείνον που του στέρησε τη ζωή. Αυτόν πρέπει να κατηγορήσετε αστυνόμε κι όχι εμένα., είπε η Ρεβέκκα με στόμφο κι ύστερα βγήκε από το γραφείο του Αναστασίου, περήφανα πάντα, έχοντας απαντήσει με τον πιο σωστό τρόπο στη αβάσιμη κατηγορία του. Ποιος ήταν αυτός που θα τολμούσε να της μιλήσει έτσι και μάλιστα όταν δεν τη γνώριζε καν;

Κανένας, δεν θα μπορούσε ποτέ να νιώσει τη θλίψη και τον πόνο που έπνιγε το μέσα της...

Αύριο, Κυριακή, 19/2 θα βρεθούμε αντιμέτωποι με τον δολοφόνο. Να είστε έτοιμοι, για τη συνέχεια...


Απώλεια {TYS17}Where stories live. Discover now