Κεφάλαιο 22

Start from the beginning
                                    

-Όχι, αστυνόμε. Αν και η Ρεβέκκα είχε πει στη γυναίκα μου ότι η κόρη μας συμπεριφέρεται κάπως περίεργα. Βλέπετε περνάει πολλές ώρες με το παιδί, την καταλαβαίνει. Εγώ, όσο κι αν δεν το θέλω, λείπω από κοντά της λόγω δουλειάς.

-Κατάλαβα. Όταν λέτε όμως ότι η κόρη σας συμπεριφέρεται κάπως περίεργα, τι εννοείτε;

-Δεν πολυμιλούσε. Κλεινόταν στον κόσμο της, μας απέφευγε. Κι εγώ, ο ίδιος είχα παρατηρήσει πως άρχισε να γίνεται λίγο απότομη.

-Μάλιστα. Συνεχίζουμε με τον Δημήτρη. Σας είχε εκφράσει ποτέ κάποιες ανησυχίες, ιδιαίτερα για τη ζωή του;

-Τι ανησυχίες; Όχι, όχι, ποτέ. Δεν έδειχνε να φοβάται για κάτι και μεταξύ μας δεν ξέρω ποιος θα μπορούσε να τον σκοτώσει. Ο άνθρωπος ήταν καλός, ευγενικός, μόνο φίλους είχε.

-Αν είχε μόνο φίλους, δεν θα γινόταν ο φόνος. Την πιθανότητα της ληστείας, την αποκλείουμε, δεν έλειπε τίποτα από το σπίτι, όλα ήταν στη θέση τους. Η πόρτα δεν είχε παραβιαστεί, πράγμα που σημαίνει πως είτε κάποιος είχε κλειδιά και μπήκε μέσα, είτε του άνοιξε ο ίδιος ο Δημήτρης. Που το τελευταίο επίσης σημαίνει, πως ήταν φιλικό πρόσωπο ο δολοφόνος, αλλιώς πως θα του άνοιγε έτσι την πόρτα; Αυτός ο κάποιος που ψάχνουμε, ήξερε καλά το θύμα.

-Λογικό μου φαίνεται. Όμως δεν τον σκότωσα εγώ, αν αυτό σκέφτεστε.

-Μα δεν είπα κάτι τέτοιο.

-Ήθελα να σας αποτρέψω και μόνο από την ιδέα.

-Όλους τους υποψιάζομαι κύριε Θεμιστοκλέους. Ακόμα και τους ανθρώπους που φαίνονται οι πιο αθώοι της υπόθεσης. Δεν ξέρετε τι έχουν δει τα μάτια μου.

-Μπορώ να φανταστώ. Αλλά και πάλι θα δηλώσω, πως δεν είμαι εγώ ο δολοφόνος του Δημήτρη.

-Αυτό θα το δούμε. Μπορείτε να πηγαίνετε κύριε, δεν έχω κάτι άλλο να σας ρωτήσω. 

Ο Αλέξανδρος ετοιμάστηκε να φύγει, μα η φωνή του Αναστασίου του έκοψε τη φόρα.

-Α και να προσέχετε, κύριε. Αφού λέτε πως δεν είστε εσείς ο δολοφόνος, καλά θα κάνετε να προσέχετε τον εαυτό σας και την οικογένεια σας. Ποτέ δεν ξέρεις πότε μπορεί να χτυπήσει ο θύτης... συνήθως είναι ανύποπτες στιγμές.

-Ευχαριστώ, για τη συμβουλή. Θα προσέχουμε, καλή σας μέρα.

-Επίσης...

                                                                                  ***

Η Ρεβέκκα και η Λήδα άκουγαν με προσοχή όσα τους έλεγε η Κάτια. Ήταν καθισμένες και οι τρεις, στο σαλόνι της Λήδας, σοβαρές και ανήσυχες, με τη σκέψη τους στην Ερωφίλη.

-Δηλαδή, Κάτια, αν κατάλαβα καλά, η μικρή έχει αυτό που λέμε ψυχολογική ένταση; 

-Ναι, Ρεβέκκα. Μπορεί να φάνηκε τρομακτικό αυτό, όμως δεν είναι κάτι που θα έπρεπε να μας ανησυχεί. Το παιδί κοιμήθηκε με ανοιχτά τα μάτια, επειδή ήταν πολύ κουρασμένο και αποκοιμήθηκε πριν προλάβει να κλείσει τα βλέφαρα του. Συμβαίνει κι αυτό.

-Μάλιστα. Εγώ θέλω να μάθω και κάτι άλλο Κάτια. Γιατί δεν μιλάει; Έχει περάσει παραπάνω από ένας μήνας και δεν έχει πει ούτε μια λέξη. Ως πότε αυτό;,ρώτησε η Λήδα. 

-Σε κάθε άνθρωπο είναι διαφορετικά. Δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς πότε,αλλά ακόμα είμαστε στην αρχή. Θα χρειαστεί αρκετός χρόνος μέχρι να ξαναμιλήσει.

-Μα δεν γίνεται! Δεν μπορώ να την βλέπω έτσι! Θέλω με κάποιον τρόπο να γίνουν όλα όπως πριν, να είναι και πάλι χαρούμενη, να χαμογελάει. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί περνάμε έναν τέτοιο εφιάλτη; Μήπως εγώ ζητάω πολλά; Πείτε μου!, φώναξε εκτός εαυτού η Λήδα.

Έδειχνε πιο απελπισμένη από ποτέ...

-Ηρέμησε, σε παρακαλώ. Είσαι απαισιόδοξη και δεν βοηθάς έτσι. Άκου τι σου λέει η Κάτια, για να δούμε μήπως μπορούμε να βρούμε μια λύση.

-Πως; Γιατί εγώ δεν βλέπω να προτείνετε κάτι! Και η υπομονή μου σιγά σιγά εξαντλείτε, είναι δύσκολο να το περνάω κάθε μέρα αυτό. Σκεφτείτε: έχεις ένα παιδί, ένα παιδί γεμάτο ζωντάνια, ένα κοριτσάκι με διάθεση και ελπίδες για το μέλλον. Από τη μια στιγμή στην άλλη όμως, κάποιος την πληγώνει, την σκοτώνει με τον χειρότερο τρόπο. Νιώθει τον βιασμό, νιώθει πως έχει μολυνθεί στο σώμα και το καλύτερο: αισθάνεται ντροπή. Η ψυχή της είναι αυτή που έχουν βιάσει, όχι τόσο το σώμα. Κι εγώ κάθε μέρα την χάνω, γιατί κλείνεται στον δικό της κόσμο, σ' έναν εφιάλτη δίχως τέλος που πάντα θα υπάρχει μέσα της. Χάνω το παιδί μου, πεθαίνει μέρα με τη μέρα, ακούτε;

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τον μονόλογο της. Άρχισε να κλαίει σπαρακτικά. Οι δυο γυναίκες την κοίταξαν λυπημένες και ύστερα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Κάτι περίεργο ένιωθε η Κάτια εκείνες τις ώρες που συζητούσαν, κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Ήξερε όμως ότι την τρόμαζε...

Περιμένω τα σχόλια...

Απώλεια {TYS17}Where stories live. Discover now