Κεφάλαιο 18

Start from the beginning
                                    

-Λήδα, σήμερα δεν είναι το ραντεβού με τον δολοφόνο; 

-Ναι., ξεροκατάπιε. 

-Δεν θα πας, έτσι; 

-Θα πάω. 

-Τότε πρέπει να ετοιμαστώ... 

-Ναι, να ετοιμαστείς. Αφού το θες, θα έρθεις μαζί μου. Η Ρεβέκκα την κοίταξε, σαν να μη μπορούσε να πιστέψει αυτά που άκουγε. Είχε προετοιμαστεί για να καυγαδίσει με την αδερφή της, είχε ήδη προετοιμάσει τα επιχειρήματα που θα της έλεγε. 

-Αλήθεια; Άλλαξες γνώμη; 

-Μ' έπεισες αδερφούλα, θα έρθεις μαζί μου. 

-Τότε να ετοιμαστώ. 

-Ε, ναι. Η Ρεβέκκα χασμουρήθηκε και έτριψε τα μάτια της. 

-Νιώθω να νυστάζω. 

-Δεν είναι τίποτα, μην ανησυχείς., της απάντησε κοφτά η Λήδα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά είδε την αδερφή της να γερνεί στον καναπέ και να κλείνει τα μάτια. 

-Όνειρα γλυκά αδερφή..., ψιθύρισε κι έκλεισε τη πόρτα πίσω της...

                     
                                                                                        ***

Ώρα μηδέν

Σηκώθηκε από τον καναπέ, μ' έναν μορφασμό πόνου. Είχε πιαστεί έτσι όπως την είχε πάρει ο ύπνος, σε μια αφύσικη στάση. Αλήθεια πόση ώρα κοιμόταν; Δεν μπορούσε να υπολογίσει.

Έκανε ν' αρπάξει το κινητό της, από συνήθεια, όμως αυτή τη φορά το άφησε πάλι πίσω στο τραπεζάκι. Εκείνος δεν θα την είχε πάρει τηλέφωνο πάλι. Εκείνος την απέφευγε μονίμως, όμως η Ρεβέκκα εθελοτυφλούσε, δεν ήθελε να το καταλάβει. 

Τώρα, που ήταν η αδερφή της; Μάλλον είχε πάει μόνη στο ραντεβού με τον δολοφόνο. Το ήξερε, ότι η Λήδα θα έκανε πάλι του κεφαλιού της.

Πήρε τον κινητό και πληκτρολόγησε τον γνωστό αριθμό. Η Λήδα δεν το σήκωνε, το είχε στο αθόρυβο.

Σηκώθηκε βιαστικά και πήρε την τσάντα της. Έπρεπε να πάει στον Δημήτρη, να τον δει. Δεν χρειαζόταν να του χτυπήσει, είχε κλειδιά του σπιτιού του, το μόνο που χρειαζόταν ήταν να ψάξει στο συρτάρι της βιβλιοθήκης, για να τα βρει.

Μα τι περίεργο... τα κλειδιά έλειπαν. Η Ρεβέκκα κούνησε νευρικά το κεφάλι για να θυμηθεί και να φύγει κάπως ο ύπνος . Πρέπει να τα πέταξε κάπου και να μην το θυμόταν. Δεν διέθετε υπομονή για να ψάξει. Πήρε τσάντα και κλειδιά αυτοκινήτου και βγήκε έξω. Ο κρύος αέρας χτύπησε με μανία το πρόσωπο της. Της άρεσε όμως, ένιωθε ζωντανή έτσι...

Ένα τέταρτο αργότερα βρισκόταν έξω από την τετραόροφη πολυκατοικία. Για καλή της τύχη την ώρα που πλησίαζε, κάποιος άνοιξε την εξώπορτα και εκείνη μπήκε βιαστικά μέσα. Πήρε το ασανσερ, ενώ η καρδιά της χτυπούσε όλο και πιο δυνατά.

Σταμάτησε στον τρίτο και προχώρησε μέχρι τη πόρτα του. Ξαφνικά την έλουσε κρύος ιδρώτας. Γιατί η πόρτα ήταν ανοιχτή, ενώ κάτω από τα πόδια της έβλεπε σταγόνες από αίμα. Δεν έχασε καιρό, μπήκε αμέσως στο διαμέρισμα. Το τρέμουλο σε όλο της το σώμα έγινε ακόμα πιο έντονο. Ήταν αδύνατο να το συλλάβει το μυαλό της αυτό.

Μόνο μερικά βήματα χρειάστηκαν για να βρεθεί μπροστά στο πτώμα του. Στο πτώμα του Δημήτρη που κειτόταν ακίνητο πάνω στο λευκό πάτωμα, το οποίο είχε γίνει κόκκινο πια από το αίμα του. 

Κούνησε το κεφάλι, σαν να ήθελε να διώξει αυτή την εικόνα. Ένα δυνατό ουρλιαχτό έσκισε τα χείλη της, γκρέμισε τους τοίχους. Το βλέμμα του Δημήτρη την κοιτούσε παγωμένο.

Κούνησε τα χείλη του σαν να ήθελε κάτι να πει. Ήταν ζωντανός...

-Για...για...τι;, άκουσε τη φωνή του. 

-Γιατί τι; Δεν καταλαβαίνω., απάντησε η Ρεβέκκα μέσα στη ταραχή της.

-Κρατήσου αγάπη μου, τώρα θα καλέσω ασθενοφόρο! Θα γίνεις καλά, μη φοβάσαι!,φώναξε και άρπαξε το κινητό της.

Μιλούσε μπερδεμένα, έχανε τα λόγια της, φώναζε. Τρελαινόταν...

Ξαφνικά πέταξε ότι κρατούσε στο πάτωμα και τον πήρε αγκαλιά, αδιαφορώντας για τα πανάκριβα ρούχα της που είχαν αρχίσει να γεμίζουν με αίμα.

-Για...γιατί;, επέμεινε ο Δημήτρης.

-Δημήτρη μη μιλάς, κουράζεσαι έτσι. Δεν καταλαβαίνω τι μου λες, απλά προσπάθησε να μη κλείσεις τα μάτια σου, τώρα έρχεται το ασθενοφόρο! Κρατήσου., είπε και τον φίλησε στο μέτωπο. 

Όμως εκείνος την κάρφωσε με τα γαλάζια μάτια. Και το βλέμμα του ήταν πιο σκοτεινό ποτέ. Περίεργο βλέμμα.'Υστερα, έτσι στα ξαφνικά έμεινε ακίνητος. Έκλεισε τα μάτια του! 

Από πίσω της ακούστηκαν φωνές, πρέπει να ήταν κάποιος ανήσυχος γείτονας, που άκουσε το ουρλιαχτό της. Γύρισε να τον κοιτάξει και στο επόμενο δευτερόλεπτο όλα έγιναν μαύρα.

Λιποθύμησε... 

Διπλό κεφάλαιο. Το χρωστάτε στο JustinBatsios αυτό!

Απώλεια {TYS17}Where stories live. Discover now