Κεφάλαιο 6

959 83 9
                                    

"Apparition" ψιθύρισε. Μια δίνη μαυρίλας την περικύκλωσε. Ένας ανεμοστρόβιλος χάους την άρπαξε και την άφησε στο σπίτι της.

Σκοτάδι παντού. Ψαχουλεύοντας τον τοίχο βρήκε τον διακόπτη. Το φως γέμισε το δωμάτιο. Μόνο τότε κατάλαβε ότι ήταν μόνη στο δωμάτιο. Ο Ντράκο μάλλον έφυγε αμέσως σκέφτηκε. Το κεφάλι της βούιζε. Χρειαζόταν μια ασπιρίνη. Πήγε προς την κουζίνα και άνοιξε το φως. Μία σιλουέτα φωτίστηκε. "Θεέ μου τι κάνεις στα σκοτάδια! Με κοψοχόλιασες!" αναφώνησε σαστισμένη. Βασικά δεν ήταν ακριβώς σκοτάδι. Το φως του ήλιου γλιστρούσε αμυδρά μέσα στον χώρο από τις περσίδες του παραθύρου, το οποίο ήταν κλειστό. Γιατί είναι κλειστά τα παράθυρα; η σκέψη την χτύπησε σαν αστραπή. "Πέρασες καλά;" η φωνή του Ρον ακούστηκε παράξενα ψυχρή. "Γιατί έχει κλείσει τα παράθυρα;" η Ερμιόνη πλησίασε το παράθυρο της κουζίνας και το άνοιξε γρήγορα. Το φως πλημμύρισε το δωμάτιο και η Ερμιόνη έκλεισε αυτόματα τα μάτια της. 

"Πέρασες καλά;" επαναλαμβάνει με την ίδια ψυχρή φωνή. "Συγνώμη που έφυγα τόσο γρήγορα αλλά....". "Αλλά τι;" την διέκοψε "αλλά προτίμησες να εξαφανιστείς με τον Ντράκο για 5 ώρες! ΠΕΝΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΕΣ ΩΡΕΣ χωρίς να ξέρω άμα ζεις ή άμα πέθανες. Πέντε ολόκληρες ώρες μαζί με έναν άλλο άντρα. Κόντεψα να τρελαθώ". Πρώτη φορά τον άκουγε να φωνάζει. Πρώτη φορά τον έβλεπε να φέρεται έτσι. Τον είχε δει να ζηλεύει αμέτρητες φορές αλλά όχι να φρικάρει έτσι. Η ανησυχία και ο εκνευρισμός είχαν παραμορφώσει τα χαρακτηριστικά του. "Συγνώμη απλά..... Χρειαζόταν βοήθεια... έπρεπε... δεν ξέρω... Συγνώμη..." μάσαγε τα λόγια της. Ήξερε! Ήξερε ότι είχε κάνει λάθος. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να φύγει έτσι. Έλεγε συνεχώς από μέσα της ότι απλά δεν πρόλαβε να αντιδράσει, ότι δεν είχε επιλογή. Ήξερε όμως ότι ήταν δικαιολογία. Μπορούσε να τον προειδοποιήσει. Μπορούσε να τον πάρει ένα τηλέφωνο μόλις συνειδητοποίησε ότι ήταν στο Χόγκουαρτς. Μπορούσε να του πει τα πάντα για την συνάντηση της με τον Ντράκο το προηγούμενο βράδυ. Είχε τόσες ευκαιρίες αλλά δεν το έκανε. Την γοήτευσε ο κίνδυνος. Την γοήτευσε η περιπέτεια. Την γοήτευσε το γεγονός ότι δεν ήξερε τι ερχόταν μετά. Μπορούσε να του το είχε πει. Δεν το έκανε από επιλογή. Δεν το έκανε.

"Δεν πρόλαβα. Με τράβηξε αμέσως στο τζάκι και μετά... μετά προσπαθούσα να καταλάβω τι ήθελε... Δεν ήξερα ότι πέρασε τόση ώρα... Συγνώμη" χρησιμοποίησε την δικαιολογία τελικά. Για έναν λόγο δεν μπορούσε να του πει την αλήθεια. Την αλήθεια για ότι έγινε, για ότι είδε. Ένιωθε ότι απομακρυνόταν από αυτόν όλο και περισσότερο. Είμαστε αρραβωνιασμένοι, είμαστε ερωτευμένοι, σε αγαπάω... Γιατί δεν μπορώ να σου μιλήσω. Ένας τυφώνας σκέψεων σάρωσε το μυαλό της. Το χέρι της κράταγε γερά την ροζ πιτζάμα της, την ηρεμούσε το άγγιγμα στο χνουδωτό ύφασμα. "Αυτή δεν είσαι εσύ Ερμιόνη" φαινόταν απογοητευμένος "η Ερμιόνη που ξέρω σκέφτεται. Η Ερμιόνη που ξέρω δεν φέρεται ανεύθυνα. Είναι μεθοδική. Πάντα κάνει το σωστό. Δεν εξαφανίζεται χωρίς να ειδοποιήσει.... Από χτες φέρεσαι παράξενα...". Παύση. "Στον ύπνο σου χτες μίλαγες ξέρεις...." η φωνή του χαμήλωσε. "Έλεγες το όνομα του συνέχεια...." τα μάτια της γούρλωσαν από την έκπληξη. Το σώμα της σφίχτηκε. Η καρδιά της παλλόταν στο στήθος της σαν τρελή. Έλεγα το όνομα του; 

The Broken Time-TurnerΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα