Κεφάλαιο 4

508 47 78
                                    

Δεν κοιμήθηκα καθόλου όλο το βράδυ. Τις πρώτες ώρες τουλάχιστον είχα την δικαιολογία ότι τα αδέρφια μου θα με κρατούσαν ξάγρυπνη με τις ερωτήσεις τους. Τις ερωτήσεις που δεν ήξερα ούτε εγώ πώς να απαντήσω. Σας έχει τύχει ποτέ να μπαίνετε σε μια κατάσταση εντελώς απροετοίμαστοι και ξαφνικά κάτι γύρω σας να σας υπενθυμίζει ότι δεν έχετε κανένα σχέδιο; Αυτό το κάτι ήταν για εμένα τα αδέρφια μου.
Σύντομα όμως και αυτά κουράστηκαν. Σταδιακά άρχισαν να φεύγουν και έπεφταν για ύπνο. Εγώ σκαρφάλωσα στο περβάζι του παλιού σκοροφαγωμένου μου παραθύρου το οποίο έτριξε από το βάρος μου. Κοιτούσα συνεχώς τον ορίζοντα. Θα έπρεπε να σκεφτόμουν τι θα έκανα. Θα έπρεπε να ανακαλύπτω κάποιο σχέδιο. Θα έπρεπε να παίρνω αποφάσεις. Αλλά όχι. Απλά καθόμουν και κοιτούσα το απόλυτο τίποτα.
Σιγά σιγά, άρχισαν να φαίνονται και οι πρώτες αχτίδες του ήλιου. Ότι κι αν σας έχουν πει, το ξεκίνημα της αυγής δεν είναι ποτέ τόσο εντυπωσιακό. Ο ήλιος δεν ξεπροβάλει μεγαλπρεπής και επιβλητικός. Το μόνο που φαίνεται στην αρχή, είναι σκόρπιες ασημένιες λωρίδες να σχίζουν τον ορίζοντα στα δύο, να ξεχωρίζουν τον ουρανό από την γη σαν μακριές λεπτές βέργες. Το χρώμα του ουρανού από μαύρο γίνεται βαθύ μπλε. Είναι τρομακτικό. Γιατί κάθε αυγή συμβολίζει μια νέα αρχή. Και για να υπάρξει μία νέα αρχή σημαίνει πώς κάτι πρέπει να τελειώσει. Τι γίνεται όμως όταν δε θες να τελειώσει αυτό το κάτι; Θα σας πω εγώ τι γίνεται: η αυγή... το ξεκίνημα... δε σταματάει. Υπάρχει λόγος που βγήκε η φράση "μέχρι να σταματήσει να ανατέλει ο ήλιος". Επειδή ότι και να κάνουμε, όσο και αν προσπαθήσουμε, δε θα εμποδίσουμε ποτέ τον ήλιο να ανατέλει. Για μερικούς αυτό είναι ελπιδοφόρο. Για τους υπόλοιπους συμβολίζει ότι δεν μπορούν να εμποδίσουν κάτι τραγικό για τους ίδιους από το να συμβεί.
Κοίταξα το ρολόι του τοίχου μου. Η ώρα ήταν 06.03 άρα ο Σεμπ θα ερχόταν όπου να 'ναι.
Και όντως, βάδιζε με κοφτό βήμα προς το σπίτι μου. Με πρόσεξε από μακριά και μου χαμογέλασε κλείνοντας μου το μάτι. Προσπάθησα να ανταποδώσω το χαμόγελο αλλά το πρόσωπο μου ήταν σαν μάσκα.
Κατέβηκα προσεκτικά από το παράθυρο, πιάνοντας κάτι σωλήνες για να μην τσακιστώ. Λίγο πριν ακουμπήσω το έδαφος, δύο χέρια με τράβηξαν και βρέθηκα στην αγκαλιά του Σεμπ.
"Καλημέρα" είπε και έβαλε το σαγόνι του στον ώμο μου.
"Απόδειξε το" γκρίνιαξα σουφρόνωντας την μύτη μου.
"Λοιπόν, είμαι μαζί σου και είμαι ακόμα ζωντανός. Κάτι πρέπει να είναι και αυτό, ε; "
Γέλασα λίγο αλλά ξαφνικά θυμήθηκα όλα όσα μου είχε πει η μητέρα μου. Τα γέλια κόπηκαν μαχαίρι.
"Ας φύγουμε Κιμ" είπε μετά από αρκετή ώρα, κοιτάζοντας με σοβαρά στα μάτια.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να ανατέλει στα αλήθεια τώρα. Οι ακτίνες του από ασημένιες ήταν πλέον ματωμένες. Το μισό πρόσωπο του Σεμπάστιαν φωτιζώταν και το μάτι του γυάλιζε περισσότερο από ποτέ. Έμοιαζε απόκοσμος, γενναίος και όμορφος. Το υπόλοιπο μισό βρισκόταν στις σκιές. Εκεί μπορούσα να αντικρύσω όλους τους φόβους και την αγωνία του. Το έβλεπα, αναρωτιόταν αν θα τον ακολουθούσα. Για πρώτη φορά στη ζωή του είχε αμφιβολίες για μένα και αυτό δε μου άρεσε.
Δυστυχώς όμως είχε δίκιο που είχε αμφιβολίες.
"Αυτό δε γίνεται Σεμπ" αναστέναξα στο τέλος "Θα μας κυνηγίσουν και θα πάρουν ότι αγαπάμε για τιμωρία..."
"Δε πιστεύεις ότι αξίζει; Εγώ είμαι πρόθυμος να θυσιάσω τα πάντα για σένα!" είπε απελπισμένα.
"Εγώ όμως δεν είμαι πρόθυμη να θυσιάσω εσένα!" φώναξα.
Έκλεισε τα μάτια του και έμεινε έτσι για λίγο.
"Αν φύγουμε θα έχουμε μια πιθανότητα να μην μας πιάσουν..." ξεκίνησε να λέει.
"Ξέρεις πώς αυτό δε θα γίνει. Θα μας βρουν. Και θα πεθάνουμε. Το πολύ να αντέξουμε για μια δύο μέρες. Και τι θα έχουμε καταφέρει τότε;"
"Θα έχω καταφέρει να είμαι μαζί σου για μια δυο μέρες. Θα έχω καταφέρει το τελευταίο πράγμα που θα έχω αγγίξει να είναι το χέρι σου. Θα έχω καταφέρει να είσαι στο πλευρό μου στο τέλος!"
Χαμήλωσα το κεφάλι μου. Ένιωθα ότι είχε δίκιο. Απλά δεν ήθελα να έρθει ακόμα το τέλος του. Δεν ήμουν έτοιμη να τον χάσω.
"Δε θα φύγω σαν κυνηγημένη Σεμπάστιαν. Δε θέλω ο κόσμος να μας θυμάται σαν δειλούς."
"Ποτέ δε σου άρεσε να εγκαταλείπεις Κιμ. Πάντα κρατούσες ψιλά το κεφάλι σου" μονολόγησε "Ας είναι. Άρα θα μείνουμε εδώ και θα τους περιμένουμε; Γενναία και παληκαρίσια;" είπε χαμογελώντας αχνά.
Αχ Θεέ μου... Δεν είχε καταλάβει ακόμα.
"Όχι Σεμπ. Τελειώνει εδώ. Σε λίγες ώρες φεύγω. "
Του πήρε λίγο να καταλάβει τι έλεγα. Ξαφνικά τα χέρια του έπεσαν στα πλάγια. Με κοιτούσε σαν ηλίθιος.
"Δε θα το πιστέψεις" είπε "Αλλά νόμιζα ότι σε άκουσα να λες πως θα πας. Τρελό έτσι;" είπε και γέλασε σαν μανιακός. Τα μάτια του ήταν απελπισμένα. Με εκληπαρούσαν να συμφωνήσω μαζί του.
Ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλο μου.
"Λυπάμαι Σεμπ. Δεν έχουμε άλλη επιλογή..."
"Φυσικά και έχουμε! Πάντα υπάρχει άλλη επιλογή! Απλά δεν είσαι πρόθυμη να πάρεις το ρίσκο!"
"Το ρίσκο να πεθάνουν άνθρωποι; Όχι Σεμπ! Δεν είμαι! Άκουσε με σε παρακαλώ! Θα πάω εκεί και θα είμαι από τις πρώτες που θα φύγουν! Θα κάνω το καθήκον μου! Θα παρουσιαστώ και θα κριθώ ακατάλληλη! Αυτό ήταν! Μετά θα είμαστε μαζί!"
"Δε το πιστεύω Κιμ" είπε με σφιγμένα δόντια "Κι αν πας και αποφασίσεις να μείνεις; Τι γίνεται τότε; Ποιος μου εγγυάται ότι δε θα σε θαμπώσουν τα πλούτη;"
"Ακούς τι λες ;! Μιλάς σαν να μην με ξέρεις! Σαν να μην με εμπιστεύεσαι! Εσύ από όλους τους αλλούς θα έπρεπε να γνωρίζεις τι είδους αποφάσεις παίρνω!"
"Ακριβώς. Αυτό νόμιζα και εγώ. Χθες δε σε άκουσα να λες ότι δε θα πας; Ότι θα μείνεις μαζί μου; Αυτό δε θα έκανε η Κιμ που ξέρω;"
Δε μίλησα. Τα λόγια του ήταν σαν μαχαίρι στην καρδιά. Χαμήλωσα το κεφάλι μου.
"Με πρόδωσες μια φορά Κιμ. Απέδειξες ότι αυτό που νόμιζα ήταν λάθος. Ποιος μου λέει ότι δε θα το ξανακάνεις;"
Είχε δίκιο. Ήθελα να διαφωνήσω μαζί του αλλά είχε δίκιο. Ήμουν προδότρα. Αυτός ήταν έτοιμος να τα θυσιάσει όλα και εγώ όχι. Ήμουν δειλή. Ήμουν ντροπιασμένη.
"Σου το υπόσχομαι Σεμπ" είπα δακρυσμένη "θα γυρίσω. Θα είμαστε μαζί..."
Έπιασε το πιγούνι μου με το χέρι του και σήκωσε το κεφάλι μου. Με κοίταξε κατάματα και πονεμένα. Αλλά υπήρχε και κάτι άλλο στα μάτια του. Κάτι ακαθόριστο.
"Μπορεί να είμαι ηλίθιος" είπε "αλλά θα περιμένω. Σε παρακαλώ όμως. Μην υπόσχεσαι τίποτα. Το κακό πάνω μου είναι ότι ήδη είμαι γεμάτος ελπίδα. Θα περιμένω μέχρι να μου πεις εσύ να μην περιμένω πια."
Άρπαξε την μέση μου και με φίλησε. Ήταν ένα γλυκόπικρο φιλί. Ένιωθα ότι εδώ ανοίκω. Ότι αυτό είναι το άλλο μου μισό. Αυτό έλειπε από την ζωή μου τόσο καιρό. Η αίσθηση της ασφάλειας.
Έχω ακούσει ότι όταν φιλάς κάποιον όλες οι τύψεις, οι ενοχές και τα προβλήματα εξαφανίζονται. Δεν είναι έτσι. Όλα τα αρνητικά είναι ακόμα εκεί, πιο δυνατά, πιο ισχυρά από ποτέ. Το μόνο ανακουφιστικό είναι ότι έχεις κάποιον να τα μοιραστείς.
Τραβήχτηκε και με κοίταξε λυπημένα στα μάτια. Έβαλα το κεφάλι μου στο στήθος του και άρχισα να κλαίω σιωπηλά όσο αυτός μου χάιδευε τα μαλλιά.
"Ουάου" είπε "Τόσο χάλια φιλάω;"
Άρχισα να γελάω μαζί του.
"Λοιπόν" είπε "τουλάχιστον το πρώτο σου φιλί θα είναι δικό μου. Δε θα με ξεχάσεις έτσι."
"Ποτέ" απάντησα και τον κοίταξα "γιατί θα γυρίσω πίσω. Το πρώτο μου φιλί και το τελευταίο μου θα είναι μαζί σου, το υπόσχο..."
"Τέρμα οι υποσχέσεις" είπε και άρχισε να απομακρύνεται οπισθοχορώντας "Απλά... γύρνα εντάξει; Θα περιμένω. Μην βρεις κανέναν εκεί και με ξεχάσεις."
"Όχι" είπα και χαμογέλασα αχνά "και εσύ μη με αντικαταστήσεις!"
"Μου πήρε δέκα χρόνια να σε αγαπήσω και να σε καταλάβω τόσο όσο σε έχω Κιμ. Θα μου πάρει τα διπλάσια να σε ξεχάσω και άλλα δέκα να αγαπήσω άλλη. Κι αν δεν έχεις επιστρέψει μέσα σε τριάντα χρόνια, αμφιβάλλω αν θα νοιάζεσαι πια για μένα, προφανώς θα είσαι βασίλισσα ή κάτι τέτοιο..."
"Άρα αυτή είναι η προθεσμία μου;" γέλασα "Έχω τριάντα χρόνια;"
"Ακριβώς!" φώναξε από μακριά καθώς έφευγε "και ο χρόνος ξεκινά από... τώρα!"
Γέλασα και ξαφνικά άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Έπεσα στα γόνατα και έκλαψα. Ότι πιο σημαντικό για μένα είχε μόλις φύγει περπατώντας μακριά μου και εγώ δε το εμπόδισα.
Μου έμεναν τριάντα χρόνια...

Candidate {TYS17}Where stories live. Discover now