Πρόλογος

858 64 20
                                    

"Τι ακριβώς νομίζεις ότι κάνεις;" μου είπε οργισμένα.
Είχε καρφωμένα αυτά τα γαλάζια μάτια πάνω μου. Πάντα σιχαινόμουν τα γαλάζια μάτια. Τα είχα συνδέσει με την μοναδικότητα, με ανθρώπους που γεννήθηκαν όμορφοι, τυχεροί πλούσιοι, κακομαθημένοι. Είχα ακριβώς έναν τέτοιο άνθρωπο μπροστά μου.
Οι πέντε φύλακες μου στεκόντουσαν γύρω μου, ένας στο κάθε πλευρό μου και τρεις να περικυκλώνουν αυτό το αβοήθητο πλάσμα. Θα μπορούσα να είχα λυπηθεί έστω και λίγο. Θα μπορούσα να νιώθω ενοχές. Και όντως ένιωσα. Απλά η αίσθηση του ότι κάνω το σωστό ήταν ισχυρότερη.
"Σου δίνω μια ευκαιρία. Παραδώσου και θα είμαι επιεικής. Αντί να αποκεφαλιστείς, θα σαπίσεις στην φυλακή."
"Δίκαιο μου ακούγεται" απάντησα με σταθερή και σιγανή φωνή "και θα δικαστώ για τα εγκλήματα μου. Θα δεχτώ την όποια τιμωρία μου. Αλλά μόνο όταν θα ζω σε έναν δίκαιο κόσμο."
Το φεγγάρι έλαμπε πάνω από το κιόσκι του κήπου στο οποίο βρισκόμασταν. Κήπος. Τι ειρωνία. Ο κήπος ήταν μεγαλύτερος από το ίδιο το πάρκο Γέλοουστοουν.
Βρισκόμασταν μέσα σε ένα ανοιχτό δωμάτιο στο μέγεθος της σάλας χορού μέσα στο παλάτι. Το όλο κτίσμα ήταν φτιαγμένο από μάρμαρο, με μια τεράστια σκαλιστή στέγη να δεσπόζει πάνω από τα κεφάλια μας. Θεόρατες κολώνες, διακοσμημένες με αναρριχητικούς κισσούς να τις περικυκλώνουν εμπόδιζαν την στέγη από το να συγκρουστεί με το μαύρο γρανιτένιο πάτωμα. Τα κενά ανάμεσα τους τα κάλυπταν λεπτές, λευκές αραχνοΰφαντες κουρτίνες, που έμοιαζαν σχεδόν αόρατες μέσα στο μπλε βελούδινο σκοτάδι.
Ο χώρος, αν και τεράστιος ήταν εντελώς άδειος. Σαν ναός. Εξάλλου αυτό δεν ήταν; Ένα κατασκεύασμα φαινομενικά φτιαγμένο για δεξιώσεις, ενώ στην πραγματικότητα ήταν χτισμένο για να μας δείξει το μεγαλείο των βασιλέων μας, τον λόγο που πρέπει να τους σεβόμαστε μοιρολατρικά.
Αλλά εγώ είχα αφήσει πίσω μου αυτό το κεφάλαιο. Είχα τελειώσει με το να λατρεύω ανθρώπους.
"Και πιστεύεις ότι εσύ μπορείς να επιφέρεις την δικαιοσύνη; Ότι η δύναμη της εξουσίας δε θα σε διαφθείρει; "
"Φυσικά και θα με διέφθειρε. Για αυτό δεν σχεδιάζω να την αποκτήσω" απάντησα με τα χέρια μπλεγμένα μπροστά μου.
"Νομίζεις ότι μπορείς να τα αλλάξεις όλα. Εσύ είσαι μια, και υπάρχουν άλλες εφτά αυτοκρατορίες, άλλες εφτά βασιλικές οικογένειες, άλλοι εκατό τουλάχιστον άνθρωποι που δε θα εγκαταλείψουν ποτέ τους θρόνους και τα αξιώματα τους!"
"Αλλά εγώ έχω κάτι που εκείνοι δεν έχουν. Την εμπιστοσύνη και την δύναμη του λαού. Και τι είναι ένας βασιλιάς χωρίς ανθρώπους να εξουσιάζει;"
"Θα στρέψεις δέκα δισεκατομμύρια άτομα ενάντια στους άρχοντες που ορίζουν την μοίρα τους; Είσαι ανόητη! Οι άνθρωποι είναι δειλοί. Και οι βασιλείς πέρα από τους αρχηγούς τους, αντιπροσωπεύουν τους φόβους τους. Ακόμα και τώρα, είναι διαθετημένοι να προδώσουν τους πάντες για να μείνουν ασφαλείς."
"Όσο κι αν αρνείσαι να το παραδεχτείς, γνωρίζεις ότι κρυφά όλος ο λαός της Αμερικής με υποστηρίζει. Έχω ήδη τρια δισεκατομμύρια με το μέρος μου. Χρειάζεται μόνο μια αφορμή για να με υποστηρίξουν ανοιχτά. Το παιχνίδι μόλις ξεκίνησε."
Γύρισα την πλάτη μου και ξεκίνησα να βαδίζω αργά.
"Ο κόσμος είναι διεστραμμένος! Φοβισμένος! Κανείς δεν είναι πρόθυμος να συνεργαστεί για έναν απώτερο σκοπό!"
Σταμάτησα και γύρισα ελαφρώς το πάνω μέρος του σώματος μου προς τα πίσω. Κοίταξα για μια τελευταία φορά αυτά τα γυαλιστερά γαλάζια μάτια στο χρώμα του πάγου, τόσο ανοιχτόχρωμα που έμοιαζαν άσπρα.
"Ένα τελευταίο μάθημα: αυτό που με καθιστά διαφορετική από εσένα και όλους τους άλλους, που θα με κάνει νικήτρια είναι το ότι δε θα χάσω ποτέ την πίστη μου στους ανθρώπους."
Από εκεί που βρισκόμουνα, μπορούσα να δω το παλάτι, περίπου τριακόσια μέτρα μακριά. Κανονικά θα έπρεπε να υπάρχουν φρουροί σε κάθε σπιθαμή του. Απόψε όμως, κανένας δε βρισκόταν εκεί για να σώσει το θύμα μου. Κανείς δε θα ήταν μάρτυρας. Εξάλλου όλοι γνώριζαν τι ήθελα να κάνω απόψε. Και δε θα με εμπόδιζαν. Γιατί αυτό επιθυμούσαν. Τον θάνατο ενός τυράννου.
Γύρισα την πλάτη μου και σήκωσα το αριστερό μου χέρι. Δύο από τους φύλακες μου στάθηκαν δίπλα μου. Οι τρεις έμειναν πίσω.
Έβαλα την κουκούλα της κάπας μου και ξεκίνησα να περπατάω αργά. Αυτό ήταν το σύνθημα.
Βγήκα από το κιόσκι ανέκφραστη ενώ πίσω μου ακουγόταν μυξοκλάματα και παρακάλια.
Σπουδαίος μονάρχης, σκέφτηκα.
Ξαφνικά ακούστηκε ο ήχος της λεπίδας που ξεσκίζει σάρκα και ουρλιαχτά τόσο απάνθρωπα που ήθελα να καλύψω τα αυτιά μου.
Μετά ένας πυροβολισμός, ο ήχος του κρανίου που ανοίγει και τέλος... ησυχία.
Ήξερα πως στο παλάτι αυτό τον ήχο περίμεναν, έχοντας στήσει αυτί από όπου μπορούσαν. Σιγά σιγά τα φώτα άρχισαν να σβήνουν.
Συνέχισα να περπατάω, το μακρύ μεταξωτό πράσινο μου φόρεμα να κυματίζει από το βραδινό αεράκι στους αστράγαλους μου, η κουκούλα της μαύρης κάπας μου να κρύβει το πρόσωπο μου.
"Και τώρα τι γίνεται Λαίδη Κίμπερλι;" ρώτησε ένας από τους φρουρούς μου.
"Τώρα" απάντησα καλοσυνάτα "αυτοσχεδιάζουμε..."

Candidate {TYS17}Место, где живут истории. Откройте их для себя