Πρόλογος

4.4K 486 375
                                    

"It's better when you're with me, but that's better left unsaid"

-Bad Omens
—————————•————————

ΠΆΤΗΣΕ ΑΠΟΣΤΟΛΉ στο μήνυμα κι άφησε το κινητό της αναποδογυρισμένο στο γραφείο της.

Σκέφτηκε πως πάντα το άφηνε ανάποδα, χωρίς να γνωρίζει τον αληθινό λόγο. Το μόνο για το οποίο ήταν σίγουρη, ήταν πως οι γονείς της νευρίαζαν κάθε φορά με αυτήν την κατάσταση.

Κι οι ερωτήσεις σύννεφο. Εκείνο το «τι μας κρύβεις», να, εδώ της καθόταν, την εμπόδιζε, την έπνιγε. Εκείνη η καταραμένη μανία τους, εκείνες οι περιεκτικές μονότονες απαντήσεις της, που περικλείονται, ακόμη και σήμερα σε μία λέξη, σε ένα βαρετό τίποτα.

Και κάθε φορά το ίδιο ψέμα.
«Τίποτα»

Η αλήθεια φάνταζε δύσκολη και επώδυνη.

Το κουδούνι χτύπησε. Άνοιξε την πόρτα. Το μελαγχολικό, αλλά γαλήνιο, πρόσωπό του συνάντησε το δικό της. Ήταν ασφαλής.

«Γεια» είπε χαμογελώντας και παίρνοντας την αγκαλιά, ένας χτύπος της χάθηκε

Δεν μίλησε. Της άρεσε απλά να τον κοιτάει, να χαζεύει την προσωποποιημένη τελειότητα του.
Τον τράβηξε από το χέρι και τον οδήγησε στο δωμάτιο της.
Έκατσε στο γραφείο της και απλά, συνέχισε το διάβασμα της.

Ανάπνευσε, σκέφτηκε.

Εκείνος ξάπλωσε απαλά και διακριτικά στο κρεβάτι της. Κοιτούσε γύρω του όλα τα παιχνίδια της κοπέλας. Χάζευε τα μαλλιά της. Ήταν πιασμένα σε εναν ανέμελο κότσο, μερικές τρίχες πετούσαν δώθε, μα δεν τον ένοιαζε. Ήταν όμορφη.

Μικρά ξύλινα ροζ σπιτάκια, μεγάλοι και μικροί αρκούδοι στόλιζαν κάθε γωνιά του δωματίου της. Οι πορτοκαλί βαμμένοι τοίχοι στολισμένοι με χρωματιστές νεράιδες. Μα, να ένα μόνο του έκανε εντύπωση.

Εκείνες οι κούκλες. Τόσες πολλές. Αμέτρητες. Τρόμαζε στην ιδέα πως όλες αυτές τον κοιτούσαν. Κάθισε να τις μετρήσει. Όλες, μια προς μια.

Εβδομήντα.
Εβδομήντα μία.
Εβδομήντα δύο;

Μήπως είχε χάσει το μέτρημα; Ένιωθε ότι κάτι είχε κάνει λάθος.

Μα, γιατί έχει τόσες πολλές κούκλες; Είναι μεγάλη κοπέλα για παίζει μαζί τους. Πήρε την απόφαση να τη ρωτήσει. Σηκώθηκε απότομα από κρεβάτι, διαλύοντας και σπάζοντας την ηρεμία. Η τρικυμία δεν αργούσε.

«Γιατί κρατάς όλες αυτές τις κούκλες;»

Ο τόνος της φωνής του απαλός, βαθύς, αλλά εκείνη ταράχτηκε με το είδος της ερώτησης του. Κανείς δεν την είχε ρωτήσει κάτι παρόμοιο. Δεν καταλάβαινε πού το περίεργο. Ίσως να μην γνώριζε κιόλας;

«Δεν ξέρεις ποιες είναι αυτές οι κούκλες;» ρώτησε σχεδόν ψιθυρίζοντας, δίχως να σηκώσει το βλέμμα της από το βιβλίο της. Προτιμούσε να μην τον αντικρίσει. Γνώριζε καλά τι θα ακολουθούσε.

«Νομίζω, τις έχει και η αδερφή μου, είναι αυτές οι -» τον διέκοψε

«Μπάρμπι» απάντησε εκείνη και σώπασε

«Ναι, σωστά, Μπάρμπι λέγονται»

Παύση. Επώδυνη, άβολη παύση.

«Αλλά και πάλι, γιατί τις φυλάς σε αυτό το δωμάτιο; Εννοώ, είναι τόσες πολλές, κάπως τρομαχτικές»

Δίστασε για μια στιγμή. Δεν ήταν σίγουρη για την απάντηση της.

«Ξέρεις, η Μπάρμπι, για όλα τα κορίτσια, είναι κάτι σαν τον ορισμό της τελειότητας. Δεν ξέρω. Μάλλον πάντα ήθελα να της μοιάσω, ίσως με το να την βλέπω, ίσως πνευματικά την αγγίξω, έστω και λίγο» αποκρίθηκε

«Μα, γιατί θέλεις να μοιάσεις, σε αυτήν, σε κάτι πλαστικό; Σε κάτι...σε κάτι ψεύτικο;»

«Ω, δεν το γνώριζες;»

Η απάντηση της κοπέλας σχεδόν ειρωνική. Εκείνος έγνεψε αρνητικά. Ήταν αμφίβολος, αναρωτιόταν.

Η απάντηση έμεινε μετέωρη.

«Οι τέλειες κοπέλες αγαπιούνται πραγματικά»

𝓼𝓵𝓮𝓮𝓹Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα