Κεφάλαιο δέκατο

243 41 8
                                    

Συνέρχομαι. Κοιτάω γύρω μου το τοπίο και επεξεργάζομαι αυτά που βλέπω. Τέτοιο ύφαλο ποτέ δεν είχα ξαναδεί. Σηκώνομαι και περιπλανώμαι στο χώρο. Ξαφνικά,  με κατακλύουν φιγούρες που είναι  σίγουρα γνωστές μου. Η Ντάρια.
Κοκαλώνω στη θέση μου.
- Με απογοήτευσες Νέρις... Ακούγονται οι λέξεις της σαν αέρας. Η Άρβια φυλάει καραούλι λίγο πιο πέρα.
-Τι τρέχει Νέρις; Έχεις αλλεργία στο ανθρώπινο κρέας; Ή μήπως...όχι; Είπε με δόση ειρωνείας και αθωότητας ταυτόχρονα, βάζοντας το κεφάλι της γυναίκας που είχε καταβροχθίσει νωρίτερα την ίδια μέρα, σε απόσταση δύο εκατοστών από το πρόσωπο μου.
-Σταμάτα!! Ουρλιάζω και κάνω πίσω καλύπτοντας τα μάτια μου. Αλλά έπεσα πάνω σε κάποιον. Γυρνάω και βλέπω μετά από καιρό τον νέο ναυτικό, που τόσο είχε κατακτήσει την προσοχή μου τον τελευταίο καιρό. Μου χαμογελάει και νιώθω το αίμα μου να παγώνει. Ο χρόνος σταματά με εμάς να κοιταζόμαστε στα μάτια, και όταν επανήλθε, ο νεαρός είχε εξαφανιστεί. Πριν ανοίξει στα δύο το έδαφος και βυθιστώ στο απόλυτο κενό, ακούω στα αυτιά μου τη φωνή της μητέρας μου.
-Να προσέχεις Νέρις...οι άνθρωποι δεν είναι αυτοί που νομίζεις...
~·~·~·~·~·~·~·~·~·~·~·~·~·~·~·~·~·~·~
Ανοίγω τα μάτια μου και πετάγομαι ουρλιάζοντας από τον ύπνο. Τι στο καλό ήταν αυτό;
Συνειδητοποιώ ότι η Άρβια με παρακολουθούσε απο λίγο πιο πέρα, καθισμένη σε ένα βράχο.
-Ξύπνησες βλεπω! Σε πήρε ο ύπνος μέρα μεσημέρι, πάνω στην άμμο. Φαινόσουν τόσο κουρασμένη...είπε χαμογελώντας. Ξεφυσηξα ανακουφισμένη που όλο αυτό ήταν ένας εφιάλτης. Αλλά τι μπορεί να σήμαινε ; το ολο σκηνικό ήταν πολύ αλλόκοτο. Και ο ναύτης...πραγματικά μου έχει λείψει...
Σταματάω τις σκέψεις μου. Τι σκεφτόμουν ακριβώς ; Γοργόνα με άνθρωπο; Σπουδαία τα λάχανα...
    Αλλάζω εντελώς το θέμα και γυρνάω στην Άρβια.
<< Ξέρεις νομίζω είναι ώρα να αλλάξουμε κατοικία. Πρέπει να μετακινηθούμε. >> λέω σοβαρά.
Η Άρβια δείχνει παραξενεμένη.
<< Ναι αλλά...που να πάμε;>> ρώτησε με φανερή απορία σχηματισμένη στο πρόσωπο της.
<<Θα πάμε όπου είναι ευνοϊκές οι συνθήκες. Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ για πάντα. Έτσι κι αλλιώς αν βρούμε κάποια άλλη Κοινότητα, τότε αξίζει η προσπάθεια να αλλάξουμε μέρος.>> Εξήγησα. Η Άρβια κούνησε το κεφάλι καταφατικά.
Έπειτα από κάποια ώρα αφήσαμε το μέρος όπου μέναμε μέχρι τώρα και κατευθυνθηκαμε ανατολικά. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα ιδέα που θα πηγαίναμε αν δεν βρίσκαμε Κοινότητα κάπου. Ο δρόμος ήταν σίγουρα μεγάλος.
Κολυμπούσαμε για ώρες ατέλειωτες, μέχρι που ζαλιζόμασταν από την κούραση.  Όταν σωριαστήκαμε εξουθενωμενες στην άμμο, ξέραμε ότι έπρεπε να κάνουμε μια στάση.
Ήταν περίεργο το πόσο πολύ είχα δεθεί με την Άρβια μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Την ένιωθα σαν μικρή αδερφή και νομίζω πως και εκείνη με ένιωθε σαν την μεγάλη της αδερφή που την καθοδηγεί και είχε ήδη λάβει πολύ σημαντική θέση στην καρδιά μου.
Κάναμε μια απόπειρα να κοιμηθούμε αλλά ο εφιάλτης δεν έφευγε από το μυαλό μου. Σηκώθηκα για να κολυμπήσω λιγάκι τριγύρω και να ξεμουδιάσω. Πρόσεξα να μην ξυπνήσω την Άρβια και ξεκίνησα την μικρή βόλτα μου.
Επικρατούσε σκοτάδι και δεν ακουγόταν τίποτα, εκτός από τον υποθαλάσσιο ήχο των κυμάτων που φουσκώνουν και αδειάζουν  εις την αιωνιότητα.
Έκατσα σε έναν βράχο και αφουγκράστηκα κλείνοντας τα μάτια μου. Τι όμορφα που είναι εδώ... Ένιωθα τόσο οικεία, σαν να μην με ένοιαζε τίποτα πλέον, καμιά έγνοια ή προβληματισμός.
Η μορφή της μητέρας μου έκανε την εμφάνιση της και χαμογελώντας μου χάιδεψε το κεφάλι, με φίλησε στο μέτωπο και εξαφανίστηκε μαγικά. Η αύρα που εξέπεμπε το πνεύμα της ήταν σαν να είχε απομείνει στο απόλυτο σκοτάδι του ωκεανού.
Ευτυχισμένη και με μια ελπίδα μέσα μου πήγα να κοιμηθώ δίπλα στην Άρβια. Καληνύχτα μαμά...

Deadly melodiesDonde viven las historias. Descúbrelo ahora