Κεφάλαιο Τρίτο

349 48 1
                                    

Με ταχύτητα φωτός, έστριψα και κρύφτηκα πίσω από κάτι μεγάλους βράχους. Κάνε να μην με δει, σε παρακαλώ. Η Τάρα στάθηκε ακίνητη, αφουγκράστηκε και έπειτα από λίγο γύρισε και έφυγε. Ξεφύσυξα γεμάτη ανακούφιση. Έβγαλα προσεκτικά το κεφάλι μου από τα πλάγια του βράχου, σιγουρεύοντας ότι δεν υπήρχε κανείς τριγύρω. Είχα πάρει τον δρόμο για τον ύφαλο, όταν πίσω μου άκουσα μια βαριά,λαχανιασμένη ανάσα. Η Ντάρια. «Νέρις!» Φώναξε και έπειτα άρπαξε τον ώμο μου. «Πού ήσουν; Κόντεψα να πεθάνω από την αγωνία! Τι έγινε;;» Εγώ απλά αναστέναξα. Να της το έλεγα;
«Άκου Ντάρια...η αλήθεια είναι πως...»Τα μάτια της Ντάρια είχαν γίνει σαν τεράστια μαργαριτάρια. «Σε είδα που άρπαξες έναν ναύτη! Τι έγινε έπειτα από αυτό;;» ρώτησε με μια δόση θυμού, που την κράταγα σε αγωνία. «Βασικά...εμ...όντως τον άρπαξα αλλά έπειτα...τον...έσωσα...;» είπα περιμένοντας την αντίδρασή της. Εκείνο το βλέμμα που μου έριξε όταν της το είπα με έκανε να το μετανιώσω πικρά.
-Τον...έσωσες; Έδειχνε έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Νέρις, ξέρεις τι σημαίνει αυτό...» Σαφώς και ήξερα. Έστρεψα το βλέμμα μου προς το έδαφος. Ντράπηκα που απογοήτευσα τόσο την Ντάρια. Για ένα διάστημα λεπτών δεν μίλαγε καμιά μας. «Λοιπόν...ας ελπίσουμε ότι η Τάρα δεν θα το έχει μεταδώσει στης Αρμόδιες Αρχές...» έσπασε την σιωπή η Ντάρια. Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. Έπειτα, η Ντάρια γύρισε την πλάτη και έφυγε. Ακολούθησα το παραάδειγμά της.
Το επόμενο πρωί ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από τα σύννεφα. Ήταν σκοτάδι στον βυθό, σαν νύχτα. Αποφάσισα να κάνω κάτι παράτολμο. Ήταν υπερβολικά επικύνδυνο, δεν μπορούσα να συγκρατηθώ όμως. Πήρα μια βαθιά ανάσα και άρχισα να κολυμπάω προς την επιφάνεια. Μόλις βγήκα η μισή έξω, είδα ότι περίμενα να δω εξαρχής. Είδα εκείνη την βάρκα, που ήταν εκείνος μέσα. Διέκρινα αίματα στα τοιχώματα της βάρκας, από την χθεσινή επίθεση. Στοίχημα ότι έχασαν πάνω από το μισό πλήρωμα...Φρίκη. Δεν ήξερα αν εκείνος είχε ξαναβρεί την βάρκα από τότε που τον άφησα στη νησίδα. Αλλά έλπιζα να ήταν εκεί. Έκανα μια γρήγορη βουτιά και έφτασα την βάρκα. Ήταν επικύνδυνο να είμαι έξω από την επιφάνεια, οπότε παρακολουθούσα το μέρος της που βρισκόταν κάτω από το νερό. Είχε φινιστρίνια, οπότε άρχισα να κρυφοκοιτάζω μέσα τους, με την ελπίδα ότι θα είναι μέσα σε κάποιες από αυτές τις καμπίνες. Άμα σε δει έστω ένας την έχεις βάψει, είπα στον εαυτό μου και έριξα μια κλεφτή ματιά από το πρώτο παραθυράκι. Ήταν δύο χοντροί τύποι που άνοιγαν μια σαμπάνια. Τι βλάκες, έχασαν τους μισούς τους συμπατριώτες και ανοίγουν σαμπάνια...Τι ηλίθιοι που είναι οι άνθρωποι. Συνέχισα γρήγορα στο επόμενο φινιστρίνι. Ήταν μια γυναίκα, που ακόνιζε το ξίφος της. Κολύμπησα στα μουλωχτά και κοίταξα το επόμενο φινιστρίνι. Άδεια η καμπίνα. Πήρα μια βαθιά ανάσα, χάνοντας την ελπίδα ότι θα είναι στην τελευταία καμπίνα. Κοίταξα στα πλάγια του παραθύρου εκτίθοντας μόνο τα μάτια μου. Ντουκ ντουκ. Η καρδιά μου χτύπησε τόσο δυνατά που την άκουσα στα αυτιά μου. Κρύφτηκα κάτω από το φινιστρίνι και κρατήθηκα από τα τοιχώματα της βάρκας. Βαραναίσανα. Αυτός είναι.

Deadly melodiesΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα