Κεφάλαιο έκτο

290 45 8
                                    

Οι Υπεύθυνες με συνόδεψαν έως τα σύνορα της Κοινότητας. Η Κοινότητα περιλαμβάνει τους υφάλους και γενικότερα τα μέρη όπου κατοικούν οι Σειρήνες. Στο κεφάλι μου στριφογύριζαν σκέψεις και λόγια. Μόλις οι Υπεύθυνες εξαφανίστηκαν πάλι μέσα στις πύλες της Κοινότητας, σωριάστηκα σε έναν βράχο. Το πρώτο δάκρυ δεν άργησε να φανεί, μέχρι να εξελιχθεί σε γοερό κλάμα.
Και εδώ φτάνει η ώρα που θα εξηγήσω την ιστορία μου μέχρι και τώρα και το μυστικό που σημάδεψε τη ζωή μου.
Όλα άρχισαν όταν ήμουν πέντε χρονών. Τότε οι γονείς μου ήταν ακόμα ζωντανοί και ήμασταν μια χαρούμενη οικογένεια. Η μητέρα μου ήταν από τα άτομα που θα την έβλεπες πάντα χαμογελαστή, σε όποια κατάσταση και να ήταν. Ο πατέρας μου ήταν επίσης χαρούμενος σαν προσωπικότητα, αλλά πολύ αγχώδης και έχανε τον έλεγχο της συμπεριφοράς του σε άσχημες στιγμές.
Μια μέρα, οι γονείς μου ήταν απασχολημένοι με κάποια δουλειά, ίσως ήταν σε κυνήγι, δεν θυμάμαι καλά. Ήμουν μόνη μου και βαριόμουν πολύ. Αποφάσισα να πάω να "εξερευνήσω" λίγο για να απασχοληθώ. Πρέπει να κολυμπούσα πολλή ώρα, να βγήκα έξω από τα σύνορα της Κοινότητας, γιατί τα νερά είχαν αρχίσει να θερμαίνονται περισσότερο και ήταν πιο φωτεινά. Χωρίς να το καταλάβω, είχα φτάσει σε αρκετά ρηχά νερά. Εκεί που έψαχνα ανέμελη για κανένα κοχύλι, συνέβη κάτι που άλλαξε τη ζωή μου ολοκληρωτικά. Βυθίστηκε στο νερό ένα μικρό κορίτσι, στην τότε ηλικία μου. Πνιγόταν.
Ήξερα απο ακόμα μικρότερη ηλικία ότι απαγορεύεται να σώζουμε ανθρώπους. Είναι ένας από τους Ιερούς μας κανόνες. Παρόλα αυτά, δεν μπορούσα να αφήσω το συνομήλικο μου κοριτσάκι να πνιγεί. Ήταν απλώς κατι αδύνατον. Έτσι λοιπόν, την άρπαξα και την τράβηξα στην επιφάνεια, ενώ ταυτόχρονα την κατηύθυνα προς τα ρηχά. Πρέπει να μην με κατάλαβε, γιατί είχε χάσει τις αισθήσεις της. Όταν τέλειωσα με εκείνη την μοιραία διάσωση, συνειδητοποίησα ότι όλη εκείνη την ώρα με παρακολουθούσαν οι γονείς μου, που με έψαχναν. Δεν εχω ντραπεί περισσότερο στη ζωή μου. Με μάλωσαν πάρα πολύ, σε σημείο που έκλαιγα με λιγμούς. Κάποια στιγμή η κατσάδα τους διακόπηκε από την θεία μου, που ήρθε και εκείνη κλαίγοντας και είπε στη μαμά μου ότι έπρεπε να πάει στο δάσος με τα πολύχρωμα κοράλλια, γιατί ο γιος της είχε αρρωστήσει βαριά. Αυτό ήταν διότι τα κοράλλια του συγκεκριμένου δάσους έχουν ιατρικές ιδιότητες και από αυτά παράγεται ένα πολύ ισχυρό αντίδοτο. Οι γονείς μου με κοίταξαν με ενα βλέμμα απογοήτευσης και θυμού και έφυγαν για το δάσος. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που τους είδα. Αποδείχθηκε πως στον δρόμο τους δέχθηκαν επίθεση απο καρχαρίες.
Να με λοιπόν, ένα πεντάχρονο ορφανό στον απέραντο ωκεανό. Φίλους τότε δεν είχα, αν δεν είχα γνωρίσει την Ντάρια λίγο καιρό αργότερα θα είχα πεθάνει από την μοναξιά και τη στενοχώρια.
Το θέμα είναι πως η διάσωση που είχα κάνει με είχε σημαδέψει για τα καλά. Από τότε λοιπόν, δεν έχω πνίξει ποτέ άνθρωπο και επίσης είμαι σίγουρα η μόνη Σειρήνα που δεν έχω φάει ποτέ άνθρωπο, ακριβώς επειδή εκείνη η μέρα είχε πάνω μου πολύ μεγάλη επίδραση.
Και κάπου εδώ εμφανίζεται η Ντάρια στη ζωή μου, το άτομο που εμπιστεύτηκα και αγάπησα σαν αδερφή μου. Στην ηλικία των έντεκα της εκμυστηρεύτηκα το μυστικό μου και από τότε με βοηθά και με στηρίζει σαν πραγματική φίλη.
Αυτή λοιπόν είναι η ζωή μου. Μπορεί να ήταν σκληρή η απώλεια των γονιών μου και γενικά να μην είχα αυτό που λέμε την τέλεια ζωή. Ήμουν από πολύ μικρή στα δύσκολα.
Οι σκέψεις μου ξαφνικά διακόπτονται από έναν ήχο πίσω από κάτι φύκια. Αναστατώνομαι και κρύβομαι πίσω από τον βράχο όπου καθόμουν. Ήταν απλώς ενας ιππόκαμπος. Έλα τώρα. Σοβαρολογείς;
Αρχίζω να περιπλανιέμαι στον χώρο. Στην εξορία. Μάλιστα. Στην εξορία επειδή είμαι διαφορετική.
Τόσο κακό είναι πια να είναι ευαίσθητος κανείς;

Deadly melodiesΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα