Κεφάλαιο έβδομο

285 41 15
                                    

Ξύπνησα και είδα τον εαυτό μου σωριασμένο στα χαλίκια. Ζαλισμένη ακόμα σηκώθηκα και κοίταξα γύρω μου, ανακαλώντας τα γεγονότα της προηγουμένης ημέρας στη μνήμη μου. Αποφάσισα να αρχίσω να κολυμπάω ώσπου να βρω κάποια άλλη Κοινότητα ή ένα μέρος για να μείνω προσωρινά. Σπουδαία.
Έπειτα από πολλές ώρες περιπλάνησης συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν ακόμη στην μέση μιας ατελείωτης ερημιάς. Είχα αρχίσει επίσης να πεινάω, όποτε έψαξα για κανένα φαγώσιμο φύκι. Έψαχνα αρκετή ώρα, αλλά βρήκα μόνο δηλητηριώδη. Τέλεια. Η ζωή σου ειναι φανταστική, Νέρις, σκέφτηκα. Αφού έμεινα για κάποια δευτερόλεπτα να κοιτάω το απέραντο κενό, διέκρινα κάτι στο βάθος. Ήταν πύλες.
Κολύμπησα με αστραπιαία ταχύτητα πιο κοντά και συνειδητοποίησα πως ήταν τα σύνορα μιας άλλης Κοινότητας. Άρχισα να φωνάζω για να με ακούσει κάποιος που μπορεί να περνούσε από μέσα. Τίποτα. Ύψωσα τον τόνο της φωνής μου. Καμία ανταπόκριση. Ξάπλωσα απογοητευμένη πάνω σε έναν βράχο, έτοιμη να βάλω τα κλάματα. Αποφάσισα παρόλα αυτά να συνεχίσω την πορεία μου.
Είχε βραδιάσει όταν έφτασα σε ένα σκοτεινό μέρος, μια απόλυτη ερημιά, που κατά τη γνώμη μου,ήταν αρκετά τρομαχτική για να σε κάνει να βάλεις τα πόδια. Ειλικρινά δεν είχα ξαναδεί ποτέ κάτι τέτοιο. Είχα ανατριχιάσει όταν έκανα να φύγω, αλλά με σταμάτησε ένας θόρυβος. Κοκάλωσα στη θέση μου. Οι σκέψεις έπεφταν σαν βροχή. Τι υποτίθεται πως ήταν αυτό;; Τρομοκρατημένη γύρισα πίσω από τον ώμο μου. Δεν υπήρχε ψυχή. Συνέχισα να κολυμπάω αρκετά αργά.
-Πσστ! Ακούγεται μια φωνή, κάνοντας με να ουρλιάξω. Γυρνάω απότομα και βλέπω μια μικρή Σειρήνα, που ήταν περίπου στην ηλικία της Μαρίν. Είχε μακριά ξανθά μαλλιά, μεγάλα γαλανά μάτια και μια μικρούλα πράσινη ουρά. Έμοιαζε σαν να έκλαιγε.
-Συγγνώμη αν σε τρόμαξα...με λένε Άρβια... Είπε ντροπαλά.
-Γεια σου, είμαι η Νέρις! Είπα προσπαθώντας να είμαι φιλική, παρόλο που δεν είχα ξεπεράσει ακόμα το σοκ. Είσαι εντάξει; Φαίνεσαι λιγάκι...σαν να κλαις.
Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της Άρβια. Έτρεξα κοντά της.
-Τι συμβαίνει; Έγινε κάτι; Είπα προσπαθώντας να την πάρω στην αγκαλιά μου. Με κοίταξε με τα μεγάλα μάτια της.
-Απλά...έχασα τους γονείς μου! Μπήκαν μέσα σε εκείνη τη σπηλιά και δεν έχουν βγει εδώ και πολλή ώρα! Και επιπλέον φοβάμαι να πάω να κοιτάξω μόνη μου! Είπε με αναφιλητά. Με κοίταξε με ένα βλέμμα που παρακαλούσε για βοήθεια.
-Αχ Άρβια, είμαι σίγουρη οτι θα γυρίσουν σύντομα!...Αλλά κοίτα, αν ανησυχείς τόσο, μπορώ εγώ να πάω να κοιτάξω! Πρότεινα , προτού καν σκεφτώ τι είχα μόλις πει. Η Άρβια γούρλωσε τα μάτια της και στο πρόσωπο της σχηματίστηκε ένα τεράστιο χαμόγελο.
- Αλήθεια θα το κάνεις αυτό;; Σε ευχαριστώ τόσο πολύ!! Θα έρθω μαζί σου αν είναι! Είπε και με αγκάλιασε. Την πήρα από το χέρι και κατευθυνθήκαμε προς εκείνη τη σπηλιά. Πήρα μια βαθιά ανάσα και μπήκα μέσα. Ξαφνικά, νιώθω το χέρι μου πιο ελεύθερο.
-Άρβια; Φώναξα. Το μικρό κοριτσάκι είχε σταθεί στην είσοδο της σπηλιάς, ενώ έτρεμε ολόκληρο. Της χαμογέλασα. Πρέπει να ηρέμησε λίγο γιατί μου έπιασε ξανά το χέρι και συνεχίσαμε να κολυμπάμε. Ξαφνικά, είδαμε το θέαμα της φρίκης. Μια θηλυκή Σειρήνα και μια αρσενική, σκοτωμένες η μία πάνω στην άλλη. Ο τόπος γεμάτος αίματα. Σοκαρισμένη ήλπιζα πως αυτοί δεν ήταν οι γονείς της Άρβια. Η σκέψη μου όμως, δυστυχώς επιβεβαιώθηκε όταν η Άρβια κολύμπησε προς τους γονείς της ουρλιάζοντας και άρχισε να θρηνεί και να κλαίει πάνω από τα άψυχα σώματά τους.
Στην τελική, το όλο σκηνικό κάτι μου θύμιζε. Στη σκέψη αυτή, ένα δάκρυ κύλησε και στο δικό μου μάγουλο, σαν να ήθελα και γω να θρηνήσω για τον χαμό των δικών μου γονιών.

Deadly melodiesWhere stories live. Discover now