Chapter 1

12.6K 549 11
                                    

Νιώθω δύο ζεστά χέρια να χαϊδεύουν το πρόσωπο μου. Ανοίγω ελαφρά τα μάτια μου και αντικρίζω τα καταγάλανα της μαμάς μου. Δεν πήρα τα δικά της μάτια, τα δικά μου είναι καστανά.

«Καλημέρα αγάπη μου» Μου λέει η μητέρα μου.

«Καλημερα μαμά.» Της λέω.

Μου αφήνει ένα γλυκό φιλί στο μέτωπο.

«Πρεπει να μιλήσουμε. Πήγαινε να πλυθείς και να ντυθείς και φώναξε με, έχω να σου ανακοίνωσω κάτι.» Μου λέει με ένα ανυσήχο σχετικά βλέμμα.

«Εντάξει» Λέω.

Η μαμά μου σηκώνεται και βγαίνει από το δωμάτιο. Τεντώνομαι και πάω στην ντουλάπα μου. Βγάζω έξω ένα σορτς αθλητικό και μια τιραντε άσπρη μπλούζα. Τα φοράω και κατευθύνομαι προς το μπάνιο, όπου πλένω το πρόσωπο και τα δόντια μου. Όταν πλέον είμαι έτοιμη φωνάζω την μαμά μου.

«Στην την κουζίνα είμαι Σοφία» Μου φωνάζει για να την ακούσω.

Φτάνω στην κουζίνα και κάθομαι στην τραπεζαρία.

«Ο μπαμπάς;» Ρωτάω.

«Είναι στην δουλειά.Λοιπον..»
Λέει καθώς αφήνει στο τραπέζι ένα πιάτο γεμάτο κρέπες και δίπλα την μερεντα.

«Πες μου..» Αναφωνω.

«Λοιπόν αγάπη μου, με τον μπαμπά σου πηραμε διαζύγιο και επειδή δεν έχει πολλές δουλειές στην Ελλάδα θα πάμε να μείνουμε μαζί με τους θείους σου στην Νέα Υόρκη. Το ξέρω πως είναι πολύ δύσκολο και ξαφνικό, αλλά πρέπει να το κάνουμε. Καταλαβαίνεις...»  Μου λεει με ένα βλέμμα όλο στεναχώρια.

«Τι;»
Έχω μείνει άφωνη. Πως θα αφήσω όλους τους φίλους μου εδώ; Και εγω θα φύγω και θα πάω εκεί που δεν ξέρω κανέναν. Ζούσα εκεί μέχρι να εφτά μου. Αλλά τι φίλους μπορείς να κάνεις εκεί μέχρι να εφτά σου;

Πφφ

«Καταλαβε με βρε Σοφία, εδώ δεν έχει πολλές δουλειές και θα είναι καλύτερα εκεί στο υπόσχομαι!» Προσθέτει η μαμά μου.

«Καταλαβαίνω μαμά, απλά είναι αρκετά δύσκολο.. »
Λέω και σηκώνομαι γρήγορα από το τραπέζι χωρίς να φάω.

«Δεν θα φας;»

«Δεν πεινάω. »
Λέω καθώς κατευθύνομαι προς το  δωμάτιο μου και αφού μπω μέσα, κλείνω με δύναμη την πόρτα.

Είπαμε να χωρίσουν αλλά όχι και να μετακομίσω τόσο μακριά. Όλοι μου οι φίλοι; Ο Τζον; Δεν θέλω να τους χάσω. Ξεσπάω σιγανά σε κλάματα. Δεν είναι δίκαιο. Γιατι;

...


Ξαφνικά ακούγονται μερικοί χτύποι στην πόρτα. Ανοίγω τα μάτια μου.
«Ναι;»

Ανοίγει η πόρτα και μέσα μπαίνει ο Τζον. Τι κάνει εδώ;

«Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα; Εσύ κοιμάσαι μέχρι αργά. »Του λέω.

«Με κάλεσε η μαμά σου. Μου είπε πως δεν είσαι καλά και να έρθω να σου φτιάξω την διάθεση. Είμαι τόσο καλός σε αυτό, το ξέρεις! » Λέει ο φίλος μου ο Τζον.

«Τζον πραγματικά κανείς και τίποτα δεν μπορεί να μου φτιάξει την διάθεση αυτή τη στιγμή... Συγγνώμη»

«Τι μπορεί να είναι τόσο κακό;» Ρωτάει απογοητευμένος.

«Μετακομιζω..» Λέω και γ φωνή μου σπάει στο τέλος.

«Και που πας;» Με ρωτάει.

«Οι γονείς μου χώρισαν, ήταν αναμενόμενο βέβαια, και θα φύγω για πάντα Νέα Υόρκη!»

«Οχι οχι!»
Σηκώνεται και βαράει το χέρι του στον τοίχο, φανερά νευριασμένος και στεναχωρημένος.

My step brother H.S (Υπό Διόρθωση) #Wattys2019BCΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα