Κεφάλαιο 15

406 63 11
                                    

Όταν άνοιξα τα μάτια μου και τον αναζήτησα, είχε ήδη φύγει, απόδειξη της ύπαρξης του στο δωμάτιο ήταν η τσαλακωμένη πλευρά του με το στριμωγμένο μαξιλάρι στην κορυφή του κρεβατιού. Σύρθηκα προς τα εκεί που ήταν ξαπλωμένος, μύριζα την κολόνια του στο μαξιλάρι και στα σεντόνια, τυλίχτηκα με το σεντόνι και έχωσα τα μούτρα μου στο μαξιλάρι.
Μυρίζει Σέργιος, μυρίζει όμορφα.
Έκλεισα τα μάτια και απόλαυσα την γαλήνη που μου προσέφερε η μυρωδιά του. Εκείνο το πρωινό, ετοιμάστηκα ήρεμη, έστρωσα τα μαλλιά μου στο καθρέπτη όσο κοιτούσα την αντανάκλαση μου σε αυτόν. Παρά τα όσα έγιναν το προηγούμενο βράδυ με τον Μακρυγιάννη, είχα το κουράγιο να συνεχίσω, ένιωθα περίεργια μέσα στο στήθος μου, κάτι χτυπούσε πολύ έντονα και με έπνιγε.
Όταν κατέβηκα για πρωινό, ο Μακρυγιάννης ως σύνηθως μασουλούσε (ό,τι μπορεί να μασουλήσει), δίπλα του στεκόταν εκείνος. Ξεροκατάπια. Όταν με αντιλήφθηκε να κατεβαίνω τα σκαλιά με κοίταξε χαιρετώντας με σιωπηλά κουνώντας το κεφάλι του διακριτικά, αυθόρμητα κατέβασα το κεφάλι μου από αμηχανία. Σούφρωσα τα χείλη μου πνίγοντας ένα μικρό χαμόγελο που πήγε να μου ξεφύγει μπροστά στον Μακρυγιάννη.

«Αν θέλεις μπορείς να πας κέντρο να κάνεις μια βόλτα, να ξεσκάσεις λίγο.» πρότεινε ξαφνικά ο Μακρυγιάννης.

«Είμαι εντάξει.» του απάντησα απότομα χωρίς να κάνω οπτική επαφή μαζί του. Ήξερα ότι αν τον κοιτάξω, θα ξεράσω και λυπήθηκα τον κόπο των εργαζόμενων που ετοίμασαν το πρωινό. Ίσως ο Μακρυγιάννης προσπαθούσε να με γλυκάνει με δώρα μετά το χτεσινό, σαν ένα παιδάκι που το μπουκώνεις με γλυκά για να σκάσει.

«Θα σου κάνει καλό. Επιμένω. Θα σε συνοδεύσει ο Σέργιος.»
Σήκωσα το φρύδι μου ελαφρώς δελεασμένη για τη πρόταση που μου έκανε. Δεν μου ακούγεται άσχημο λίγα ψώνια και τσάι στο κέντρο σαν άλλη κυρία Μακρυγιάννη. Όσο έτρωγα με σκυφτό κεφάλι κοίταξα με την άκρη του ματιού μου τον Σέργιο. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς κάνω και γιατί ενθουσιάζομαι τόσο. Αναζητώ την προσοχή του, τον χρόνο μαζί του;

«Εντάξει, αφού επιμένεις...» είπα με ύφος τραβάτε με και ας κλαίω. «Δεν πιστεύω να πεθάνεις μέχρι να επιστρέψουμε και μου στερήσεις αυτή τη χαρά από να το δω;»
Ο Μακρυγιάννης, άφησε με δύναμη το κουταλάκι του καφέ που ανακάτευε στο πιατάκι, όχι τόσο χαρούμενος που πρωί πρωί τον είχα στείλει στον άλλον κόσμο. Αυτός μου τρώει τη ψυχή και εγώ τα χρόνια, it's a win win situation.

Μετά το πρωινό, ξεκινήσαμε με τον Σέργιο για τη πόλη. Προσπαθούσα να είμαι άνετη και χαλαρή γύρω του, να δείχνω την ίδια απάθεια με τη δική του, καθώς προχωρούσαμε, ασυναίσθητα εγώ ήμουν λες και περπατούσα σε αναμμένα κάρβουνα. Ένιωθα ότι κάτι έπρεπε να πω για να σπάσω τη σιωπή, να ξεκινήσω μια χαλαρή συζήτητηση μαζί του.
Μπήκαμε στο αγροτικό, σαν καλό κορίτσι που ήμουν έβαλα τη ζώνη μου και ακούμπησα τα χέρια μου στα γόνατα μου, περιμένοντας νευρικά να ξεκινήσει. Ο χώρος μικρός, εμείς δίπλα δίπλα. Ο Σέργιος έβαλε τη ζώνη του και ξεκίνησε να οδηγάει, έτσι, άνεμελος. Εμένα από δίπλα να με λούζει κρύος ιδρώτας αμηχανίας. Σκέφτηκα να πειράξω το ραδιοφώνο να βάλω μουσική, άπλωσα το χέρι μου να το πειράξω και αμέσως το χέρι του προσγειώθηκε στο χέρι μου. Απέκρουσε τις προθέσεις μου, όπως και το χέρι μου με το χαρακτηριστικό ήχο πλατς. Τράβηκα το χέρι μου τσούζοντας από τη σφαλιάρα που του έδωσε, τον κοίταξα θυμωμένη.
«Πας καλά αγόρι μου;» Ξέρετε τι, διαγράψτε το παραλήρημα ντροπής και αμηχανίας που είχα εξαιτίας του. Είναι αυτός άνθρωπος που θα τον ντραπώ κιόλας;

ΠαραδώσουWhere stories live. Discover now