Κεφάλαιο 8

750 76 11
                                    

Λευκό.
Το φως μπήκε μέσα από τις γρίλιες του παραθύρου, ανοιγόκλεισα τα μάτια μου για να συνηθίσω τις ηλιαχτίδες που έπεφταν πάνω στο πρόσωπο μου. Χασμουρήθηκα και γύρισα πλευρό για να συνεχίσω τον ύπνο μου, μέχρι που ένας έντονος πόνος στο γλουτό μου με έκανε να ξυπνήσω για τα καλά. Οι χτεσινοβραδινές εικόνες του «δασκάλου» Σέργιου να μου τις βρέχει σαν νήπιο έπαιξαν σε φλας μπακ. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και πλησίασα τον καθρέπτη που βρίσκονταν απέναντι. Κατέβασα ελαφρώς το παντελόνι της πυτζάμας μου και με επιτόπια στροφή κοίταξα τη μελανιά που είχε σχηματιστεί, την πίεσα ελαφρώς με το δάχτυλο μου και αμέσως πήρα μια γκριμάτσα πόνου.

«Ανάθεμα τον.» μουρμούρησα.

Όταν κατέβηκα για πρωινό, ο Μακρυγιάννης ήταν σενιαρισμένος, παρφουρμαρισμένος με την εφημερίδα στα χέρια του. Μύριζε κολόνια νυχτολούλουδο aka παππουδίλα από χιλιόμετρα μακριά.

«Καλημέρα σας.» είπα ψυχρά και στα δύο κοράκια που με παραμόνευαν. Κάθισα απότομα στην καρέκλα και αυθόρμητα μου ξέφυγε μια γκριμάτσα πόνου. Ο Σέργιος με κάρφωσε με το βλέμμα του, στα χείλη του είχε σχηματιστεί ένα διακριτικό αλαζονικό χαμόγελο, ξεροκατάπια και κοίταζα το πρωινό που απλωνόταν μπροστά μου με έλαφρως κοκκινισμένα μάγουλα.

Μασούλαγα τη φρυγανιά μου, όσο κοιτούσα το κενό. Ο Μακρυγιάννης απορροφημένος στην εφημερίδα του, που και που έπινε και λίγο από το καφέ του. Ησυχία. Ακουγόταν μόνο ο ήχος από το ξεφύλλισμα της εφημερίδας και το χρίτσι χρίτσι από τη φρυγανιά. Κάποιες φορές έπιανα τον εαυτό μου να κοιτάζει τον Σέργιο, ο οποίος σκεκόταν σαν σκιά πίσω από το Μακρυγιάννη, λες και ήταν ο Godfather να χρειάζεται 24/7 προστασία. Ήταν όμορφος, πολύ όμορφος. Από το χέρι του είδα να κρέμεται μια ασημένια αλυσίδα, τα μαλλιά του ήταν ατημέλητα, αλλά φαινόταν ότι κάθισε μπροστά σε καθρέπτη για να τα επιμεληθεί. Ήταν οι απλές λεπτομέρειες που τον έκαναν ιδιαίτερο, δεν χρειαζόταν να ντυθεί καλά ή φανταχτερά για να ξεχωρίζει. Ειδικά δίπλα στη στολισμένη μούμια, η αντίθεση ήταν κραυγαλέα.

«Σήμερα έχεις όλη τη μέρα να κάνεις ό,τι θες.» έσπασε την σιωπή ο Μακρυγιάννης.
«Δεν ήξερα ότι θα με ενημερώνεις και για το πότε θα έχω ελεύθερο χρόνο.» άφησα την φρυγανιά που μασουλούσα πάνω στο πορσελάνινο πιατάκι. «Θα βγω μια βόλτα στο χωριό.» σηκώθηκα από το τραπέζι και με απαξιωτικό ύφος κοίταξα και τους δύο. «Ελπίζω όταν επιστρέψω να μην σε βρω εδώ-» σταμάτησα για μια στιγμή, κοίταξα στα μάτια τον Μακρυγιάννη. «Συγγνώμη, ξέχασα το αγάπη μου

ΠαραδώσουWhere stories live. Discover now