Κεφάλαιο 6

650 81 17
                                    

Προειδοποίηση ευαίσθητου περιεχομένου που ενδέχεται να προκαλέσει ανεπιθύμητες αντιδράσεις

Θα σας εκμυστηρευτώ κάτι. Δεν κοιμήθηκα καλά εχθές το βράδυ. Μάλλον φταίει που έφαγα τον αγλέορα. Νιώθω το βάρος του χωριού και του κοκορετσιού να με πνίγει. 
Ο Σέργιος κι εγώ μέσα στα δέντρα, το σώμα του πάνω στο δικό μου. Έχει πολύ δυνατά χέρια κι εγώ μια πολύ αδύναμη καρδιά. Έχει κάτι το άγγιγμα του που με κάνει να ξεχνάω ότι δεν είναι για μένα αυτός ο άνθρωπος. Δυο διαφορετικοί κόσμοι. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν ξέρει αν παίζει μαζί μου, μόνος του το είπε ότι αντιδράω, ένα αντιδραστικό παιχνίδι στα χέρια του και το εκμεταλλεύεται. 

«Όμορφα δεν ήταν εχτές;» με ρώτησε η Τασούλα όσο βάζαμε τα φρούτα στα καφάσια. 
«Καλά ήταν.» Χασμουρήθηκα τρίβοντας τα μάτια μου νυσταγμένη. Οι χτεσινοβραδινές σκηνές πετάχτηκαν πάλι στο μυαλό μου, ένα πανηγύρι είπαμε να πάμε ήρθανε τα πάνω κάτω. Εγώ κοντεύω είτε να γίνω νύφη του Κόμη Δράκουλα είτε να γίνω έρμαιο στα χέρια του Σέργιου. Δεν θέλω να τον αντικρίσω, η αμηχανία μου δύσκολα θα κρυφτεί και σίγουρα δεν θα χάσει την ευκαιρία να με τσιγκλήσει. 
Με την άκρη του ματιού μου, τον είδα να έρχεται μαζί με τους επιστάτες. Δεν μελέταγα τίποτα άλλο; 
Συνέχισα τη δουλειά μου, χωρίς να δώσω σημασία στην άφιξη του. 

«Πετράκη, έλα μαζί μου.»  τον είδα να μου κάνει σήμα να πάω προς το μέρος του. 
Τον αγνόησα κάνοντας πως δεν τον ακούω. 

«Πετράκη δεν θα το ξανά πω, έλα μαζί μου.» η φωνή του έγινε πιο βροντερή για να μου επιβληθεί. Οι επιστάτες κοίταζαν και η Τασούλα με σκουντούσε να πάω κοντά του. 

«Α, με φώναξες; Δεν σε άκουσα!»  Το θέατρο της ανήξερης πεταλουδίτσας δεν έπιασε, τον είδα που έσφιξε το σαγόνι του. Το να τον αγνοήσω με αυτό το τρόπο μπροστά σε εργάτες και επιστάτες, ήταν πλήγμα για τον αγέρωχο και φουσκωμένο αντρικό εγωισμό του. Τον πλησίασα ελαφρώς φοβισμένη, τίναξα τα μαλλιά μου από το πρόσωπο ξεφύσηξα και ανασυγκρότησα τον εαυτό μου. Δεν ήθελα να φαίνομαι νευρική μπροστά του και μπροστά στου υπόλοιπους, ήδη είμαι το hot topic της Κουνουπίτσας, στα κανάλια θα βγούμε σε λίγο. 
Τον ακολούθησα μέχρι το αγροτικό του. Εκείνος προχωρούσε μπροστά και εγώ από πίσω κοιτώντας συνεχώς κάτω. 
«Μπες μέσα.» Άνοιξε τη πόρτα και κάθισε στη θέση του συνοδηγού. Εγώ δεν είχα κουνηθεί, στεκόμουν από τη  μεριά του και τον κοιτούσα απορημένη. Κατέβασε το παράθυρο και ακούμπησε το χέρι του πάνω.
 «Δεν άκουσες τι είπα;»
«Που πάμε;»
Απέφυγε το βλέμμα μου. 
«Στον Μακρυγιάννη.» απάντησε κοφτά. 
Με το που άκουσα το όνομα της μούμιας, έκανα μεταβολή και όπου φύγει φύγει. Με γρήγορο βήμα έτρεχα προς τα εκεί που ήρθα, τον άκουσα να βρίζει, να ανοίγει την πόρτα και να την κλείνει με δύναμη. Ξεκίνησε να τρέχει προς το μέρος μου
«Το κέρατο μου.» ξεκίνησα να τρέχω κι εγώ. Η καρδιά μου κόντευε να πεταχτεί από το στήθος μου. Με πλησίαζε όλο και περισσότερο, ο άτιμος στίβο έκανε; Είχε στεγνώσει το στόμα μου από το τρέξιμο και η ανάσα μου βάρυνε, από το άγχος μου να τρέξω γρηγορότερα,  ένιωθα ότι θα πέσω φαρδιά πλατιά στα χώματα. 

ΠαραδώσουWhere stories live. Discover now