Κεφάλαιο 10

571 77 11
                                    

Τα διαμάντια γύρω από το λαιμό μου έμοιαζαν με χλιδάτη θηλιά. Περπατήσαμε τον μεγάλο διάδρομο του ξενοδοχείου που οδηγούσε στην αίθουσα δεξιώσεων.
Ο Μακρυγιάννης μου είχε δανείσει το μπράτσο του, με συνόδευε σαν σωστός κύριος, ο Σέργιος μας ακολουθούσε σιωπηλός, κοιτώντας τριγύρω, από το αυτί του κρέμονταν το ακουστικό της ενδοεπικοινωνίας. Ήταν η πρώτη φορά που τον είδα με κουστούμι, ταίριαζε με το υπόλοιπο προσωπικό ασφαλείας των πλούσιων καλεσμένων. Τον κοίταζα που και που διακριτικά, όχι ότι μου άρεσε ο τρόπος που αγκάλιαζε το μαύρο κουστούμι το στιβαρό κορμί του ή το πως χτένισε τα μαύρα μαλλιά του προς τα πίσω και έβλεπες ξεκάθαρα κάθε γωνία του προσώπου του, όχι ότι από όπου περνούσε οι πλούσιες θείες που συνόδευαν τους πλούσιους θείους τον κοίταζαν σαν ξερολούκουμο, λες και ήταν ο Κέβιν Κόστνερ στο The Bodyguard, όχι μην μπερδεύεστε, κοίταζα από καθαρή περιέργεια.

Σε κάθε βήμα μου το στενό φόρεμα που διάλεξε ο Μακρυγιάννης ανέβαινε ένα εκατοστό, με αποτέλεσμα να το τραβάω κάθε τρεις και λίγο προς τα κάτω. Ο Λάκης Γαβαλάς της Κουνουπίτσας διάλεξε για μένα, ένα μακρύ στενό μαύρο φόρεμα, με αρκετά σφικτό μπούστο για να μην μπορεί αναπνέει ούτε η συνείδηση μου. Τα παπούτσια ήταν διαμαντένια πέδιλα με λεπτό τακούνι και το λουράκι είχε διάμετρο όσο και η τρίχα των μαλλιών μου. Τι μαρτύριο ήταν αυτό που περνούσα, ούτε νερό δεν μπορούσα να πιω, μη και τουμπανιάσει η κοιλιά και φύγει το φερμουάρ σε κανενός το μάτι.

Η άφιξη μας στην εκδήλωση τράβηξε όλα τα βλέμματα, προφανώς ήμασταν σαν το Τσίρκο Μεντράνο: ο παππούς, η τροτέζα και ο φύλακας του γαλαξία από πίσω.
Ξεροκατάπια και αγνόησα τις έντονες ματιές των καλεσμένων, σήκωσα το κεφάλι και προχώρησα πλάι στο Μακρυγιάννη σαν φουσκωμένο παγόνι.
«Άκουσα ότι τη σπίτωσε και του τρώει τα λεφτά.»
«Τσίπα δεν έχει πάνω της;»

Πως κάνουν έτσι; Τα δικά τους λεφτά τρώω;
Ο Μακρυγιάννης (που από ότι φαίνεται δεν θα μάθουμε ποτέ το μικρό του όνομα) χαιρετούσε και έσφιγγε χέρια με γνωστούς και φίλους. Απόρησα για μια στιγμή που είχε φίλους αυτό το άτομο. Με σύστηνε σαν τη σύντροφο του και μια τάση αναγούλας ξεκίνησε να δημιουργείται στο πεινασμένο μου στομάχι. Δεν περνούσα καλά και αυτό φαινόταν στο στραβό χαμόγελο που πίεζα τον εαυτό μου να δείχνει.

«Λεωνίδα! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!» ένας κύριος με κουστούμι και χτενισμένη στο πλάι χωρίστρα πλησίασε όλο χαρά τον Μακρυγιάννη (δε μελέταγα κανά τζόκερ, μάθαμε και το βαφτιστικό του μπουμπούκου).
«Σπύρο πόσο χαίρομαι που σε βλέπω! Η οικογένεια τι κάνει; Όλοι καλά;» ανταπέδωσε τις χαιρετούρες του μίστερ Σπάιρους. Ο Σπάιρους έριξε το βλέμμα του πάνω μου.
«Η γοητευτική κυρία ποια είναι;» ρώτησε ευγενικά.
«Μυρτώ Πετράκη.» απάντησα εξίσου ευγενικά απλώνοντας το χέρι μου για να συστηθούμε.
«Σπύρος Ασημακόπουλος, είμαι χρόνια συνεργάτης με τον Λεωνίδα.»
«Α, πίνετε και εσείς το αίμα του κόσμου; Κρίμα και σας είχα συμπαθήσει.»
Ο Μακρυγιάννης πάγωσε όπως και ο Σπάιρους που τον κοίταξε με ανοιχτό το στόμα.
«Με συγχωρείτε, θα σας αφήσω να τα πείτε με την ησυχία σας.» τους χαμογέλασα ειρωνικά και κατευθύνθηκα προς τις τουαλέτες για να φρεσκαριστώ. Ο Μακρυγιάννης ήταν έτοιμος να εκραγεί αν και διατήρησε τη ψυχραιμία του μπροστά στο φίλο και συνεργάτη του, έτσι κι αλλιώς το μέρος και ο κόσμος δεν του άφηναν περιθώρια για επίπληξη.

ΠαραδώσουWhere stories live. Discover now