Κεφάλαιο 5

855 88 23
                                    

Όλα τα 'χε η Μαριορή, τα πανηγύρια της λείπανε. Δεν λέω μου αρέσουν, με ψυχαγωγούν, αγοράζω και βρακιά, τρώω και σουβλάκια, αλλά με την κατάσταση που επικρατεί για πανηγύρια είμαστε;
Βασικά, ναι, για εκεί είμαστε. 
Η κυρά Λένα είχε ξεκινήσει τον καλλωπισμό τρεις ώρες νωρίτερα,  μάσκες με αγγούρι, συνταγή που είδε τυχαία στη Μενεγάκη,  ρόλεϊ στα μαλλιά με διχτάκι από πάνω σαν υπεύθυνη κυλικείου, κόκκινη ρόμπα λες και πάει στα Όσκαρ. Ο πατέρας μου καθόταν στο καναπέ με τις πυτζάμες και έβλεπε τηλεόραση όσο έτρωγε αχλάδια και εγώ έπαιζα candy crush στο κινητό. 

«Θα αργήσουμε! Θα αργήσουμε!» έτρεχε πανικόβλητη από το ένα δωμάτιο στο άλλο «να βάλω το πράσινο; Όχι με παχαίνει. Το κόκκινο; Το φόρεσα πέρυσι, το μαύρο; Ούτε καν πήγε και πήρε το ίδιο η Μαρίκα και είμαστε σαν δίδυμες.» Επικράτησε στυλιστική παράνοια για τουλάχιστον τρεις ώρες μέσα στο σπίτι για να καταλήξει σε αυτό που έβγαλε πρώτο πρώτο. Το πράσινο. Εν τέλει δεν τη πάχαινε, έφταιγε ο φωτισμός όπως δήλωσε αργότερα στο κοινό της. 

Σκάσαμε μύτη στο πανηγύρι. Όλα τα φώτα πάνω μας. Η κυρά Λένα μεγαλύτερη περηφάνεια ένιωθε στο πλακόστρωτο από ότι η JLo στο κόκκινο χαλί. 
Υπήρχε αρκετός κόσμος, πράγμα που δεν περίμενα, μπράβο η Κουνουπίτσα καλά τα πήγε φέτος στην απογραφή πληθυσμού. Οι πάγκοι είχαν στρωθεί ως εκεί που φτάνει το μάτι μου, πουλούσαν παιχνίδια, γλυκά, ρούχα μέχρι και πλυντήριο είδα. Πιο πέρα είχε στρωθεί το κεντρικό γλέντι, η ορχήστρα έκανε ζέσταμα όσο τα τραπέζια στήνονταν. Έρε γλέντια. 

«Πάμε να χαζέψουμε παστέλια στους πάγκους;» ρώτησα τραβώντας τον πατέρα μου από το μανίκι. 

«Καλέ πια παστέλια, πάμε να πιάσουμε τραπέζι, να βλέπουμε τη πίστα.»
«Γιατί ρε μάνα ο Ρέμος θα έρθει και θα του πετάξεις πανέρια γαρύφαλλα;» 
Μας έσυρε κυριολεκτικά να κάτσουμε πρώτο τραπέζι πίστα στο γλέντι, κοιτούσα τον μπουζουξή στα μάτια, άνετα έφτανα να του δώσω και λίγη πανσέτα να φάει σε περίπτωση που πεινάσει. 

Άβολο. 

Ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται. Η τσίκνα είχε πλημμυρίσει το χωριό, κοιτούσα τριγύρω μου τους γνωστούς και φίλους, όσοι δεν με είχαν πετύχει στο χωριό με χαιρετούσαν εγκάρδια, άλλοι δεν με γνώρισαν μέχρι να δουν τους γονείς μου δίπλα και τη μάνα μου να φωνάζει «Καλέ η Μαρίτσα του Θωμά, πηγαίνατε μαζί στο δημοτικό! Χαιρέτα την!» Η κυρά Λένα φώναζε τόσο δυνατά που μέχρι και οι απόγονοι της Μαρίτσας του Θωμά μας άκουσαν. Τι να κάνω κι εγώ, χαιρετούσα με ένα αμήχανο χαμόγελο. Να αυτές τι κοινωνικές υποχρεώσεις δεν μπορώ. 

ΠαραδώσουWhere stories live. Discover now