«Πως είναι η ζωή σου με την οικογένεια;» θεώρησε το θέμα αρκετά ασφαλές.

Η Μεταξία μισό-γέλασε με το βλέμμα της καρφωμένη ακόμα στις φλόγες.

«Πέθανε το παιδί μου εδώ μέσα.» η απάντηση της σκληρή και ωμή. Τόσο που τον έκανε να κοιτάξει το πάτωμα ξερόκαταπίνοντας.

«Λυπάμαι δεν-»

«Ξέρεις Αντρέα, το παιδί μου το σκότωσαν, δεν πέθανε μόνο του.» τον διέκοψε απότομα. «Όταν το γέννησα ήταν γιομάτο υγεία. Έκλαιγε όπως έπρεπε, ανάσαινε όπως έπρεπε. Όλα τα 'κανε!»

«Τι-τι εννοείς με αυτό;» την ρώτησε.

Και τότε ήταν που εκείνη άφησε την φωτιά και τον κοίταξε. Με μάτια υγρά και μανιασμένα. «Το παιδί μου το σκότωσαν, δεν πέθανε μόνο του.» αποκρίθηκε σιγανά.

Του 'φύγε μιαν ανάσα ηχηρή και τα χείλη του σκίστηκαν στα δυο, έτοιμος να ρωτήσει, να μάθει, να καταλάβει. Αλλά τότε μπήκε στην σάλα η Δαμιανή και όλα θα έπρεπε να τελειώσουν εκεί. Αυτό έδειξε η στάση της Μεταξίας που μεμιάς ίσιωσε και φόρεσε ένα απρόσιτο χαμόγελο.

Έψαξε τον Μπακού στον όντα του και ύστερα στα τείχη μπας και τον είχε πετύχει ο Κοσμάς. Είχε φάει τον μισό Πύργο μετά το προαύλιο και στο τελευταίο μέρος που περίμενε να τον βρει ήταν το μαγεριό εκείνην την ώρα.

«...και του είπα ότι είναι χαζός στη γκλώσσα του και ησυκασα!» τον άκουσε να λέει και ύστερα να ακολουθεί ένα γάργαρο γέλιο, δυνατό και τόσο αγνό, τέτοιο δεν είχε ματακούσει.

Έκανε στην άκρη το ύφασμα στο κατώφλι και τον βρήκε μαζί με την Θεοφανώ που είχε διπλωθεί στην καρέκλα και να γελά. Να γελά όμορφα. Ταράχτηκε με την σκέψη του όλος.

«Αντρέι! Come, Theofano made ladopita!» o Μπακού τον είδε αμέσως.

Η Θεοφανώ μεμιάς σηκώθηκε από την καρέκλα της μαζεύοντας τα χείλη της που είχαν πονέσει από το γέλιο.

«Χρειάζεσαι κάτι;» τον ρώτησε.

«Όχι όχι, τον Μπακού έψαχνα.» της απάντησε και πλησίασε το τραπέζι. «Λαδόπιτα;» κοίταξε την πιατέλα.

«Είναι φρέσκια, μόλις την έβγαλα. Είχαν-είχαν μείνει υλικά και θα τα πετούσαμε και-» έκανε να εξηγήσει περισσότερο, αλλά ο Αντρέι τράβηξε την καρέκλα και κάθησε απέναντι από τον Μπακού.

«Να δοκιμάσω λίγη τότε.» διάλεξε ένα κομμάτι από την γωνία και το γεύτηκε.

Η Θεοφανώ έσκυψε μπροστά, περιμένοντας το πόρισμα. Κοιταξε το κάθε μάσημα του βλεφαρίζοντας κάθε λίγο. Άνοιξε τα χείλη της ίσα που και περίμενε λίγο ακόμα.

Εκείνος ο ΛάσκαρηςOù les histoires vivent. Découvrez maintenant