Part 3

186 11 0
                                    

Το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει γιατί εκείνο το βράδυ είχε αποτύχει να κοιμηθεί. Όλη την ημέρα την πέρασε στους διαδρόμους, τρίβοντας τις πέτρες. Έπρεπε κάθε τόσο να πηγαίνει στο πηγάδι και να τραβάει κι άλλο νερό, κι άλλο νερό. Στο τέλος τέλος πίστεψε ότι η μέση της θα σπάσει λες και ήταν ξεραμένο κλαρί, μα έπρεπε να περιμένει. Να ησυχάσει ο πύργος και ύστερα να προσπαθήσει να ησυχάσει και αυτή.

«Πάρτο αυτό από μπροστά μου.» είπε η Μεταξία στην Θεοφανώ, δείχνοντας τον καβουρμά. «Είσαι ανόητη; Ακόμη να καταλάβεις ότι δεν το τρώω αυτό;»

«Μάλιστα κυρά.» ψέλλισε η Θεοφανώ και πήρε την πιατέλα από τα αριστερά του Κανέλλου που την είχε τοποθετήσει· αρκετά μακριά από τη Μεταξία αλλά φαίνεται όχι τόσο όσο εκείνη ήθελε.

«Μάλιστα είσαι ανόητη;» συνέχισε η Μεταξία άκρως απότομα.

«Έλα Μεταξία, φτάνει. Ούτε που ήταν κοντά σου η πιατέλα.» είπε ο Κανέλλος μασουλώντας το ψωμί του. «Θα λωλαθούμε εδώ μέσα.» σχολίασε και τράβηξε τον καβουρμά προς το μέρος του.

Ο Αντρέι παρακολούθησε την σκηνή σκυθρωπός, το ένιωθε στους μύες του προσώπου του ότι έδειχνε έτσι και προς τα έξω. Δεν καταλάβαινε το πως λειτουργούσε αυτή η οικογένεια, δεν την θυμόταν έτσι. Σάμπως γι'αυτό ο πατέρας του τα είχε παρατήσει όλα.

«Ευχαριστώ.» είπε στην κοπέλα όταν του έριξε κρασί στο ποτήρι του αργότερα που ξαποσταιναν στην μικρή σάλα. Την είδε που άνοιξε τα μάτια της πλατιά στην κουβέντα του και την είδε που ελαφρώς χαμογέλασε και μόνο στο άκουσμα αυτής της απλής λέξης.

Κάπως έτσι έμεινε με τον Κανέλλο και την Μεταξία, αφού ο καπετάνιος πήρε τον πατέρα του στο αναγνωστήριο. Έπρεπε να τελειώσουν τα διαδικαστικά για τους επερχόμενους γάμους του Τζανή και της κόρης του Δραγουμάνου ή κάτι τέτοιο.

«Πωμπώ,» ο Κανέλλος έκρυψε το χασμουρητό του πίσω από την παλαμη του. «Πάω να κλείσω κάνα μάτι γιατί δεν θα ξυπνάω αύριο.» στράγγιξε το κρασί του και με ένα χτύπημα στην πλάτη του Αντρέι, κατευθύνθηκε προς το Νότιο τμήμα του Πύργου.

Η σιωπή που αιωρήθηκε ήταν η μόνη λύση στους δυο σχεδόν αγνώστους. Όσο και να έψαξε στις γωνιές του μυαλού του, ο Αντρέι δεν βρήκε κάτι να μοιραστεί με την κοπέλα, μα απ'ότι φαινόταν ούτε κι εκείνη. Χάζευε τις φλόγες χωρίς να αγγίξει καν το δικό στης κρασί. Το χέρι της ήταν ακουμπιμένο χαμηλά στην κοιλιά της λες και κάτι ένιωθε εκεί πέρα.

Εκείνος ο ΛάσκαρηςWhere stories live. Discover now