•|Τ Ρ Ι Α Ν Τ Α Ε Ν Ν Ε Α

114 16 0
                                    

Η κατάθεση ψυχής θέλει πολλά κότσια.

Οι προσπάθειες της Ναταλίας και του Ανδρέα έπιασαν επιτέλους τόπο.

Η μέρα μπροστά της καταγράφει τα πάντα. Κάθε της έκφραση , κάθε της λέξη , κάθε της παύση , κάθε της κόμμα.

Ο ένας αστυνομικός καταγράφει με προσοχή την μαρτυρία της ενώ ο άλλος κρέμεται από τα χείλη της με χέρια σταυρωμένα.

Τα πόδια της τρεμοπαίζουν.

Ο χαμηλός φωτισμός έχει αρχίσει να την ζαλίζει.

Μα τίποτα δεν μπορεί πια να την σταματήσει.

Οι δυο φίλοι έξω πηγαινοέρχονται στους διαδρόμους ευχόμενοι όλα να πάνε καλά. Περιμένουν πως και πως την τελική επιβεβαίωση.

«Εκείνη την μέρα...» μια ανάσα. Η μνήμη της βουτάει μέσα στα παγωμένα νερά του υποσυνείδητου. «Επέστρεψα σπίτι. Όλα τα πράγματα βρισκόντουσαν στο πάτωμα. Όλα τα γράμματα του πρωην συντρόφου μου πεταμένα ένα ένα και σκισμένα. Και έπειτα , είδα εκείνον.» Τα χείλη της τρέμουν. Παίρνει μια στιγμή για να σκουπίσει το μέτωπο της προσπαθώντας μάταια να διώξει το άγχος της. «Ήταν εκτός εαυτού... δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Ήταν λες και ήξερα τι επρόκειτο να ακολουθήσει...» κατάπιε αργά τα αμάσητα λόγια της. Πονάει η αλήθεια που αφηγείται. Δεν είναι ευχάριστη η θύμηση. Καταριέται τα βάσανα της. «Είχαμε έναν γρήγορο καυγά. Έγινε αμέσως παρά πολύ βίαιος απέναντι μου. Δεν πρόλαβα να κάνω πολλά. Ήταν ξεκάθαρα έτοιμος για αυτό που μου έκανε. Έβλεπα στο βλέμμα του εκείνον! Το ήθελε! Πρώτα με τραβολόγησε , μετά με πέταξε κάτω και με έσυρε από τα μαλλιά...» σχεδόν σκέφτεται να τα παρατήσει. Τα δάκρυα κατρακυλούν καυτά καθαρίζοντας την ντροπή της. Αποφάσισε να δώσει μια ευκαιρία στον εαυτό της. Να σώσει την μικρή Αντιγόνη μαζί με την μεγάλη. Να σταθεί και πάλι όρθια στα πόδια της. Να μάθει ξανά να περπατάει...

«Παρά τις φωνές μου δεν σταμάτησε! Έπαιρνε δύναμη από κάθε μου ουρλιαχτό και παράπονο! Παραιτήθηκα... μέσα μου ήξερα πως δεν πρόκειται να ξεφύγω από αυτό το μαρτύριο. Με πέταξε στο κρεβάτι μου...» κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα αλλού. «Πρώτα με χτύπησε στο πρόσωπο για να με τρομάξει περισσότερο. Ύστερα , ξεκίνησε να βγάζει τα ρούχα μου...» γεύτηκε την αλμυρά. Το κλάμα της είναι άηχο , μα τα δάκρυα της αμέτρητα. «Κρατήθηκα από τα σεντόνια για να αντέξω την ταπείνωση μου. Συνέχισε παρά τα συνεχόμενα παρακάλια μου. Με δάγκωσε , με ταρακούνησε , με τραυμάτισε και ξέσπασε ολοκληρωτικά πάνω μου. Δεν σκέφτηκε λεπτό το λάθος του. Δεν ήταν μεθυσμένος , ήταν πιο νηφάλιος από κάθε άλλη φορά. Ήταν απλά εκείνος... ο ίδιος ο Φοίβος , που όλοι ξέραμε!» Σκούπισε το πρόσωπο της.

The hatred that dries upΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα