•|Τ Ρ Ι Α Ν Τ Α Ε Π Τ Α

133 16 1
                                    

Το μυαλό του ανάποδα.

Είναι έτοιμος να κάνει αυτό που πραγματικά σκέφτεται.

Δεν θα κρατηθεί , δεν θα δείξει κανένα έλεος , αυτός ο μπάσταρδος θα πληρώσει.

Η πίσσα καθαρίζεται από μέσα του. Καταστρέφει από τα σώθηκα του αυτό το μικρόβιο.

Ορμάει ανάμεσα στον κόσμο καταπάνω του.

Τον ρίχνει κάτω και βρίζοντας τον χτυπάει αλύπητα το πρόσωπο του.

Το πρώτο κόκκινο υγρό που εμφανίζεται του γεμίζει την ψυχή.

Αποζητά και άλλο.

Ακόμη και αν πονάνε τα ακροδάχτυλα του από τις γροθιές ευχαριστιέται κάθε ξέσπασμα. Το πνεύμα του μαλακώνει καθώς τον βλέπει να σπάει μα τσιτώνει ακόμη περισσότερο όταν ο χτυπημένος Φοίβος γελάει σαν παγιδευμένος δαίμονας που απολαμβάνει το κακό.

Στην πραγματικότητα γελάει γιατί του αξίζει ακριβώς αυτό που το κάνει.

Ίσως κατά αυτό τον τρόπο η σκληροτράχηλη πέτσα με την οποία άγγιξε την δικιά της να ξεθωριάσει.

Μα δεν είναι τόσο εύκολο! Τίποτα δεν είναι τόσο εύκολο!

Ο κόσμος φωνάζει και διαλύεται σοκαρισμένος.

«Τσογλανι!»

Άνδρες σπεύδουν να σταματήσουν τον αγριεμένο Ανδρέα.

Ο υπεύθυνος του μαγαζιού απειλεί πως θα ειδοποιήσει την αστυνομία.

«Δεν χρειάζεται.» Ο Φοίβος φτύνει το αίμα που έχει καλύψει το στόμα του στο πάτωμα μπροστά σε όλα τα σοκαρισμένα βλέμματα αλλά και κάτω από το σκληρό βλέμμα του Ανδρέα.
«Αδερφέ σε ξυλοκόπησαν.»
«Μου άξιζε!»

Ο Ανδρέας ξεφεύγει από τα χέρια των δυο νεαρών και σπρώχνοντας το τραπέζι και φτάνοντας δίπλα από το πρόσωπο του προφέρει τις τελευταίες του λέξεις.

«Κάνε μου μήνυση!»

Και φεύγει.

Και κανένας δεν έχει σκοπό να τον σταματήσει...

Κάποιοι προσπάθησαν να βοηθήσουν τον χτυπημένο Φοίβο μα εκείνος αρνήθηκε κάθε βοήθεια και σηκώθηκε με το ζόρι για να αποχωρήσει από τον κόσμο.

«Που πας; Πρέπει να σε δει γιατρός!»
«Ξεχνά το!»
«Δεν γίνεται να φύγεις έτσι από το μαγαζί , θα βρω τον μπελά μου.»

The hatred that dries upΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα