Κεφάλαιο 13

11 1 3
                                    

Στα χρόνια που ακολούθησαν, βασιλιάς κατάφερε να επανακτήσει τη δύναμη του. Οι στρατιώτες του Μονόκερου ανακηρύχτηκαν παρίες και καταδιώκονταν. Ο Έβαν δεν μπορούσε πια να γυρίσει ούτε στο χωριό του, ούτε να πάει στο Όλινορ μαζί με τη μητέρα του. Δεν μπορούσε ούτε να τους γράψει για να μην τις βάλει σε κίνδυνο. Δεν ήθελε να πέσει κοπιώ γράμμα του σε λάθος χέρια ούτε αν ξέρουν που βρίσκεται και να τις ανακρίνουν οι στρατιώτες θέλοντας να τον πιάσουν.

Δυο χρόνια μετά την πτώση του Κάιν, ο Έβαν ταξίδευε κοντά στα σύνορα του βασιλείου...

Βρισκόταν σε ένα ξέφωτο. Στα αριστερά του απλωνόταν απέραντη η θάλασσα. Τα μαλλιά του μακριά πλέον, ανέμιζαν απαλά στο αεράκι.  Μπροστά του ακριβώς άναβε μια εστία μαγικής φωτιάς και ευθεία στο ξέφωτο μπορούσε να διακρίνει πολλά σημεία με κόκκαλα μαζεμένα. Ήξερε πια ότι αυτά ενώνονταν και γίνονταν σκελετοί- τέρατα. Έσβησε τη φωτιά με πάγο και τα πλησίασε. Όπως το περίμενε, τα κόκκαλα ενώθηκαν και σχημάτισαν σκελετούς οι οποίοι του επιτέθηκαν. Τους πάγωσε έναν προς έναν και τότε εμφανίστηκε μια μπάλα φωτιάς. Την σήκωσες και την πέταξε για να ανάψει έναν δαυλό ο οποίος στη συνέχεια εμφάνισε ένα στήριγμα στο βράχο πίσω του ώστε να ανέβει με το σχοινί του. Αφού ανέβηκε εκεί συνάντησε έναν ακόμα σκελετό, ο οποίος βρισκόταν ανάμεσα σε δύο διακόπτες δαπέδου, προτού καν προλάβει να παράγει ηλεκτρισμέ για να τον χτυπήσει, ο Έβαν τον πάγωσε μετατρέποντας τον σε παγοκολόνα. Χρησιμοποιώντας αέρα έσπρωξε την παγοκολόνα επάνω στον έναν διακόπτη και ο ίδιος στάθηκε στον άλλον. Μπροστά του εμφανίστηκαν δυο ιπτάμενοι κρίκοι. Ήταν χρυσοί κι είχαν φτερά, στέκονταν όμως σε σταθερά σημεία στον αέρα πάνω από ένα μικρό γκρεμό. Τους χρησιμοποίησε και πέρασε απ' τον έναν στον άλλον με το σχοινί του έπειτα πέρασε απέναντι.

Εκεί πολέμησε με έναν ακόμα σκελετό τον οποίο πάγωσε και έσπρωξε με αέρα για να τον περάσει πάνω απ΄ ένα μικρό ρυάκι. Μπροστά απ' το ρυάκι υπήρχε ένας διακόπτης δαπέδου. Στα αριστερά του Ένα βρισκόταν η σιδερένια πύλη την οποία άνοιγε το διακόπτης. Με τη δύναμη του αέρα η οποία προερχόταν από το χέρι του Έβαν, η παγοκολόνα που ήταν κάποτε σκελετός πέρασε το ρυάκι και στάθηκε πάνω στον διακόπτη. Η πύλη άνοιξε και πίσω της φάνηκε ένας μαύρος ιππότης ο οποίος επιτέθηκε στον Έβαν. Κάρφωσε το σπαθί του στο έδαφος και τότε ένα ρεύμα πάγου προήλθε από αυτό και πέτυχε τον Έβαν Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Γύρω του έβλεπε μόνο πάγο. Είχε μετατραπεί σε παγοκολόνα, σαν τους σκελετούς που πάγωνε ο ίδιος. Έβαλε όμως δύναμη και έσπασε τον πάγο κι ελευθερώθηκε. Κατάφερε να αποφύγει τα υπόλοιπα χτυπήματα πετώντας φωτιά στον αντίπαλο του, η οποία όμως δεν φαινόταν να τον επηρεάζει. Έπρεπε να κάνει διαφορετική επίθεση. Συγκέντρωσε λοιπόν δύναμη επάνω στο σπαθί του, πλησίασε αποφεύγοντας τον πάγο και απελευθερώσω τη δύναμη πετυχαίνοντας ένα χτύπημα το οποίο μεταμόρφωσε τον ιππότη σε παγωμένο ρόμβο. Μέσα από το ρόμβο βγήκαν τρεις λεπίδες οι οποίες κινήθηκαν γύρω άπτον Έβαν έτοιμες να τον χτυπήσουν, αλλά τις απέφυγε. Μία τον έκοψε λίγο στο χέρι αλλά δεν ήταν τίποτα σοβαρό και ελάχιστο αίμα κύλησε. Αφού κατάφερε να χτυπήσει ρόμβο, εκείνος ξαναπήρε τη μορφή του ιππότη με τη μαύρη πανοπλία. Αφού πολέμησαν σώμα με σώμα με τα σπαθιά τους ο Έβαν απελευθέρωσε μια μεγάλη μάζα ισχύος και ο ιππότης έγινε καπνός.

«Πήγαινε στην κόλαση, τέρας!» Άκουσε τότε μια γνώριμη φωνή που ερχόταν από μακριά.

«Τι είναι αυτό;» αναρωτήθηκε κοιτάζοντας έκπληκτος γύρω του . Προχώρησε στην άκρη του ξέφωτου και από κάτω είδε μια γυναίκα με μακριά ξανθά μαλλιά που κρατούσε ένα τόξο να σκοτώνει με ένα μόνο βέλος έναν σκελετό.

«Είναι η Λόρεαν;!» αναρωτήθηκε με μια ανεξήγητη χαρά να το πλημυρίζει. στράφηκε από την άλλη για να βρει ένα τρόπο να φτάσει κοντά της. Ήταν αρκετά μακριά και δεν κατάλαβε αν εκείνη τον είδε ή όχι. Αφού χρησιμοποίησε μερικά θεραπευτικά φυτά για να γιατρέψει την πληγή στο χέρι του, συνέχισε να περνάει εμπόδια και να πολεμάει εχθρούς, κατεβαίνοντας την πλαγιά προς το μέρος της Λόρεαν. Οι μαύροι ιππότες βρίσκονταν παντού και ήταν οι πιο δύσκολοι αντίπαλοι. Του απορροφούσαν όλη τν ενέργεια. Διέθεταν την μαγεία του πάγου, κανόνας τας πράγματα ακόμα πιο δύσκολα.

Η Λόρεαν με τη σειρά της είδε από μακριά τον Έβαν και προσπαθούσε κι εκείνη να φτάσει κοντά του περνώντας εμπόδια και σκοτώνοντας εχθρούς με τα βέλη της. Έφτασαν τελικά κι οι δυο σ ένα σημείο κοντινό, στη μέση του οποίου βρισκόταν γκρεμός. Μπροστά στη Λόρεαν βρισκόταν μια καγκελένια πύλη εμποδίζοντας της το πέρασμα.

«Έβαν! Πίστεψα πως δεν θα σε ξαναδώ ποτέ...» είπε συγκινημένη εκείνη.

«Γιατί είσαι εδώ; Τι συνέβη;» τη ρώτησε χωρίς να αφήσει να φανεί η χαρά του που την έβλεπε.

«Ο Κάιν συνελήφθη από τον Βασιλιά δυο χρόνια πριν, Θέλω να τον σώσω, αλλά το μόνο που ξέρω είναι πως φυλακίστηκε στα Βουνά της Φωτιάς...» του εξήγησε το ξωτικό.

«Τα Βουνά της Φωτιάς;! Εκεί είναι που βρίσκεται το Στόμα της Κολάσεως! Το μέρος όπου οι δαίμονες πρωτοεμφανίστηκαν...»

«...Έβαν. Θα έρθεις μαζί μου;» του ζήτησε κοιτάζοντας τον ικετευτικά η κοπέλα.

«Θα έρθω μαζί σου Λόρεαν!» απάντησε ο Έβαν χωρίς να το σκεφτεί παραπάνω. Ήταν ένα επικίνδυνο μέρος και δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσει να πάει μόνη της εκεί. Πίσω του εμφανίστηκε ένας σκελετός.

Αφού τον μετέτρεψε σε παγοκολόνα τον έσπρωξε πάνω σ' ένα διακόπτη. Μια πύλη πίσω του άνοιξε.

Η Λόρεαν στο μεταξύ πέρασε πάνω από ένα γκρεμό στον οποίο βρισκόταν ποτάμι από κάτω πηδώντας πάνω σε κάτι αιωρούμενες πλατφόρμες. Εκεί σκότωσε μερικούς σκελετούς πήδησε από μερικά ακόμα περάσματα τα οποία ήταν πιο κοντινά, επάνω απ' το ποτάμι και βρέθηκε επιτέλους στο σημείο όπου βρισκόταν ο Έβαν.

Δύναμη και Μαγεία 2: Η ιστορία του ΈβανWhere stories live. Discover now