ΚΕΦ 2

324 25 6
                                    


... ΛΙΓΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΝΩΡΙΤΕΡΑ

Όλο το πρωί έβρεχε ακατάπαυστα και καταιγιστικά. Το σκούρο γκρίζο έβαφε μονότονα την ατμόσφαιρα, κάνοντας την να μοιάζει με απόγευμα, μελαγχολώντας και τους πιο ευδιάθετους.

Ήταν Πέμπτη και η Λίλιαν, μετά τα μαθήματα της, έπρεπε να επισκεφτεί τη ναυτιλιακή εταιρεία Κόραλ. Είχαν πραγματοποιηθεί έως τώρα δύο ολιγόλεπτες συναντήσεις και όλα είχαν κυλήσει ομαλά. Ο κύριος Κρις Κοχέιν διάβαζε γρήγορα τα χαρτιά που του παρέδιδε και μετά τα υπέγραφε, εγκρίνοντας τη λογιστική εργασία της για το προπονητήριο ξιφασκίας και πυγμαχίας για τις φρουρές και τα πληρώματα των καραβιών του, το οποίο στεγαζόταν στη δεύτερη μεγάλη ισόγεια πτέρυγα του Σπουδαστηρίου για μικρά παιδιά, της Ισαβέλλας Κέλεαρ.

Βρέθηκε στην εξώπορτα του Σπουδαστηρίου με τη βαριά δερμάτινη τσάντα της περασμένη στον ώμο της. Για μια στιγμή άπλωσε το χέρι της και δυο μικρές σταγόνες προσγειώθηκαν στην παλάμη της. Κοίταξε τον ορίζοντα στο βάθος. Ο γκρίζος ουρανός είχε αποκτήσει πολλές γαλανές σχισμές.

Ο ευωδιαστός αέρας κτύπησε τα ρουθούνια της. Θάλασσα, πεύκο και νωπό χώμα αρωμάτιζαν την ατμόσφαιρα. Το χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη της. Μετά από την επαγγελματική της υποχρέωση, θα επέστρεφε σπίτι της για να ξεκουραστεί, αφού πρώτα θα απολάμβανε έναν ωραίο περίπατο στο φασαριόζικο λιμάνι της Νος.

Βημάτισε γοργά στον προαύλιο χώρο αποφεύγοντας, χοροπηδηχτά, τις πολυάριθμες λακκούβες με τα λασπόνερα.

Στην καγκελόπορτα του Σπουδαστηρίου συνάντησε το φρουρό Φιλ Κόνορ. Ήταν καθισμένος πάνω σε μια διθέσια ανοικτή άμαξα, μόνιππο και την περίμενε. Κατόπιν παράκλησης της Ισαβέλλας, ο Φιλ, τη συνόδευε σε αυτές τις συναντήσεις με τον καπετάνιο. Ωστόσο, συχνά την άφηνε με την εντύπωση ότι θα το έκανε και μόνος του. Ο τρόπος που την κοίταζε πρόδιδε ότι το ενδιαφέρον του είχε πολλές όψεις εκτός της αυστηρά επαγγελματικής. Ήταν ένας γοητευτικός νέος άντρας, πάντα τρυφερός και ευγενικός μαζί της και αυτό την κολάκευε, αλλά μέχρι εκεί.

Ο Φιλ χαμογέλασε, πήρε την τσάντα της και της έδωσε το χέρι του για να τη βοηθήσει να ανέβει στην άμαξα.

Όσο περνούσε η ώρα οι γαλάζιες σχισμές στον ουρανό μεγάλωναν. Ένα δυνατό αεράκι έσπρωχνε τα σύννεφα μακριά, πίσω από τα βουνά και το ψαροχώρι της Νος. Οι πρώτες αχτίδες του Ηλίου διαπέρασαν τα σύννεφα και βούτηξαν στην ήρεμη θάλασσα, κάνοντας τον ορίζοντα να μοιάζει με έργο τέχνης, αιχμαλωτίζοντας τα μάτια των δυο νέων.

ΑΝΑΡΜΟΣΤΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ - ΣΙΡΟΚΟΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα