Από τα νεύρα μου τον χτύπησα στο στερνό. Αυτός με τραβάει από τα χέρια και με παίρνει αγκαλιά. Ξέσπασα σε ένα μικρό κλάμα και με έσφιξε πάνω του. Είδα τα παιδιά από μακριά ευτυχώς τα κορίτσια δεν με είδαν μόνο ο Ανάστασης με είδε που με ήμουν στην αγκαλιά του Μολόχα και στράβωσε. Τον έγραψα κανονικά, τώρα θέλω τον Weiler πίσω και θα κάνω ότι μπορώ για να τον έχω. Ο Μολόχα με έβγαλε από την αγκαλιά του και μου σκούπισε τα δάκρυα.

Μ. Θα τον πάρουμε στο υπόσχομαι.
Κ. Μην υπόσχεσαι κάτι που δεν μπορείς να τηρήσεις.

Έχω δίκιο και το κατάλαβε, είμαστε αναρχικοί, για εμάς στον έξω κόσμο δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια ή μέσα ή στο χώμα. Αυτό θέλει η κοινωνία για εμάς. Γιατί μας θεωρούν κακούς.

Ανεβήκαμε στις μηχανές, αφού έβγαλα τον περούκα και έβαλα τα σκουλαρίκια, ξεκινήσαμε να πάμε σπίτι. Στον δρόμο άρχισαν να μας ακολουθούν κάτι τζιπ, όχι δεν ήταν δικά μας. Κοιτάω τον Μολόχα και μου κάνει νόημα να τρέξουμε. Εγώ είχα βάλει καπονγονα και στους 2 δίπλα στην εξάτμιση και του κάνω νόημα μόλις τρέξουμε να το ανοίξει. Αφού είδαμε ότι δεν μπορούσαμε άλλο να πηγαίνουμε αργά αυξήσαμε ταχύτητα και αναψαμε τα καπονγονα. Ήταν μαύρα και έμοιαζε περισσότερο σαν κάτι να καίγεται. Ήξερα ότι είναι εύφλεκτα και μου ήρθε μία ιδέα. Σήκωσα τα πόδια μου για να κρατάω ευθεία το τιμόνι. Ξαπλώσα πίσω και πήρα το καπνογονο από την δική μου μηχανή. Ο Μολόχα μου φώναζε να συνέλθω αλλά δεν τον άκουγα. Του έκανα νόημα να έρθει πιο κοντά μου. Πήρα το δικό του καπνογονο και είδα ένα τζιπ τους να έρχεται σε εμάς και ο ένας να κρατεί όπλο. Δεν είχα πολύ χρόνο. Κρατούσα στο ενα χερι τα καπνογονα και με το άλλο πήρα τον αναπτήρα από την τσέπη μου. Ο Μολόχα φώναζε να σταματήσω αλλά τον έγραφα, αν σταματήσω τώρα θα πεθάνω. Άναψα τον αναπτήρα και τον πλησίασα στα καπνογονα. Τα άφησα από το χέρια μου μαζί με τον αναπτήρα. Έπεσαν στο έδαφος, γύρισα στην σωστή θέση και έφυγα τρέχοντας με σούζα όσο αυτά έσκαγαν. Είδα κάτι περιπολικά και τον Μολόχα να μου κάνει νόημα να αλλάξω πινακίδες. Τις αλλάζω γρήγορα και φεύγουμε χωρίς να μας δούνε. Φτάσαμε σαν αστραπές στο σπίτι, αφήσαμε τις μηχανές στο πάρκινγκ και μπήκαμε μέσα. Τα παιδιά ήταν στο σαλόνι όταν μας είδαν ήρθαν να μας αγκαλιάσουν. Ο Χάρης και ο Δημήτρης ήταν στενοχωρημένοι και οι υπόλοιποι έκπληκτοι.

V. Καλά που τα έμαθες αυτά?
Κ. Μόνη μου.
Μ. Πως ήξερες ότι δεν θα πέσεις?
Κ. Δεν το ήξερα. Απλά το έκανα.
Μ. Just do it δηλαδή.
Κ. Just ride it.
G. Πάντως ήταν τέλειο πήρε και αυτούς και μπατσους.
Κ. Ναι ήταν. Λέω στεμαχωριμενα. Όταν τους ανέφερε άλλαξα βλέμμα.
Δ. Ηρέμησε. Λέει και με αγκαλιάζει.
Χ. Θες να πάμε πάνω οι τρεις μας να δούμε καμιά ταινία.
Κ. Όχι δεν θέλω. Θα κάνω καμιά βόλτα εδω γύρω.
Χ. Όπως θες.

Αλήτισσα ψυχή Where stories live. Discover now