Μετά από αυτό δεν είπαν τίποτα ήξεραν πως είχα δίκιο, δεν έμεινα ούτε επειδή έκανα κοπάνες, ούτε επειδή δεν διάβαζα. Ο λόγος ήταν η αδερφή μου είχε ένα θέμα με την καρδιά της, ποτέ δεν μου είπαν τι ήταν.

Flashback

Δουλεύω τα υπερωρίες τα βράδια σε καφέ, bars και clubs για να μαζέψουμε λεφτά εάν μπορούσε και η Έφη και αυτή θα δούλευε αλλά είναι 6 χρόνων και η Νικολέτα είναι 9 και παλεύει στο χειρουργείο. Όταν κλείνουν τα μαγαζιά πήγαινω στο νοσοκομείο να περιμένω έξω από τον θάλαμο μπας και βγει κανένας γιατρός να μου πει ότι είναι καλά. Τα πρωινά γυρνάω σπίτι και κοιμάμαι ή εάν πάω σχολείο είναι για να μην πάρω απουσίες και στο σχολείο που πηγαίνω πάλι κοιμάμαι ο Δημήτρης κάνει τα δικά μου μαθήματα και λέει πως τα κάνω εγώ. Δουλεύει κι αυτός για την αδερφή μου αλλά όχι τόσο πολύ εγώ, δεν τον αφήνω, δεν θέλω να γίνει κάτι και να τον πάρει κι αυτόν η μπάλα. Οι καθηγητές μου ξέρουν τι γίνεται και γι αυτό θα με άφησουν να δώσω εξετάσεις σε όλα πέρασα εκτός από την ιστορία. Ξανά έδωσα αλλά πάλι δεν πέρασα. Όταν ξανά έδωσα ήταν ακόμα μέσα η αδερφή μου. Την μια βγαίνει την άλλη ξανα μπαίνει και αυτό για καιρό. Δεν άντεχω πολλές φορές κοιμαμαι στον Δημήτρη γιατί δεν θέλω να ξέρουν οι γονείς μου πόσο χάλια είμαι. Πηγαίνω στον Δημήτρη για να ηρεμήσω αλλά δεν μπορώ πολλές φορές κλαίω, και για την αδερφή μου και για το σχολείο. Σήμερα είμαι στο νοσοκομείο και περιμένω να μου πουν κάτι. Μέχρι που βγαίνει ένας γιατρός κάπως χαρούμενος και ρωτάει.

Γιατρός. Για την Σταυρίδου ποίος είναι?
Κ. Εδώ.
Γιατρός. Είσαι η?
Κ. Αδερφή της.
Γιατρός. Μάλιστα. Λοιπόν η Νικολέτα πέρασε δύσκολα αλλά τελικά όλα πήγαν καλά. Είναι μία χαρά.
Κ. Πλάκα κάνεις? Έχω παγώσει, δεν το πιστεύω.
Γιατρός. Όχι. Την πηγαίνουν στο δωμάτιο 335. Μπορείς να πας να την δεις.
Κ. Ευχαριστώ.

Τρέχω στο ασανσέρ, μπαίνω μέσα και ανεβαίνω. Παίρνω τηλ τον μπαμπά μου.

Μπ. Έλα.
Κ. Μπαμπά τελείωσε. Είναι καλά.
Μπ. Ποιος το είπε?
Κ. Ο γιατρός τώρα βγαίνω από το ασανσέρ και πάω στο δωμάτιο.
Μπ. Ποιο είναι?
Κ. 335.
Μπ. Ερχόμαστε.

Μπαίνω στο δωμάτιο και την βλέπω στο κρεβάτι. Όταν με είδε χάρηκε φώναξε το όνομά μου και δάκρυσα από χαρά. Πήγα την πήρα αγκαλιά.

Ν. Η μαμά, ο μπαμπάς και η Έφη?
Κ. Έρχονται. Πως νιώθεις?
Ν. Καλά, δεν πονάω πια. Είμαι καλά.
Κ. Αχ βρε μικρό. Λέω και την παίρνω αγκαλιά και μουρμουρουσα.
Κ. Με τον χάρο παλευες και τον νίκησες.

Αλήτισσα ψυχή Where stories live. Discover now