Ο Ερημίτης

20 1 0
                                    

Το μοναδικό φως μέσα στο σκοτάδι, ήταν αυτό του κάτωχρου φεγγαριού. Μέσα στην πυκνή καταχνιά που σκέπαζε το δάσος τα δέντρα έμοιαζαν με τρομακτικές άγνωστες θολές φιγούρες.
Ήταν πλέον αδύνατον να ξεχωρίσει κανείς αν ήταν οξιές ή πεύκα. Κάτω από τις τεράστιες άγονες ρίζες τους το χώμα ήταν υγρό. Η Ερατώ τσαλαπάτησε βιαστικά τα ψηλά αγριόχορτα και τις τσουκνίδες με τις γυμνές πατούσες της. Όλα περνούσαν φευγαλέα από μπροστά της, το σκηνικό όμως παρέμενε το ίδιο. Φορούσε μονάχα μια παλιά φαρδιά μπλούζα που όλο σκάλωνε στα μυτερά μακριά κλαδιά. Μέσα στην σιωπή το μόνο που ακούγονταν ήταν οι δρασκελιές της πάνω στα πεσμένα ξερά φύλλα και ο παφλασμός του νερού όταν βούλιαζαν τα πόδια της στις λάσπες. Ένοιωθε τον αέρα να μαστιγώνει το πρόσωπό της.
Ένας οξύς πόνος διαπέρασε την κοιλιά της, σαν να της είχαν καρφώσει μόλις ένα πυρακτωμένο σίδερο. Σταμάτησε για μια στιγμή. Στηρίχτηκε στα γόνατα της. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει. Χτυπούσε πιο δυνατά από ποτέ. Οι παλμοί της είχαν ανέβει. Η αναπνοή της ήταν γρήγορη και κοφτή. Προσπάθησε η Ερατώ να βρει την έξοδο του δάσους, αλλά ήταν αδύνατον να διακρίνει το οτιδήποτε. Όλα ήταν ασαφείς και μουντά. Η υγρασία ήταν αποπνικτική. Στο βάθος ήχησε το πέταγμα κάποιων πουλιών.
Έπρεπε να ξεπεράσει τον εαυτό της και να προλάβει να φτάσει πρώτού ολοκληρωθεί η πανσέληνος. Οι αντοχές της όμως την εγκατέλειπαν. Δεν πρέπει να είναι πολύ μακριά σκέφτηκε.
Ίσως αν φώναζε να την άκουγε κάποιος από την σύναξη της και να τους προειδοποιούσε. Έπρεπε να τους προστατεύσει. Όταν όμως άνοιξε το στόμα της, κανένας ήχος δεν μπόρεσε να βγει. Σάστισε. Προσπάθησε ξανά. Απέτυχε.
Ένα γκρίζο κοράκι πέρασε ξαφνικά ξυστά από το πρόσωπο της. Το παρατήρησε να προσγειώνεται στο απέναντι κλαρί. Τότε ήταν που είδε ότι ήταν περιτριγυρισμένη από σταχτοκουρούνες. Η πρώτη σταγόνα φόβου κύλησε στην ράχη της.
Απότομα τότε, πετάχτηκε από τρομαγμένη από το κρεβάτι της λουσμένη στον ιδρώτα. Ένοιωθε το σώμα της βαρύ και μουδιασμένο. Όλα έμοιαζαν τόσο αληθινά, σαν να τα είχε μόλις ζήσει. Ο λαιμός της στέγνωσε. Κι αν αντί για όνειρο ήταν κάποιο από τα προμηνύματα της; Δεν ήταν σε θέση να σκεφτεί καθαρά. Άνοιξε την πόρτα του δωματίου της. Διέσχισε αθόρυβα το στενόμακρο χολ και κατέβηκε τις εσωτερικές ξύλινες κυκλικές σκάλες που οδηγούσαν στην κουζίνα. Οι τοίχοι ήταν φορτωμένοι με βαριά οικογενειακά κάδρα. Θυμάται την γιαγιά της να της λέει πόσο περήφανη ήταν για τους προγόνους της και πως το σπίτι αυτό περνούσε πάντα από γενιά σε γενιά ως κληρονομιά. Λίγο πριν πεθάνει της ζήτησε να μην σπάσει την παράδοση και να εγκατασταθεί ξανά εκεί που μεγάλωσε, μαζί με τον αδερφό της, τον Άρη. Το μεγαλύτερο κομμάτι το κράτησαν για τον εαυτό τους. Το σαλόνι το αξιοποίησαν με έξυπνο τρόπο ώστε να μπορέσουν να προσαρμοστούν στον κόσμο των ανθρώπων χωρίς να κινήσουν υποψίες για την πραγματική τους φύση. Δημιούργησαν ένα καφέ παλιάς εποχής, σε μπαρόκ ρυθμό, σαν ένα ταξίδι στον χρόνο. Όλος ο χώρος ήταν ασφαλισμένος με δυνατά μάγια. Σε περίπτωση που κάποιος πελάτης γεμάτος περιέργεια και αδιακρισία τριγύριζε στα υπόλοιπα δωμάτια, θα ήταν καταδικασμένος να ζήσει μια διαστρεβλωμένη πραγματικότητα, όπου όλα θα του φαινόταν φυσιολογικά και βαρετά. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να γίνει ορατός κάποιος μάγος στα μάτια του.
Μέσα από τα βαριά στόρια του παλιού αρχοντικού τρύπωσε αδύναμα το πρώτο φως της ημέρας φωτίζοντας έτσι το σκοτεινό και κρύο δωμάτιο. Κοντοστάθηκε μπροστά στο ερμάριο και παρατήρησε την αντανάκλαση της. Έκανε στην άκρη την καστανόξανθη λεπτή τούφα που είχε κολλήσει στο πρόσωπο της. Το γαλάζιο των ματιών της έμοιαζε πλέον γκρίζο. Οι μαύροι κύκλοι πρόλαβαν και εμφανίστηκαν. Δεν έδωσε σημασία. Χαμογέλασε αδιάφορα. Άνοιξε το ψυγείο για να πιει λίγο νερό. Είχε μείνει ακόμα φαγητό από εχθές. Της το είχε αφήσει ο Άρης, αλλά δεν είχε όρεξη. Τελευταία ήταν στα πιο αδύνατα της. Αφού ήπιε δυο γουλιές, βάδισε προς το παράθυρο. Με τα δάχτυλα άνοιξε λίγο τις χαραμάδες και παρατήρησε τον ήλιο να ανατέλλει. Όταν ήταν μικρή της Κυριακές ξυπνούσε νωρίς για να το απολαύσει το χάραμα. Οι ρυθμοί της καθημερινότητας σε παρασέρνουν και σε κάνουν να ξεχνάς τα απλά, τα ασήμαντα.
Την ηρεμία της τάραξε μια κρύα ανάσα που ένοιωσε αναπάντεχα στον αυχένα της. Μαρμάρωσε. 'Ένοιωσε να παγώνει το αίμα της. Ποιος θα μπορούσε με τέτοια ευκολία να μπει στο σπίτι της; Μόνο κάποιος δαίμονας. Κάνοντας μια δεύτερη σκέψη το απέκλεισε αυτό το ενδεχόμενο. Ο βασιλιάς της κολάσεως της είχε προσφέρει ανακωχή. Ποιος θα τολμούσε να παρακούσει τον βασιλιά του;
Με την άκρη του ματιού της προσπάθησε να δει ποιος στεκόταν πίσω της, αλλά μέσα στο σκοτάδι ήταν αδύνατον να διακρίνει το οτιδήποτε. Έκανε απότομη στροφή για να μπορέσει τον αιφνιδιάσει, αλλά δεν υπήρχε κανείς. Αποκλείεται. Αποκλείεται να το φαντάστηκε. Ίσως ήταν απλώς ακόμα επηρεασμένη από το όνειρο. Για παν ενδεχόμενο αποφάσισε να ψάξει το σπίτι Χωρίς να ανάψει τα φώτα ανέβηκε καχύποπτα τα σκαλιά. Μέχρι στιγμής όλα φαίνονται φυσιολογικά.
Φτάνοντας έξω από το δωμάτιο του Άρη της, κοντοστάθηκε. Ήθελε να επιβεβαιωθεί ότι είναι καλά. Ότι δεν υπάρχει λόγος να ανησυχεί. Ακούμπησε το αυτί της στην πόρτα. Δεν άκουσε ούτε φωνές, ούτε κάποιον άλλον ήχο. Παρ΄όλ΄αυτά δεν μπορούσε να είναι σίγουρη.
«Θα μπω μέσα» σκέφτηκε
Με τα δάχτυλα της ακούμπησε διστακτικά το πόμολο της πόρτας. Κάποιος όμως διέκοψε τα σχέδια της. Μια αντρική παρουσία πίσω της πρόλαβε και της άρπαξε τον καρπό. Το μόνο που πρόλαβε να δει σε αυτά τα κλάσματα δευτερόλεπτα ήταν το μανίκι ενός φαρδιού μαύρου μανδύα. Στον αυχένα της ένοιωσε την ίδια ψυχρή αναπνοή με πριν. Ένα ρίγος διαπέρασε τα κόκκαλά της. Επιχείρησε να απεγκλωβίσει το χέρι της τραβώντας το με δύναμη. Το ελεύθερο, το έσφιξε σε γροθιά και άρχισε να τον χτυπάει με μανία. Ξανά και ξανά. Ο άντρας αυτός όμως δεν αντέδρασε καθόλου. Παρόλο που δεν ήταν ιδιαίτερα μεγαλόσωμος ή γεροδεμένος δεν φάνηκε να πονάει από τα χτυπήματα. Τότε η Ερατώ μάζεψε όλη της την δύναμη και τον χτύπησε με τον αγκώνα της στα πλευρά.
Αυτή την φορά στάθηκε άτυχη. Ο μαυροφορεμένος άντρας πρόλαβε και την γράπωσε από το μπράτσο. Βίαια τότε αυτός αρπάζει και απλώνει τις παλάμες της στον τοίχο. Η Ερατώ όμως δεν το έβαλε κάτω όμως, θα πάλευε για την ελευθερία της.
«Θα τον κάνω να μετανιώσει την ώρα και την στιγμή που βρέθηκε στον δρόμο μου» σκέφτηκε.
Τινάχτηκε δεξιά και αριστερά στην προσπάθεια της να ξεγλιστρήσει. Στα μάτια του όμως έμοιαζε με ένα ψάρι που μόλις είχε βγει από το νερό και σπαρταρούσε. Γέλασε σαρδήνια. Του φάνηκε αστείο το θέαμα. Για μια στιγμή όμως.. αυτό το γέλιο το ήξερε.
Εκείνη την στιγμή ξύπνησαν όλες εκείνες οι αναμνήσεις που νόμιζε ότι είχε μπορέσει να διαγράψει. Σάστισε. Τα γόνατα της κόπηκαν. Θέλησε να τσιρίξει, να φωνάξει δυνατά, αλλά δεν έβγαινε φωνή από το στόμα της. Είχε παραλύσει από τρόμο. Της πίεζε δυνατά τους καρπούς. Πονούσε. Αυτός όμως το διασκέδαζε. Ήρθε λίγο πιο κοντά της. Εξέπνευσε στο αυτί της. Στον λαιμό της. Ήθελε να κάνει αισθητή την παρουσία του. Ήταν φανερό ότι μπορούσε να την υποτάξει όποτε και όπως εκείνος επιθυμούσε.
Το σκηνικό αυτό το είχε ζήσει πολλές φορές στο παρελθόν. Κάθε φορά που έπρεπε να φύγει η γιαγιά τους, ακόμα παραμένει μυστήριο για αυτήν το που πήγαινε, άφηνε αυτήν και τον Άρη στο σπίτι του Αλασταήρ να τους προσέχει. Όταν ζούσε ακόμα η μητέρα τους ήταν ένας από τους καλύτερους της φίλους. Όσο ήταν παιδιά ακόμα, περνούσαν πολύ καλά. Όταν όμως έκλεισε τα δεκατέσσερα οι επισκέψεις στο σπίτι του γινόταν ολοένα και πιο άβολες για την ίδια και σταδιακά μετατράπηκε σε μαρτύριο. Ως μεγαλύτερη που ήταν, ήθελε να την μάθει να αμύνεται, όπως της έλεγε. Θυμήθηκε τότε που της ακινητοποιούσε τους λεπτούς καρπούς της σε μια από τις δύο μεγάλες χούφτες του. Με την αφή των δαχτύλων και της παλάμης του συνήθιζε να ψαχουλεύει το σώμα της. Άλλες φορές ελλόχευε για να την στριμώξει σε κάποια γωνία του σπιτιού και με το πρόσωπο στραμμένο στον τοίχο και τα μπράτσα του γύρω της σαν κάγκελα φυλακής έτριβε την λεκάνη του πάνω της και γελούσε ικανοποιημένος.
Όντας στην ανάπτυξη δεν ένοιωθε ακόμα άνετη με το σώμα της που άλλαζε συνεχώς. Ήταν γεμάτη ενοχές, σαν να ήταν κάτι κακό και ντρεπόταν να το αποδεχτεί. Δεν ήθελε να βλέπει τον εαυτό της στον καθρέφτη. Την έκανε να θυμάται όλες εκείνες τις φορές που ο Αλασταήρ της επιβαλλόταν παρά την θέληση της, όλες εκείνες τις φορές που την έκαναν να νοιώθει ότι το κορμί της δεν της ανήκει. Ένοιωθε την παρουσία του συνεχώς πάνω της, σαν να είχε κολλήσει στο δέρμα της. Μακάρι να ήταν μόνο που εκεί που τον ένοιωθε και με ένα μαχαιράκι να μπορούσε να τον κόψει από την σάρκα της. Είχε τρυπώσει όμως στο μυαλό της. Όταν ήξερε ότι έπρεπε να πάει σε εκείνο το σπίτι νόμιζε πως αρρωσταίνει. Στέγνωνε το στόμα της. Έτρεμαν τα χέρια της.
Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι ήταν μόνο μια προπόνηση και τίποτα άλλο, αλλά δεν μπορούσε. Στην γιαγιά της φοβόταν να το πει, αλλά κυρίως ντρεπόταν να εξομολογηθεί το τι συνέβαινε. Μα ακόμα και αν μάζευε το θάρρος που της έλειπε κι έλυνε την σιωπή της πως θα τα εξηγούσε όλα; Κι άμα δεν την πίστευε; Στο μυαλό της έπλαθε φανταστικούς διαλόγους για το τι θα της έλεγε και ήταν όλοι αποκαρδιωτικοί. Έπαιρνε συνεχώς τις ίδιες απαντήσεις. «Θα έπρεπε να ντρέπεσαι που σκέφτεσαι τόσο πονηρά», «Μικρό κορίτσι είσαι ακόμα, πώς έμαθες να σκέφτεσαι έτσι;».
Έτσι λοιπόν προτίμησε να σωπάσει, να τα θάψει όλα μέσα της και να προσποιηθεί ότι ποτέ δεν συνέβη τίποτα. Η σιωπή ήταν πιο εύκολη. Για καλή της τύχη αυτός μετά από δυο χρόνια εξαφανίστηκε ξαφνικά, χωρίς εξηγήσεις. Παρόλο που αμέσως μόλις έμαθε τα νέα ανακουφίστηκε, σαν να έφαγε ένα μεγάλο βάρος από πάνω της, μέσα της βαθιά είχαν μείνει ακόμα οι σπόροι του φόβου που της φύτεψε, «τι θα γινόταν αν κάποια επέστρεφε;». Να όμως που επέστρεψε και ενώ νόμιζε ότι όλα είχαν αλλάξει, δεν είχε αλλάξει τίποτα. Ζούσε πάλι τον χειρότερο της εφιάλτη.
Όταν ενηλικιώθηκε αποφάσισε να κάνει ένα μακρινό ταξίδι χωρίς επιστροφή, αφήνοντας πίσω της το παρελθόν που την στοίχειωνε. Γύρισε πολλές χώρες. Γνώρισε διάφορες μάγισσες, επικίνδυνες, ακίνδυνες, επικηρυγμένες, εξόριστες, μοναχικές και από ισχυρές συνάξεις.. Όταν πλέον γύρισε πίσω ήταν πιο ισχυρή. Ήταν έτοιμη να κάνει μια καινούργια αρχή. Ύστερα από τόσο κόπο, τόση προσπάθεια να τα ξεπεράσει όλα όσα πέρασε εξαιτίας του, πως τολμάει να εισβάλει έτσι στο σπίτι της, στην ζωή της.
Όσο και να προσπαθούσε ποτέ μέχρι τώρα δεν κατάφερε να του ξεφύγει. Πάντα ήταν πιο δυνατός. Πολύ πιο δυνατός. Σκέφτηκε να κλείσει τα μάτια και να αφήσει το μυαλό της να ταξιδέψει. Να δραπετεύσει νοητικά και να μην αποθηκεύσει αυτήν την στιγμή. Σαν να μην συνέβη ποτέ ότι έμελλε να συμβεί. Ακόμα και αν ήξερε ότι θα ήταν μια μάχη χαμένη.
Νίκησε τόσους ισχυρούς δαίμονες που επιτέθηκαν στην σύναξη της, κι όμως καμία στιγμή δεν φοβήθηκε τόσο, όσο όταν είδε ξανά τον Αλασταήρ μπροστά της. Την έκανε να αισθάνεται όπως τότε, ανίσχυρη, αδύναμη, αβοήθητη. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Όσος καιρός και να πέρασε ποτέ δεν κατάφερε να σβήσει στα αλήθεια τις πληγές του παρελθόντος. Ποτέ δεν κατάφερε να του ξεφύγει. Πάντα ήταν πιο δυνατός.
Βίαια τότε, της αρπάζει τον λαιμό και τον σφίγγει δυνατά μέχρι να της κόψει την ανάσα. Την πνίγει με ευχαρίστηση. Τα σαρκώδη χείλη του ακούμπησαν το αυτί της και τα κρύα δόντια του την δάγκωσαν άγαρμπα. Τα γένια του την τσιμπούσαν στο πρόσωπο. Πλησίασε περισσότερο. Ένα κρύο ρεύμα την διαπέρασε. Έσφιξε τα δόντια να σταματήσει τα δάκρια. Δεν ήθελε να του δώσει την ικανοποίηση να την δει σε αυτά τα χάλια. Δεν ήθελε να φανεί περισσότερο αδύναμη από ότι ήδη αισθανόταν στα χέρια του.
«Αυτήν την φορά δεν θα μου ξεφύγεις», της ψιθύρισε. Ήρθα να τελειώσω ότι άφηνα στην μέση τόσα χρόνια»
Ακούγοντας τα αυτά, τα δάκρια της ξεχύθηκαν σαν χείμαρρος. Η Ερατώ δεν άντεχε άλλο να απελευθερωθεί. Ήταν ανώφελο. Έριξε την άμυνα της και απέβαλε κάθε είδος αντίστασης. Έπρεπε να παραδοθεί. Ήξερε πως αν συνέχιζε να παλεύει και να του αντιστέκεται θα την πονούσε περισσότερο. Χαλάρωσε τους ώμους και τα χέρια της. Αφέθηκε έρμαιο στα χέρια του.
«Ήξερα ότι το ήθελες και εσύ» μουρμούρησε μέσα από τα δόντια του ικανοποιημένος για το επίτευγμα του.
Πέρασε το πόδι του ανάμεσα στα δικά της, ανοίγοντας τα με την βία. Κόλλησε αποφασιστικά το σώμα του στο δικό της κι αμέσως πέρασε τα χέρια του μπροστά της σπρώχνοντάς την ξανά πίσω. Με τα δάχτυλα του στον γυμνό λαιμό της ψηλάφησε τα σημάδια που της άφησε πριν. Όταν την ακούμπησε δεν μπόρεσε να κρύψει την αηδία της για αυτόν, ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της. Κάθε φορά που ήταν αναγκασμένη να δεχτεί το άγγιγμα του, πίστευε ότι θα κάνει εμετό. Τον σιχαινόταν που εξαιτίας του ένοιωθε βρώμικη και ότι πλέον δεν της ανήκει το ίδιο της το κορμί. Ηττημένη και απογοητευμένη με τον εαυτό της, χαμήλωσε το κεφάλι. Τώρα πιο πολύ από ποτέ ο Αλασταήρ είχε την αίσθηση ότι ήταν νικητής σε αυτό το διεστραμμένο παιχνίδι κυριαρχίας που έπαιζε.
«Έγινες ολόκληρη γυναίκα πλέον. Άξιζε η υπομονή μου».
Ο Αλασταήρ ευθαρσώς ακάθεκτος συνέχιζε να της ψιθυρίζει διάφορα στο αυτί. Μόνο που για την Ερατώ όλες οι λέξεις χάνονταν σαν άνεμος και δεν έφταναν στα αυτιά της. Ήταν τελείως μουδιασμένη. Δεν μπορούσε να αντιληφθεί την κατάσταση. Ο φόβος και ο πόνος που την είχαν κυριεύσει πλέον παρέλυσαν μαζί της. Ο βασανιστής της ευχαριστημένος, χαϊδεύει το τρόπαιο του. Την άρπαξε από τα μαλλιά. Θα την έκανε δικιά του. Κανείς δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Όλα γύρω της ήταν θολά, μα στα σκοτάδια του νου της ένας μονάχα ήχος βούιζε μέσα της σαν λούπα. Το σαρδήνιο γέλιο και η χαρά του για τον πόνο της ηχούσαν σαν δυνατές καμπάνες. Ίσως είχε αρχίσει να τρελαίνεται. Ίσως πάλι και όχι. Δεν μπορούσε να αποφασίσει αν τον σιχαίνεται ή αν τον μισεί περισσότερο. Αν όμως για κάτι ήταν απόλυτα σίγουρα ήταν για το ότι δεν μπορούσε άλλο να καταστρέφει το μυαλό και το κορμί της.

..........................

Σύντομα και η συνέχεια! Είναι η πρώτη Μου ιστορία, θα χαρώ για κάποιο feedback

Du hast das Ende der veröffentlichten Teile erreicht.

⏰ Letzte Aktualisierung: Mar 26, 2021 ⏰

Füge diese Geschichte zu deiner Bibliothek hinzu, um über neue Kapitel informiert zu werden!

Η Προμηνία Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt