Ποτέ πιο Μόνοι

By BlomkvistM97

18.8K 2.2K 1.3K

«Έχεις νιώσει ποτέ την καρδιά σου να σπάει; Να χωρίζεται σε εκατοντάδες μικρά θραύσματα και να σκορπίζεται σ'... More

Σύνοψη
[1] Thumbs up on the Humankind
[3] Μοναξιά
[4] Η φωτιά που καίει τον κόσμο
[5] Ένα βήμα τη φορά
[6] Βροχή
[7] Υπάρχει κάποιος
[8] Ταξίδι
[9] Ο θάνατος της τρυφερότητας
[10] We dance to the dark delight
[11] Ειρωνεία
[12] Πίσω
[13] Κύκνειο Άσμα
[14] Άπνοια
[15] Κομμάτια
[16] Χοῦς εἶ
[17] Δυστυχία
[18] Ψιχάλες
[19] Τιμωρία
[20] Δύναμη
[21] Η πραγματικότητα του πολέμου
[22] Απόηχος
[23] Λακανικά Φαντάσματα
[24] Λεπτομέρειες
[25] Ελευθερία
[26] Νηνεμία
[27] Μακριά
[28] Ώρες
[29] Εδώ
[30] Συνείδηση
[31] Άπειρο
[32] Όχι ολότελα εκεί
[33] Πικρία
[34] Εἰς χοῦν ἀπελεύσει

[2] Αντίο

933 103 69
By BlomkvistM97

Ξυπνάω με πυροτεχνήματα στο στομάχι μου. Αν και υποφέρω από την αγωνία δυο μέρες τώρα, τα κατάφερα και ξεκουράστηκα τη νύχτα. Συνήθως κοιμάμαι δύσκολα. Χρειάζομαι χάπια για να με πάρει ο ύπνος, κι αν ξυπνήσω οποιαδήποτε στιγμή, έπειτα δυσκολεύομαι να κοιμηθώ ξανά. Αλλά τώρα τα κατάφερα. Τις κοιμήθηκα τις απαραίτητες οκτώ ώρες μου.

Σηκώνομαι όρθια και το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να κοιτάξω τις αποσκευές μου και τα εισιτήρια του τραίνου. Είναι όλα εντάξει, όπως τα άφησα εχθές το βράδυ. Όλα έτοιμα για το Βουκουρέστι. 

Μέσα από την ιστορία που έχω διαβάσει, έχω μάθει πολλά για την Ρουμανία. Αν και υπήρξε αξιόλογη δύναμη ανά τους αιώνες, τώρα έχει πια ερημωθεί. Δεν κατοικείται, όμως διαθέτει μια μεγάλη στρατιωτική βάση· αυτήν του Βουκουρεστίου. Η πρωτεύουσά της έχει μετατραπεί στο μεγαλύτερο μέρος της σε μια πόλη φάντασμα, που όσα κτήριά της έχουν επιβιώσει από την άτεγκτη οργή της φύσης έχουν πια μετατραπεί σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Ξέρω πως οι κοιτώνες στεγάζονται σ' ένα παλιό ξενοδοχείο στα προάστια της εγκαταλελειμμένης πρωτεύουσας, κι ότι η πλειονότητα των βοηθητικών κτηρίων και των εκπαιδευτικών μονάδων είναι κρυμμένα, για λόγους ασφαλείας, στο εσωτερικό του δάσους που περιορίζει, όλο και περισσότερο όσο περνούν τα χρόνια, την πάλαι ποτέ ακμάζουσα πόλη του Βουκουρεστίου. 

Δεν με πειράζει που μ' έστειλαν σε μια από τις περισσότερο απομονωμένες περιοχές του Βορρά. Άλλωστε δεν πηγαίνω εκεί για να εξασκήσω τις κοινωνικές μου ικανότητες. Αυτό που μ' ενδιαφέρει είναι να απασχολήσω το μυαλό μου για να ξεφύγω απ' τις σκέψεις που με αποτραβούν από την υπόλοιπη κοινωνία και με κατευθύνουν ολοταχώς προς την απομόνωση. Αν και δεν μου αρέσει που αφήνω αυτούς τους δύο φίλους που έχω, η απομάκρυνση της αδερφής μου και η αδιάκοπη πίεση που δέχομαι από τον Κρίστιαν είναι αρκετές για να με κάνουν να θέλω να εξαφανιστώ.

Μπαίνω στο μπάνιο κι αφήνω καυτό νερό να μουλιάσει το δέρμα και τα μαλλιά μου, γιατί έχω μπροστά μου ταξίδι δώδεκα ωρών. Σε δυο ώρες θα πάρω το τραίνο από την Αθήνα και θα κατέβω στη Θεσσαλονίκη, για να επιβιβαστώ από κει στην αμαξοστοιχία που θα με πάει στο Βουκουρέστι. Στον σταθμό του τραίνου οι υπόλοιποι νεοσύλλεκτοι κι εγώ θα υποστούμε κάποιου είδους διαλογή από τους ανωτέρους μας στο στρατόπεδο, οι οποίοι, αν αποφασίσουν ότι τους κάνουμε, θα μας φορτώσουν στα φορτηγά τους και θα μας μεταφέρουν στη βάση.

Η διαδικασία της διαλογής μου προκαλεί άγχος, αν και δεν θεωρώ ότι θα έπρεπε. Είμαι αρκετά γυμνασμένη. Ακόμη ένα πράγμα για το οποίο ευχαριστώ τον πατέρα μου μέσα από την καρδιά μου. Ενώ άλλοι στην ηλικία μας είναι πλαδαροί και με μηδενικές αντοχές, η Ήβη κι εγώ είμαστε λιγνές, γυμνασμένες, και με τους μύες μας έτοιμους ν' αντιμετωπίσουν πολλά περισσότερα απ' ό,τι ο μέσος όρος των νέων εδώ. Που δεν είναι απαραίτητα παχείς· απλώς βαρεμένοι, απροετοίμαστοι βουτυρομπεμπέδες. 

Ακούω την μητέρα μου να μου φωνάζει να κάνω γρήγορα. Αν και θα ήθελα πολύ να μείνω περισσότερο κάτω από το νερό, ξεβγάζω γρήγορα τα μαλακτικά και τα σαπούνια κι αρχίζω να ετοιμάζομαι μπροστά στον καθρέπτη. Χτενίζω τα ανυπότακτα σκουροκάστανα τσουλούφια μου, που όταν στεγνώσουν θα σχηματίσουν χαλαρές, άτακτες μπούκλες, και κάνω μια προσπάθεια να στρώσω τις αφέλειες στο μέτωπό μου. Έχουν μακρύνει και δεν μπορώ πια να τις χτενίζω όπως πριν. Γι' αυτό κάνω απλώς την χωρίστρα μου στην μέση και τις σπρώχνω στο πλάι. Φαντάζομαι ότι αυτό θα ικανοποιούσε πολύ τον πατέρα μου αν ζούσε. Τις μισούσε πραγματικά τις αφέλειες.

Φοράω το αγαπημένο φαρδύ μου τζιν κι ένα μαύρο πουλόβερ ένα νούμερο μεγαλύτερο απ' το κανονικό μου, κι αφήνω τα μαλλιά μου να στεγνώσουν μόνα τους. Ξέρω πως δεν θα προλάβω να τα φτιάξω, αλλά με καθησυχάζει το γεγονός ότι, παρόλο που τα υπόλοιπα είναι σπαστά, οι αφέλειες θα καθίσουν ίσιες από μόνες τους. Περνάω το σακίδιό μου στους ώμους μου και φορτώνομαι τον ταξιδιωτικό μου σάκο, και λίγα μόλις δευτερόλεπτα αργότερα βρίσκομαι μπροστά στο οικογενειακό μας αυτοκίνητο. Έχω μιαν ώρα ελεύθερη ακόμα.

  «Που θα πας έτσι, είσαι βρεγμένη!» μουρμουρίζει η μητέρα μου ήπια, και το ξέρω πως το παρατηρεί μονάχα για να συγκρατήσει τα δάκρυά της.

  «Το ξέρω, αλλά θα στεγνώσω γρήγορα. Έχει βοριά».

Σφίγγει τα χείλη της και με κοιτάζει με ανεξιχνίαστη έκφραση στο πρόσωπο. Από τη μια διασκεδάζει την απάντησή μου, από την άλλη την στενοχωρεί που δεν παίρνω στα σοβαρά την ανησυχία της, κι από την παράλλη ενοχλείται με τον εαυτό της που μου έμαθε ότι όταν φυσάει βόρειος άνεμος δεν υπάρχει κίνδυνος ν' αρρωστήσεις. Είναι ξηρός, ψυχρός, γι' αυτό και τα μικρόβια δεν είναι σε θέση να ευδοκιμήσουν στις συνθήκες που προσφέρει. Αντιθέτως, όταν φυσάνε νότιοι άνεμοι τα πάντα είναι υγρά και αποπνικτικά, πιο θερμά από το σύνηθες της εποχής και εξαιρετικά ευνοϊκά προς τους μικροοργανισμούς που για 'μας αποτελούν απειλή.

Στεκόμαστε αντικριστά και κοιτάζουμε η μια την άλλη. Αποστρέφω το βλέμμα μου γρήγορα, γιατί δεν είμαι σίγουρη ότι μπορώ να διαχειριστώ όλο αυτό το κράμα αγάπης, ανησυχίας, απόγνωσης κι ελπίδας που βλέπω στα μάτια της. Νιώθω τον σβέρκο μου να τρέμει, και συνειδητοποιώ ότι κρατάω τα δάκρυά μου πολλή ώρα τώρα. Δαγκώνω το κάτω χείλι μου και γυρίζω τα μάτια μου στο πεζοδρόμιο. Χωρίς να το καταλάβω βρίσκομαι στην αγκαλιά της, και νιώθω πως, μέσα σ' όλην αυτή την πίεση από τα τόσα ανάμεικτα συναισθήματα που με συνθλίβουν με την αφοπλιστική τους βαρύτητα, την συγχωρώ.

Πέρασα πολύ δύσκολα όταν πέθανε ο πατέρας μου. Η Ήβη κλείστηκε μεμιάς στον εαυτό της και χάσαμε αυτή την μοναδική επαφή, αυτή την μοναδική επικοινωνία που μοιράζονται τα δίδυμα αδέρφια. Και που ήταν ισχυρότατη πριν το συμβάν. Σύντομα άρχισε να την ελέγχει εξ ολοκλήρου μια επιθετική μορφή μανιοκατάθλιψης, που, όταν δεν την έριχνε σε παραληρηματικούς λήθαργους που της στέρησαν πεντέμισι χρόνια από τη ζωή της,  την οδηγούσε σε αλλεπάλληλες απόπειρες αυτοκτονίας. Η μητέρα μου, από την άλλη, συντετριμμένη τόσο από τον χαμό της μεγάλης της αγάπης όσο κι από την συναισθηματική εξαθλίωση της μιας της κόρης, επέτρεψε κι εκείνη στην κατάθλιψη να την πάρει από το χέρι και να την βυθίσει στους απύθμενους ωκεανούς της. 

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να απομονωθούμε και να αποξενωθούμε μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Την μοναδική στιγμή που χρειαζόμασταν η μια την άλλη περισσότερο απ' οποτεδήποτε άλλοτε στη ζωή μας. Η αδερφή μου ήταν κλεισμένη στο δωμάτιό της, αδρανοποιημένη από τα ψυχοφάρμακα που της έγραφε ο γιατρός της, και η μητέρα μου παρέμενε περιορισμένη στον χώρο της, ζαλισμένη από τα ηπιότερα χάπια που της σύστηνε ο δικός της. Δεν επικοινωνούσαν σχεδόν καθόλου μεταξύ τους, αλλά ούτε και με τον έξω κόσμο. Μονάχα με τον παππού, τον πατέρα της, ο οποίος, αν και μας στάθηκε όσο καλύτερα μπορούσε, δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν στο σπίτι.

Κι αυτό γιατί εγώ ήμουν πολύ καλή στο να παίρνω μιαν άθλια κατάσταση και να την κρύβω κάτω απ' το χαλί. Αυτό έκανα. Δεν ήθελα να τον αφήσω να δει τι συνέβαινε, γιατί θα έφριττε κι εκείνος. Και δεν το ήθελα. Ακόμη δεν το θέλω. Κάνει τόσα πολλά για 'μας, που θα ήταν ανήθικο, απάνθρωπο ακόμη να του φορτώσω περισσότερα. Κι έτσι επωμίστηκα εγώ όλο αυτό το χάος.

Ανέλαβα να επικοινωνώ εγώ την μητέρα μου με την αδερφή μου κι έπειτα και τις δυο τους με τον έξω κόσμο. Τις εμψύχωνα, τις φρόντιζα, αφιέρωνα σ' αυτές όλον μου τον χρόνο. Σε τέτοιο βαθμό, που δεν είχα καθόλου χρόνο για τον εαυτό μου. Δεν θρήνησα ποτέ για τον θάνατο του πατέρα μου, κι ακόμη δεν τον έχω ξεσπάσει. Τόσα χρόνια μετά, κι ακόμη δεν έχω αποδεχτεί το γεγονός ότι δεν είναι πια κοντά μου. Περιμένω πως θα τον δω ξανά, πως κάτι που με προβληματίζει θα το συζητήσω μαζί του κι όλα θα πάνε καλά, πως θα αντιμετωπίσουμε τις δύσκολες καταστάσεις μαζί, με μυαλό αλλά και με το καλό του χιούμορ, ότι θα του μιλήσω για τις ενοχές που τρέφω σχετικά με κάποια  πράγματα που θα έπρεπε να έχω κάνει, θα έπρεπε να του έχω πει, και θα με συγχωρέσει, ότι θα ξυπνάω πάλι νωρίς τις Κυριακές και θα προπονούμαστε παρέα, πως θα συνεχίσουμε να πηγαίνουμε βόλτες τα πρωινά καβάλα στα ποδήλατά μας, πως κάθε φορά που θα υποστηρίζω κάτι αβάσιμο θα με χτυπάει στο μέτωπο απαλά με τα δυο του δάχτυλα, χαμογελώντας τρυφερά με τη χαζομάρα μου, ότι θα με φιλήσει ξανά στο κούτελο για καληνύχτα.

Και παρόλο που μέσα μου ξέρω πως δεν υπάρχει περίπτωση να ζήσω ξανά όλα όσα μου στέρησαν οι γιατροί που δεν ξετρύπωσαν αμέσως τον καρκίνο, δεν μπορώ να αποδεχτώ το γεγονός ότι η ζωή μου έχει αλλάξει έτσι.

Κι όμως, για καιρό πάλευα να σώσω την μητέρα και την αδερφή μου, να τις μεγαλώσω, κατά μία έννοια. Έχασα όλη μου την παιδικότητα, όλη μου την εφηβεία από τη μια στιγμή στην άλλη, κι έκανα πέρα όλα μου τα συναισθήματα για τις βοηθήσω, να τις διορθώσω, να τις κάνω όπως πριν. Και κατάφερα εν τέλει να τις σώσω. Δυο χρόνια μετά οι προσπάθειές μου άρχισαν ν' αποδίδουν καρπούς, και σιγά σιγά η μητέρα μου άρχισε να συνέρχεται. Της Ήβης της πήρε περισσότερο, αλλά πριν από δυο χρόνια άρχισε να συνέρχεται κι εκείνη. Και τότε άρχισα να οργίζομαι. Έκτοτε είμαι τόσο, μα τόσο εκνευρισμένη.

Ήμουν δεκαπέντε ετών κι έφερα στους ώμους το βάρος ολόκληρου του κόσμου μου.

Και τώρα είμαι είκοσι δύο χρόνων, συναισθηματικά προβληματική, και με την ελπίδα ότι θα δω ξανά τον πατέρα μου που πέθανε πριν επτά χρόνια, επειδή ο χαμός του πρόκειται για ένα γεγονός που δεν έχω αποδεχτεί ακόμη. Και ποιος φταίει γι' αυτό;

Τραβιέμαι από την αγκαλιά της μητέρας μου και της χαμογελάω. Ναι, την συγχωρώ. Κι αυτό με κάνει να νιώθω ελαφρύτερη.

  «Ήρθα σε κακή στιγμή;»

Στρεφόμαστε κι οι δυο στ' αριστερά μας, και καμία μας δεν μπορεί να κρύψει την απογοήτευσή της όταν αντικρίζουμε τον Κρίστιαν Μπλοκ. Όμως η μητέρα μου γρήγορα αλλάζει τον μορφασμό απογοήτευσης μ' ένα συγκρατημένο χαμόγελο, που εύκολα μπορεί να αποδώσει στο γεγονός ότι χάνει τώρα και την άλλη της κόρη.

«Εν μέρει» του λέει κι αποτραβιέται για να μας δώσει λίγο χώρο. «Είμαστε απλώς λίγο συγκινημένες».

  «Α» κάνει εκείνος. «Γιατί μου φάνηκε σαν να μην ήσασταν και πολύ χαρούμενες που με βλέπατε».

Σφίγγω τα σαγόνια μου και τον κοιτάζω ψυχρά. Μισώ το πώς προσπαθεί να με χειραγωγήσει μέσα από τέτοιου είδους τάχα αθώες δηλώσεις. Μισώ το πώς εμφανίστηκε μπροστά μου μια στιγμή που θα έπρεπε να νιώθω ελεύθερη, λες και προσπαθεί να μου υπενθυμίσει ότι δεν θα σταματήσει να με στοιχειώνει ποτέ. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά προσπαθεί να χειραγωγήσει και την μητέρα μου. 

Δεν του κάνω την χάρη να του απαντήσω ότι, όχι, ίσα ίσα, χάρηκα που μου έκανε έκπληξη για να μ' αποχαιρετήσει. Και, προς μεγάλη μου ευχαρίστηση, ούτε η μητέρα μου του δίνει αυτή την ικανοποίηση. Του γνέφει και προχωράει ως το απέναντι πεζοδρόμιο. Στέκεται δίπλα στον φίλο της, έναν άντρα που, παρόλο που τον συμπαθώ πολύ και μ' αρέσει το γεγονός ότι νοιάζεται τόσο εκείνην όσο κι εμάς, δεν έχω καταφέρει ακόμη να εγκρίνω. Αισθάνομαι λες και προσπαθεί να πάρει την θέση του πατέρα μου, παρόλο που ούτε εκείνος αλλά ούτε κι η μητέρα μου το προσπαθούν. Μοιράζονται απλώς ένα αίσθημα συντροφικότητας, που όμως εμένα με δυσαρεστεί.

  «Με αφήνεις, λοιπόν» λέει ο Κρίστιαν, με σοβαρό τόνο στη φωνή κι ένα βαρύ βλέμμα, με τον συνδυασμό των οποίων προσπαθεί να με κάνει να νιώσω τύψεις.

Joke's on you, σκέφτομαι. Δεν υπάρχει τίποτα που θα με κάνει να νιώσω τύψεις και αφορά σ' εσένα.

  «Μη νομίζεις πως είναι κάτι προσωπικό» του απαντάω μ' ένα χαμόγελο που φαίνεται να τον δυσαρεστεί. «Απλώς θέλω να κάνω κάτι με τη ζωή μου, κάτι όμορφο».

 «Αφού έτσι θέλεις...» ανασηκώνει τους ώμους του, προσποιούμενος τον παραιτημένο και απογοητευμένο εξαιρετικά πιστά. Τόσο, που σχεδόν με πείθει. Έπειτα όμως θυμάμαι τι είναι πραγματικά. «Αφού νομίζεις ότι εμείς δεν είμαστε κάτι όμορφο... Άλλωστε δεν είναι ότι χωρίζουμε ή κάτι τέτοιο».

Δυστυχώς.  

  «Ναι, δεν χωρίζουμε».

Μένουμε κι οι δυο σιωπηλοί, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον ανέκφραστοι. Έπειτα σκάω άθελά μου ένα χαμογελάκι, επειδή σκέφτομαι πως εγώ σε λίγες ώρες θα είμαι στο Βουκουρέστι ενώ εκείνος όχι.

  «Δεν είναι ώρα να φεύγουμε, ομορφιά μου;» ρωτάει η μητέρα μου από το απέναντι πεζοδρόμιο, και την συγχωρώ ακόμη και για το προπατορικό αμάρτημα, που δεν είναι στο χέρι μου να της το συγχωρέσω, επειδή με βγάζει απ' αυτή την παραλυτική αμηχανία που μου προκαλούν οι σιωπές του Κρίστιαν όταν θέλει να μου προκαλέσει συναισθήματα ενοχής.  

  «Ναι» της απαντάω, κι έπειτα στρέφομαι προς το μέρος του. «Ήρθε η ώρα να πούμε αντίο».

   «Μέχρι την άδειά σου» μου λέει και χαμογελάει, και για κάποιο λόγο αυτό ηχεί σαν απειλή.

Μάντεψε ποιος δεν θα ζητήσει άδεια μέχρι να είναι απολύτως αναγκαίο.

Έρχεται κοντά μου και με φιλάει στο στόμα παρατεταμένα. Η γλώσσα του αναζητά τη δική μου, όμως την μαζεύω προς τα μέσα. Ώσπου να σταματήσει, φαντάζομαι να τραβιέμαι και να του μπήγω τα δόντια στον λαιμό, μέχρι να νιώσω το λαρύγγι του ανάμεσα στα σαγόνια μου.  

Ανακουφίζομαι όταν μ' αφήνει. Του χαμογελάω, τον χαιρετάω, και μπαίνω στο αυτοκίνητο. Βολεύομαι στο πίσω κάθισμα, δίπλα στη μητέρα μου. Οδηγάει ο σύντροφός της και στη θέση του συνοδηγού κάθεται ο παππούς μου. Χαλαρώνω. Η μητέρα μου με κοιτάζει γλυκά και μου χαϊδεύει τον μηρό. Το άγγιγμά της με καθησυχάζει.

Όταν το όχημα ξεκινάει, γυρίζω και κοιτάζω τον Κρίστιαν που μικραίνει όσο ξεμακραίνουμε. Χαμογελάω και τον χαιρετάω. Χαιρετάει κι αυτός. Είμαι πολύ ανακουφισμένη. Για λίγο νόμιζα πως θα ερχόταν μαζί μου.

Continue Reading

You'll Also Like

191K 8.3K 49
"Μα σε αγαπω"του λεω κλαιγοντας "Και τι θες να σου πω?Οτι σε αγαπω?Δεν το κανω"απανταει ψυχρα και νιωθω την καρδια μου να σπαει Τον κοιταω με δακρυα...
170K 5.6K 53
Δύο διαφορετικοί αλλά και δυναμικοί χαρακτήρες... Από την μια η Νικόλ Παπαδημητρίου, από την άλλη ο Massimo Rossi.... Μια και όχι τυχαία συνάντηση θ...
26.5K 2.4K 40
Σάββας και Αριανα. Δυο φίλοι. Δυο καλύτεροι φίλοι. Μεγαλώνουν μαζί,ενηλικιώνονται μαζί,ερωτεύονται μαζί. Κάθε χρόνο η σχέση τους αλλάζει. Τι συμβαίνε...
404K 15.8K 31
Λίνα και Άρης. Άρης και Λίνα δύο διαφορετικοί χαρακτήρες που θα αναγκαστούν να μοιραστούν το ίδιο σπίτι λόγο τον γονιών τους. Τι θα γίνει όταν μια μέ...