Μαξιλάρια γεμάτα υποταγμένα σ...

By Nostalgia_Dream

44.5K 4.3K 625

Copyright © 2014. All rights reserved. Η δεκαεφτάχρονη Νεφέλη προσπαθεί να καταπνίξει τη θλίψη και τον πόνο π... More

Κεφάλαιο 1
Κεφάλαιο 2
Κεφάλαιο 3
Κεφάλαιο 5
Κεφάλαιο 6
Κεφάλαιο 7
Κεφάλαιο 8
Κεφάλαιο 9
Κεφάλαιο 10
Κεφάλαιο 11
Κεφάλαιο 12
Κεφάλαιο 13
Κεφάλαιο 14
Κεφάλαιο 15
Κεφάλαιο 16
Κεφάλαιο 17
Κεφάλαιο 18
Κεφάλαιο 19
Κεφάλαιο 20
Κεφάλαιο 21
Κεφάλαιο 22
Κεφάλαιο 23
Κεφάλαιο 24
Κεφάλαιο 25
Κεφάλαιο 26
Κεφάλαιο 27
Κεφάλαιο 28
Κεφάλαιο 29
Κεφάλαιο 30
Κεφάλαιο 31
Κεφάλαιο 32
Κεφάλαιο 33
Κεφάλαιο 34
Κεφάλαιο 35
Κεφάλαιο 36
Επίλογος
Σημείωμα συγγραφέα

Κεφάλαιο 4

1.5K 137 27
By Nostalgia_Dream

Επιστρέφω σπίτι και η μητέρα μου με υποδέχεται.

«Πώς πήγε η βόλτα, καλή μου; Μμ… γρήγορα δε γύρισες;», απορεί κοιτώντας το ρολόι της.

Σωριάζομαι σε μια καρέκλα και μου ξεφεύγει ένας αναστεναγμός.

«Τι συνέβη, Νεφέλη μου;», ρωτάει με γνήσιο ενδιαφέρον και ανησυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.

«Μόλις τσακώθηκα με τις καλύτερές μου φίλες», απαντώ αμέσως και σωριάζομαι βαθύτερα στην καρέκλα μου.

Περιμένω να μου φωνάξει και να βγάλει λόγο για το πόσο απαίσιοι και αναποτελεσματικοί είναι οι καβγάδες για τη λύση προβλημάτων. Άλλωστε στην πόλη μας οι καβγάδες θεωρούνται απαγορευμένοι. Για την ακρίβεια ποτέ δεν έχω βρεθεί μπροστά σε κάποιο τσακωμό ή λογομαχία αν εξαιρέσουμε τα τελευταία κατορθώματα του αδερφού μου. Η πολιτική της πόλης υποστηρίζει ότι η ειρήνη, η αλληλεγγύη και η αδελφική κατανόηση είναι τα μόνα μέσα επίλυσης προβλημάτων σε ένα σύμπαν που τείνει προς το χάος. Γι’ αυτό κι όταν συμβαίνει κάποιος καβγάς- γεγονός σπάνιο- μετατρέπεται σε πρώτο θέμα στην πόλη. Σίγουρα η δική μου λογομαχία θα έχει διαδοθεί σε όλο το εμπορικό κέντρο ως τώρα. Πολλές φήμες ακούγονται γι’ αυτούς που προκαλούν καβγάδες κατ’ εξακολούθηση. Και οι περισσότερες είναι ιδιαίτερα τρομακτικές: λέγονται ιστορίες για πολίτες που σάπισαν σε κελιά απομόνωσης, επειδή τόλμησαν να διαταράξουν την απόλυτη αρμονία μίας κοινωνίας που αγγίζει την τελειότητα.

Ενώ σκέφτομαι τον εξάψαλμο που θα ακολουθήσει από τη μητέρα μου, αυτή ψιθυρίζει με ένα μειδίαμα:

«Ακολουθείς τα χνάρια του αδερφού σου;».

Κι ύστερα αρχίζουμε να γελάμε συγχρονισμένα κα το σπίτι γεμίζει με χαχανητά που έχουν να ακουστούν πολύ καιρό. Μετά από μερικά λεπτά πιάνουμε την κοιλιά μας από αυτά τα ανεξήγητα και φορτισμένα με ένταση γέλια.

«Μαμά, μπορείς να… μπορείς να παίξεις το τραγούδι μας στο πιάνο και… και να τραγουδήσεις;», ρωτώ με ελπίδα, καθώς ο γνωστός κόμπος μού σφίγγει το λαιμό σα  μέγγενη.

Εκείνη με ατενίζει με βλέμμα βαρύ από τη θλίψη και γνέφει. Πώς άλλαξε έτσι ξαφνικά η ατμόσφαιρα; Βάρυνε σαν μολύβι που βυθίζεται στη θάλασσα. Μια μόνο φράση ήταν το πέρασμα από την πρόσκαιρη χαρά στη μόνιμη πλέον λύπη.

Κατευθύνεται με σερνόμενα βήματα προς το πιάνο. Ανοίγει ανάλαφρα το καπάκι. Αφήνει έναν βαθύ αναστεναγμό. Μα φυσικά ξέρει για ποιο τραγούδι της μιλώ. Είναι το τραγούδι που σιγοτραγούδησε στα δίδυμα παιδιά της από τη στιγμή που γεννήθηκαν. Είναι το τραγούδι που συνδέει εμάς τους τρεις: τη μητέρα μου, τον αδερφό μου κι εμένα. Τη θυμάμαι να μας το τραγουδάει κάθε φορά που είχαμε κάποιο πρόβλημα και η φωνή της λειτουργούσε σαν ονειροπαγίδα που ξόρκιζε κάθε κακό. Ύστερα αρχίσαμε να την συνοδεύουμε κι εμείς με τις φωνές μας. Εγώ, βέβαια, παράτησα την προσπάθεια από την πρώτη φορά. Η φωνή μου ήταν μέτρια και σε πολλά σημεία φάλτσα. Ο αδερφός μου, όμως, είχε κληρονομήσει το ταλέντο της μητέρας μου. Η φωνή του ηχούσε κρυστάλλινη και με τραβούσε σε μια δίνη μεθυστικών και όμορφων, ευτυχισμένων αναμνήσεων. Όταν αργότερα στην εφηβεία η φωνή του χόντρυνε, απέκτησε επιπλέον μια χροιά που επένδυε με μια ζεστασιά κάθε μελωδία, όπως το τζάκι ζεσταίνει ένα κρύο σπίτι το χειμώνα.

Οι πρώτε νότες του πιάνου ηχούν βαριές. Ύστερα ακούγεται η μελωδική φωνή της μητέρας μου, ζεστή σαν το χάδι του ήλιου, απαλή σαν πουπουλένιο μαξιλάρι, δυνατή σαν θύελλα που παρασύρει τα πάντα στο διάβα της.

Φεγγάρι ολόγιομο,

ασημένιε οδηγέ,

μονοπάτι φώτισε

της νύχτας εχθρέ.

Λούσε με φως κάθε γωνιά,

σπάσε της νύχτας τη σιγαλιά,

ο πεζοπόρος μην πληγωθεί,

προς το ταξίδι του στη νέα γη.

Γίνε σύμμαχος, γίνε οδηγός,

να μην μπορέσει ο εχθρός

να κυνηγήσει ως μακριά,

στις παρυφές του δάσους μοναχά.

Αφήνει πίσω ένα κενό,

έναν κόσμο τρομακτικό.

Ψάχνει ελπίδα κάπου αλλού,

εκεί όπου ελεύθεροι κατοικούν.

Μην τρεμοπαίξεις ούτε λεπτό,

είναι, φεγγάρι, το φως σου ακριβό.

Μα κάθε λεπτό που φτερουγίζει μακριά,

πλησιάζει η ώρα για τη λευτεριά.

Η φωνή της σβήνει, σπάει, ώσπου ο τελευταίος στίχος βγαίνει ψιθυριστός. Αναμνήσεις με παρασέρνουν. Η μαγική φωνή του αδερφού μου να πλημμυρίζει το δωμάτιο με τα κλειστά παράθυρα παρά την αποπνικτική ζέστη. Η μητέρα μου να μας ζητάει να τραγουδάμε πάντα χαμηλόφωνα το συγκεκριμένο τραγούδι, αφού πρώτα έχει βεβαιωθεί ότι κάθε παράθυρο είναι σφραγισμένο. Και ο πατέρας μου πάντα απών, όταν ηχούσε η μελωδία από το πιάνο και οι στίχοι του τραγουδιού μας.

Κάποτε, ο Ιάσονας παρασυρμένος από τον ενθουσιασμό του, θέλησε να κάνει επίδειξη των φωνητικών του ικανοτήτων στον πατέρα μας. Παρήγγειλε στη μητέρα μου να παίξει στο πιάνο «το τραγούδι μας». Εκείνη συμφώνησε χαμογελαστή. Μα όταν άρχισε να παίζει, διαφορετικές νότες ακούστηκαν. Ο Ιάσονας πήγε να διαμαρτυρηθεί μα εκείνη τον έκοψε με ένα προειδοποιητικό βλέμμα. Τέτοιο απειλητικό βλέμμα δεν έχω αντικρίσει ποτέ ξανά στη μάνα μου. Αυτός, λοιπόν, συμμορφώθηκε αμέσως και ξεκίνησε να τραγουδάει ένα αλλιώτικο τραγούδι που δεν είχε καμία σχέση με φεγγάρια και δάση κι εχθρούς.

Το ίδιο βράδυ η μητέρα μου ήρθε σα κρεβάτια μας και μας ψιθύρισε στο αυτί:

«Αυτό το τραγούδι είναι το μυστικό μας. Μόνο οι τρεις μας μπορούμε να το τραγουδάμε και κανένας άλλος δεν πρέπει να μάθει γι’ αυτό. Ποτέ, ό,τι κι αν συμβεί. Είναι ένας δεσμός ανάμεσά μας μοναδικός, που πρέπει να κρυφτεί από τον υπόλοιπο κόσμο. Ακόμα κι από τον μπαμπά».

Και μας έβαλε να υποσχεθούμε ότι δεν θα προδίδαμε ποτέ αυτό το μυστικό. Ποτέ δεν μάθαμε από πού προήλθε αυτό το τραγούδι ή γιατί έπρεπε να μείνει κρυφό. Μάθαμε μόνο να το σιγομουρμουρίζουμε κι ακόμη και η μαγευτική φωνή του αδερφού μου σώπασε μπροστά στην υπόσχεση εκείνης της νύχτας.

«Μαμά…, δεν μπορώ… δεν μπορώ να έρθω μαζί σας», ακούγεται βραχνή η φωνή μου.

Εκείνη γνέφει συγκαταβατικά. Ξέρει ότι δεν θα το αντέξω. Το εξοχικό στη Δυτική Ακτή κρύβει πολλές αναμνήσεις. Ίσως περισσότερες κι από το σπίτι μας στην πόλη. Εκεί ζήσαμε όλα τα καλοκαίρια μας σαν οικογένεια. Εκεί ο Ιάσονας μού έμαθε να κολυμπώ στον καταγάλανο ωκεανό με την αλμυρή αύρα, ενώ εγώ του έδειξα ως να κάνει ποδήλατο χωρίς βοηθητικές ρόδες. Εκεί παίξαμε ατελείωτες ώρες παιχνίδια κάθε λογής μέχρι που μαζευόμασταν αργά τη νύχτα στη βεράντα με θέα τον ωκεανό και ακούγαμε περιπετειώδεις ιστορίες από τη μητέρα μας με τη συνοδεία των κυμάτων που έσκαγαν στην ακτή. Αναμνήσεις τρυφερές, ξέγνοιαστες…

Αν επιστρέψω εκεί, όλα θα μου φαίνονται μισά χωρίς τον Ιάσονα, λες και κάποιος έχει καλύψει το ένα μάτι μου για να αποτρέψει την πλήρη όρασή μου. Πώς θα αντέξω τους σιωπηλούς περιπάτους στο δάσος πίσω από το εξοχικό μας με τον πατέρα μου, αλλά χωρίς τον αδερφό μου; Πώς θα αντικρίσω το άδειο κρεβάτι του, πώς θα κοιμηθώ χωρίς τον απόηχο της ρυθμικής του ανάσας τα βράδια; Πώς θα διαχειριστώ τόση μοναξιά;

Το εξοχικό μας είναι από τα ελάχιστα σπίτια που βρίσκονται στη Δυτική Ακτή. Είναι κρυμμένο σε έναν όρμο απαράμιλλης ομορφιάς και απομονωμένο από οτιδήποτε κοντά στον πολιτισμό. Μπορεί να απέχει μόνο δυόμιση ώρες από την πόλη, ωστόσο ελάχιστοι πολίτες προτιμούν τη Δυτική Ακτή για τα καλοκαιρινές τους διακοπές, γεγονός παράξενο αν αναλογιστεί κανείς το μαγευτικό τοπίο της.

«Αυτό το μέρος κρύβει πολλές αναμνήσεις», ψιθυρίζω συλλογισμένη.

«Το ξέρω, καλή μου. Μα δε θα σου έκανε καλό η αλλαγή σκηνικού;», ρωτάει αμέσως η μητέρα μου.

«Κι αν γυρίσει όσο λείπουμε;», εκφράζω ξέπνοα τη σκέψη που με βασανίζει μέρες. «Τι θα γίνει αν γυρίσει και δει άδειο το σπίτι;». Και παρόλο που ξέρω ότι η πιθανότητα να συμβεί κάτι τέτοιο είναι σχεδόν μηδαμινή, η ελπίδα να ξαναντικρίσω τον αδερφό μου καίει άσβεστα μέσα μου.

Η μητέρα μου αναστενάζει. Σίγουρα δεν πιστεύει σε μια τέτοια πιθανότητα. Προς τιμήν της όμως δεν αφήνει ίχνη αμφιβολίας να επισκιάσουν τα λόγια της. Έτσι, απλά στρέφεται προς το μέρος μου και λέει απαλά:

«Υποθέτω τότε πως πρέπει να πείσουμε τον πατέρα σου».

Την αγκαλιάζω ανακουφισμένη παρόλο που ξέρω ότι έχω ακόμη μια μάχη να κερδίσω. Ο πατέρας μου σίγουρα δεν θα πειστεί εύκολα.

____________________________________________________________

Μπαίνει στο σπίτι με το χαρακτηριστικό βαρύγδουπο στρατιωτικό βάδισμά του.

«Γύρισα», φωνάζει, αφού απιθώνει τον χαρτοφύλακά του σε μια καρέκλα.

Η φωνή του ακούγεται εκνευρισμένη, θυμωμένη. Μάλλον δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να του μιλήσω, σκέφτομαι. Μα το καθησυχαστικό βλέμμα της μητέρας μου με ηρεμεί. Θα είναι στο πλάι μου. Θα με βοηθήσει.

«Γεια σου, πατέρα», του απευθύνω το χαιρετισμό μου. Ποτέ δεν είχα το θάρρος να τον αποκαλέσω μπαμπά. Ούτε ο Ιάσονας.

«Γεια σου, Νεφέλη. Πού είναι η μάνα σου; Έχει τίποτα καλό να φάω;», πέφτουν βροχή οι ερωτήσεις, καθώς με προσπερνάει αδιάφορος και κατευθύνεται προς την κουζίνα, όπου ένα ζεστό πιάτο με κοτόπουλο και πατάτες τον περιμένει.

«Γεια σου, αγάπη μου. Πώς πήγε η δουλειά;», λέει η μητέρα μου κουβαλώντας μια γαβάθα με σαλάτα.

«Πώς να πάει, ρε Αλίκη; Το ρωτάς; Ένα μάτσο χάλια», απαντάει αυτός, ενώ ταυτόχρονα μπουκώνεται με φαγητό.

«Τι έγινε πάλι;», ρωτάει εκείνη με μια δόση ειρωνείας.

«Μεγάλη ιστορία», απαντάει αινιγματικά.

Δε συνεχίζει να μιλάει ώσπου να τελειώσει το φαγητό και το γλυκό του. Ύστερα όμως γέρνει στη ράχη της καρέκλας του και ρωτάει με ένα στραβό χαμόγελο:

«Πώς και τόσες περιποιήσεις σήμερα; Το αγαπημένο μου φαγητό, εκλεκτό κρασί και γλυκό. Τι χάρη θέλετε και με καλοπιάνετε έτσι;».

Κοιτάζω τη μητέρα μου κι αυτή μου γνέφει ενθαρρυντικά. Μαζεύω τις δυνάμεις μου και λέω όσο πιο θαρρετά μπορώ:

«Πατέρα, σκεφτόμουνα να… να μην έρθω μαζί σας στη Δυτική Ακτή φέτος. Δε νιώθω άνετα χωρίς… χωρίς τον Ιάσονα εκεί. Ίσως θα ήταν καλύτερα να έμενα εδώ».

Αυτός πετάγεται σαν ελατήριο από την καρέκλα του.

«Τι έκανε λέει;», φωνάζει. «Την τελευταία φορά που κοίταξα ήσουν δεκαεφτά χρονών. Και αυτό σημαίνει ότι εφόσον ζεις κάτω από την ίδια στέγη μ’ εμένα, εγώ θα αποφασίζω. Άκου εκεί να μείνεις τόσο καιρό μόνη σου!». Στρέφεται προς τη μητέρα μου. «Μα φυσικά εσύ της φούσκωσες τα μυαλά, έτσι δεν είναι;», ρωτάει απειλητικά.

«Αντώνη, μην αντιδράς έτσι! Άκουσέ την πρώτα. Νεφέλη, εξήγησέ του», απαντά εκείνη ταραγμένη.

«Πατέρα, εγώ απλά… δεν μπορώ να έρθω μαζί σας. Μια απόλυτη ερημιά είναι η Δυτική Ακτή. Χωρίς τον… χωρίς τον Ιάσονα θα είμαι εντελώς μόνη», λέω με χαμηλωμένο κεφάλι. Κομπιάζω στην αναφορά του ονόματός του. Νιώθω έτοιμη να ξεσπάσω σε κλάματα.

«Ναι, καλά. Και νομίζεις ότι θα πιστέψω κάτι τέτοιο, μικρή; Πίσω από τα λόγια σου βλέπω την τέλεια δικαιολογία για ένα καλοκαίρι χωρίς τους γονείς σου και γεμάτο βόλτες και πάρτι με αγόρια», λέει με αυστηρή και τραχιά φωνή.

Ο θυμός που κοχλάζει από το πρωί στις φλέβες μου ξεχύνεται σα λάβα. Ίσως αν μου είχε φωνάξει έτσι ο πατέρας μου πιο παλιά, θα χαμήλωνα το κεφάλι και θα παρατούσα κάθε προσπάθεια να τον πείσω για κάτι που ήθελα. Απλά θα υποτασσόμουν στις απαράβατες αποφάσεις του. Τώρα όμως ο θυμός είναι κινητήρια δύναμη για μένα. Με κάνει ισχυρή, αγωνίστρια, με κάνει να διεκδικήσω τα δίκια μου και να παλέψω.

«Νομίζεις στ’ αλήθεια ότι η διασκέδαση είναι προτεραιότητα για μένα στην παρούσα φάση; Ότι θα ξενυχτάω για να χορεύω σε πάρτι με αγόρια; Ότι θα τριγυρίζω όλη μέρα; Πίστεψέ με, αυτό δε πρόκειται να γίνει! Γιατί πολύ απλά ο αδερφός μου έχει εξαφανιστεί εδώ και δύο μήνες! Και μπορεί εσύ να μη δίνεις δεκάρα, αλλά εμένα μου λείπει! Μου λείπει κάθε δευτερόλεπτο της ημέρας! Μπορείς να θέσεις όσους κανόνες θες, αλλά αυτό το συναίσθημα δεν μπορείς να το πάρεις! Λέγεται αγάπη και αμφιβάλλω αν το ένιωσες ποτέ!». Τώρα πια ουρλιάζω και το πρόσωπό μου έχει γεμίσει δάκρυα.

Προσπερνώ τα σοκαρισμένα πρόσωπα των γονιών μου, ανοίγω την εξώπορτα και φεύγω. Όπως κάποτε έκανε και ο αδερφός μου.

Continue Reading

You'll Also Like

406K 15.9K 31
Λίνα και Άρης. Άρης και Λίνα δύο διαφορετικοί χαρακτήρες που θα αναγκαστούν να μοιραστούν το ίδιο σπίτι λόγο τον γονιών τους. Τι θα γίνει όταν μια μέ...
381K 13.5K 52
- Τι στο διάολο θες και ανακατευεσε εσύ μωρη; - Άσε την κοπέλα ήσυχη ζώων! Μωρη να λες εκείνες που πηδάς -Ρε άντε στο διάολο από δώ καθυστερημένη - Τ...
768K 28.8K 45
- Λοιπόν;! ρώτησα με σταυρωμένα χέρια. - Είσαι σίγουρη ρε Αννούλα; ήρθε και στάθηκε απέναντί μου. - Πόσες φορές ακόμη πρέπει να στο πω για να σ...
69.3K 3.9K 31
Η Πόπη είναι ένα 17 χρόνο κορίτσι. Στα 9 της χρόνια έχασε τον πατέρα της σε τροχαίο ατύχημα. από τότε ζει με την μητέρα της Φωτεινή. Η Πόπη προσπάθη...