Κεφάλαιο 24

811 97 13
                                    

Οι μέρες κυλούν σαν ένα ορμητικό ποτάμι που χύνεται από την απόκρυμνη κορυφή ενός βουνού. Έχω πλέον προσαρμοστεί πλήρως στην καθημερινή ζωή των επαναστατών. Κάθε πρωί ξυπνώ νωρίς για να πάρω πρωινό κι έπειτα χάνομαι για αμέτρητες ώρες στο δάσος μαζί με τον Αχιλλέα. Η βελτίωσή μου στο σημάδι είναι ραγδαία. Οι ακίνητοι στόχοι δεν αποτελούν πια πρόκληση για μένα. Ο Αχιλλέας παρατηρεί την πρόοδο μου και μου θέτει συνεχώς νέα εμπόδια, όπως βολές σε πουλιά που πετούν αμέριμνα στον ουρανό ή ταχύτατους λαγούς που χώνονται με το παραμικρό σε λαγούμια μέσα στο χώμα. Μια μέρα επιστρέφουμε στον καταυλισμό έχοντας πιάσει πέντε λαγούς και τρεις σκίουρους, θηράματα καθαρά δικής μου ευστοχίας.

«Εσύ όπως το πας θα γίνεις καλύτερη απ’ όλους», σχολιάζει ζηλόφθονα ο αδερφός μου βλέποντάς με να κουβαλάω τα νεκρά ζώα στις κουζίνες, όπου υποχρεωτικά δουλεύει όντας τραυματισμένος.

Δεν του απαντώ, απλά συνεχίζω να χαμογελώ ευχαριστημένη που κατάφερα να του αποδείξω την αξία μου σε κάτι θεωρητικά ‘αντρικό’ όπως το κυνήγι. Δεν θέλω να με βλέπει κανείς ως ένα ευάλωτο κορίτσι που βρέθηκε τυχαία εδώ. Θέλω να σέβονται την δύναμή μου και τις ικανότητές μου. Αν και από τότε που έγινε εκείνη η δημόσια πρόποση από τον Αρχηγό, όλοι με κοιτούν με διαφορετικό μάτι. Με πραγματικό θαυμασμό. Πολλές φορές αναρωτιέμαι το γιατί. Απλά ακολούθησα ένα ένστικτο που έτυχε να είναι σωστό. Τι το τόσο δύσκολο κατόρθωσα; Πέρασα τον φράχτη χωρίς να με αντιληφθούν. Και λοιπόν; Η γενναιότητα δεν ήταν ποτέ παλιό μου κληροδότημα. Εδώ την απέκτησα, εδώ την κέρδισα. Με τη βοήθεια του αδερφού μου, των νέων μου φίλων και των απαράμιλλης ομορφιάς των τοπίων της φύσης που ακόμη με συγκινούν.

Άλλες φορές, όμως, συλλογίζομαι όσους άφησα πίσω μου. Φέρνω στο μυαλό μου τα μακριά κυματιστά μαλλιά της μητέρας μου, το άρωμά της, την στοργική αγκαλιά και την αγγελική φωνή της. Αναλογίζομαι την Δάφνη και τη Λυδία, παγιδευμένες σε παιχνίδια της εξουσίας, πιόνια του φόβου τους. Και συνειδητοποιώ πως δεν τις γνώρισα ποτέ στ’ αλήθεια. Δεν είναι ο εαυτός τους, φορούν απλά το προσωπείο που τους επιβάλλει η πόλη. Και οι γονείς μου; Είναι άραγε κι αυτοί απρόσβλητοι στις ουσίες; Σύμφωνα με ιατρικές έρευνες, για να έχει κανείς αντισώματα πρέπει να τα έχει κληρονομήσει τουλάχιστον από έναν από τους γονείς του. Αυτό σημαίνει πως είτε η μητέρα μου είτε ο πατέρας μου ή ίσως ακόμη και οι δύο έχουν ανοσία. Απορρίπτω αυτόματα την πιθανότητα να είναι απρόσβλητος ο πατέρας μου. Δουλεύει χρόνια στο Υπουργείο Άμυνας και μάλιστα ως ανώτατο στέλεχος, επομένως δεν μπορεί παρά να έχει υποταχθεί, αλλιώς θα ήξερε σίγουρα την αλήθεια και θα είχε κινητοποιηθεί. Αλλά για κάποιο λόγο είμαι σχεδόν βέβαιη πως η μητέρα μου έχει όντως ανοσία. Μπορεί να φταίει η εμπιστοσύνη που μου εμπνέει, ο τρόπος που συμπάσχει με τον πόνο του άλλου, τα πάντα προσεγμένα και σοφά της λόγια. Αποδιώχνω γρήγορα τη σκέψη. Τι σημασία έχει πια; Εγώ έφυγα και την άφησα πίσω να παλέψει με τα ίδια ερωτήματα που κατέτρωγαν και μένα για μήνες. Είναι πλέον μόνη. Την παράτησα χωρίς να σκεφτώ τον πόνο της απώλειας και της μοναξιάς. Έχασε δυο παιδιά. Επειδή εγώ φέρθηκα τόσο εγωιστικά.

«Ιάσονα;», ψιθυρίζω μια μέρα πριν πάω για ύπνο στο δωμάτιο που μοιράζομαι με την Μαριλένα. «Σκέφτεσαι ποτέ όσους άφησες πίσω;».

Μένει για λίγο σιωπηλός σα να επεξεργάζεται τα λόγια μου κι έπειτα από λίγο απαντάει ψιθυριστά:

«Πριν έρθεις εδώ, σε σκεφτόμουν κάθε λεπτό της ημέρας. Ένιωθα μισός χωρίς εσένα. Αλλά τώρα που ήρθες, αισθάνομαι πραγματικά ευτυχισμένος, γιατί έχω ξεγράψει την προηγούμενη ζωή μου. Όταν ξεχνάς, δεν πονάει τόσο. Θα δεις».

Σκέφτομαι να του μιλήσω για το επαναλαμβανόμενο όνειρό μου, για το πώς με κράτησε ζωντανή αυτούς τους μήνες που έλειπε και για το πόσο με βοήθησε να τον ξαναβρώ. Αλλά διστάζω κι έτσι απλά ψελλίζω:

«Και η μαμά;».

«Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, Νεφέλη. Αν έχει ανοσία θα την εντοπίσουν κι από εκεί κι έπειτα είναι δική της επιλογή», μουρμουρίζει κουρασμένα.

«Ναι, όπως εντόπισαν κι εμένα», ψιθυρίζω θυμωμένα.

«Εσύ ήσουν εξαίρεση».

«Και πού ξέρεις πως δεν υπάρχουν κι άλλες εξαιρέσεις εκεί έξω; Άνθρωποι που φοβούνται να αποκαλυφτούν;», ρωτάω ξέπνοα.

«Δεν μπορούμε να σώσουμε τους πάντες», αποκρίνεται με μια δόση απογοήτευσης να χρωματίζει τη φωνή του. «Καληνύχτα, Νεφέλη».

Την ίδια νύχτα ονειρεύομαι την μητέρα μου να τραγουδάει στο πιάνο ‘το τραγούδι μας’ φορώντας μια μακριά μεταξωτή άσπρη τουαλέτα. Η φωνή της ηχεί κρυστάλλινη, δυνατή σαν θύελλα που παρασέρνει μουσικές νότες στο διάβα της. Η μουσική από το πιάνο σε συνδυασμό με την επιβλητική παρουσία της και την αγγελική φωνή της, κρύβει κάτι το απόκοσμο. Σα να αγγίζει τα ουράνια, σα να φτάνει στην τελειότητα και στις πύλες του Παραδείσου. Το τραγούδι κορυφώνεται στην τελευταία στροφή.

Μην τρεμοπαίξεις ούτε λεπτό,

είναι, φεγγάρι, το φως σου ακριβό.

Μα κάθε λεπτό που φτερουγίζει μακριά,

πλησιάζει η ώρα για τη λευτεριά.

Προφέρει τη λέξη λευτεριά με ασύλληπτη ενέργεια σα να την ωθεί μια εξωπραγματική δύναμη. Πατάει τα τελευταία πλήκτρα του πιάνου κι έπειτα εξαφανίζεται. Θέλω να της φωνάξω να επιστρέψει, θέλω να της πω πόσο μου λείπει και πόση ανάγκη έχω να χωθώ στην ζεστή αγκαλιά της. Αλλά εξαφανίζεται πολύ γρήγορα, σαν το τίναγμα των φτερών μιας πεταλούδας. Και τότε εμφανίζεται σαν σκιά από το βάθος ένα αγόρι, ψηλό και μυώδες. Φοράει κατάμαυρα ρούχα στο ίδιο χρώμα με τα κοντοκουρεμένα μαλλιά του και τα μάτια του. Ο Μάριος. Με πλησιάζει, σταματάει λίγο μπροστά από το πρόσωπό μου, τόσο κοντά που μπορώ να εισπνεύσω την μυρωδιά από πεύκα και χλόη που κουβαλάει. Με καρφώνει με ένα έντονο βλέμμα και νιώθω πως βυθίζομαι στα φλογερά και απύθμενα μάτια του. Τα χείλη του κινούνται και προλαβαίνω να διαβάσω τα λόγια που κρύβονται πίσω τους πριν εξαφανιστεί σαν τον αιθέρα:

«Διάβασε πίσω από τις λέξεις».

Μαξιλάρια γεμάτα υποταγμένα σύννεφα-Βιβλίο 1ο ~Greek Wattys 2015 WinnerΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα