Ο Λύκος Δεν Είναι Νεκρός

By SavvasChrysicopoulos

7K 782 75

«Τι διάολο έχεις πάθει; Ξαδέλφη σου είναι, ανώμαλε!» μάλωσε ψιθυριστά τον εαυτό του. Η Ελπίδα ήταν ξαπλωμένη... More

1. Διπλό Γεύμα
2. Ένας Απρόσμενος Επισκέπτης
3. Μία αλλόκοτη υπόθεση
4. Ο Στέλιος, η Ελπίδα κι ένα παλιό δυστύχημα
5. Ένα παιχνίδι για τολμηρούς
6. Ένα άστρο σβήνει
7. Ανάκριση
8. Η Ντάλια
9. Η Τελευταία Συγκέντρωση
10. Η Σκοτεινή Μορφή
11. Η γριά
12. Η γυναίκα με τα φτερά
14. Οι πρώτοι σπόροι
15. Περί Μαγισσών
16. Ανεκπλήρωτο πάθος
17. Τελευταίες συμβουλές
18. Βάγκραντ
19. Καλά και Κακά Νέα
20. Δυσοίωνα συμπεράσματα
21. Έφτασε η ώρα
22. Η Προδοσία
23. Αιχμάλωτοι
24. Μίσος
25. Αναγέννηση
26. Σφραγισμένη μοίρα
27. Θυσία
28. Η Τελική Μάχη
29. Κληρονομιά

13. Ένα παράξενο μήνυμα

183 27 5
By SavvasChrysicopoulos

         Η παρέα έκατσε σε ένα τραπεζάκι κάτω από τη δροσερή σκιά μιας πολύχρωμης ομπρέλας κήπου. Το εστιατόριο βρισκόταν στο κέντρο του πάρκου. Ήταν ένα αδιάφορο τετραγωνικό κτίσμα με λίγα παράθυρα. Η ψηλή βλάστηση, οι φωνές των ζώων και η βαριά μυρωδιά του τριχώματος έχτιζαν μία περίεργη ατμόσφαιρα και έκαναν το μαγαζί να μοιάζει με μικρό κομμάτι πολιτισμού στη μέση μιας μακρινής ζούγκλας.

         «Τι να σας φέρω;» ρώτησε η νεαρή σερβιτόρα. Ήταν ψηλή και τα μαύρα μαλλιά της ήταν πιασμένα αλογοουρά. Πάνω από τα γεμάτα χείλη και την ανασηκωμένη μύτη ήταν φυτεμένα δύο πανέμορφα, κυπαρισσί μάτια. Κρατούσε ένα μπλοκάκι και ένα πράσινο μολύβι.

         «Έναν πίθηκο με παπαγαλάκια για γρανιτούρα» πετάχτηκε ο Στέλιος. Οι φίλοι του τον κοίταξαν αμίλητοι. «Ξέρετε... Επειδή είμαστε σε ζωολογικό κήπο.. Ω, ξεχάστε το!»
      
       Ο Μπιλ ανασήκωσε τα φρύδια. «Πραγματικά, ξάδελφε, μερικές φορές ανησυχώ για σένα. Μπερδεύεις συχνά το χιούμορ με ξενέρωτες μαλακίες» του είπε και χτύπησε συγκαταβατικά την πλάτη του.

        Οι υπόλοιποι γέλασαν και η σερβιτόρα άστραψε στον Μπιλ ένα χαμόγελο.

        «Λοιπόν, τι θα πάρετε; Τα ζώα μας τέλειωσαν πάντως» συμπλήρωσε κοιτώντας με νόημα τον ντροπιασμένο Στέλιο.

       «Ένα σάντουιτς τυρί - γαλοπούλα» είπε η Ντάλια.

       «Κι εγώ το ίδιο» δήλωσε ο Σάκης.

       «Ένα τοστ και ένα χυμό» είπε η Ελπίδα που είχε κοιτάξει τον κατάλογο την τελευταία στιγμή.

       «Εμένα θα μου φέρετε ένα κλαμπ σάντουιτς» αποφάσισε ο Μπιλ. «Εσύ, Στέλιο;»

       «Μια μπαγκέτα απ' όλα με μαγιονέζα, ένα κλαμπ σάντουιτς, τηγανητές πατάτες και μία κόκα κόλα».

       «Ο Χριστός και η Παναγία!» έκανε η Ντάλια και την έπιασαν τα γέλια. «Πραγματικά, Στέλιο μου, καλύτερα να φας τον πίθηκο που έλεγες. Λιγότερες θερμίδες θα 'χει».

       «Αυτά;» ρώτησε η σερβιτόρα, μαζεύοντας τους καταλόγους.

       «Ναι, σε ευχαριστούμε» είπε η Ελπίδα.

       Όσο οι υπόλοιποι συνέχισαν να μιλούν ζωηρά ο Μπιλ σκεφτόταν τη Μαρία. Παρατήρησε τους φίλους του. Συνέχιζαν τη ζωή τους. Όχι, δεν την είχαν ξεχάσει, απλώς είχαν αποδεχτεί το γεγονός ότι δεν υπήρχε τρόπος να αλλάξουν το τετελεσμένο γεγονός. Ο Μπιλ ίσως να είχε δείξει στους άλλους ότι το είχε καταφέρει και ο ίδιος, μα τον εαυτό του δεν μπορούσε να τον ξεγελάσει. Μια μικρή σκέψη αρκούσε να τον κάνει να ταξιδέψει αναπολώντας το όμορφο παρελθόν μαζί της και να επιστρέψει δακρύβρεχτος στο σκληρό παρόν χωρίς αυτήν.

       Η σερβιτόρα τους έφερε τα πιάτα και, κοιτώντας έντονα τον Μπιλ, τους ευχήθηκε καλή όρεξη.

       «Αδελφούλη, η κοπελιά σε κοζάρει. Ελπίζω να το κατάλαβες» ψιθύρισε η Ντάλια στον Μπιλ, όταν έφυγε η κοπέλα.

       «Τι;».

       «Καλά, δεν πρόσεξες τα βλέμματα που σου έριξε;» ρώτησε ο Στέλιος. «Και πριν που έπαιρνε την παραγγελία, αλλά και τώρα» είπε ο Στέλιος.

       «Ε, και τι μ' αυτό;» έκανε ο Μπιλ νιώθοντας ένα παράξενο τσίμπημα στην καρδιά του. Δεν τον ενδιέφερε. Για λίγο δεν μιλούσε κανείς και ακουγόταν μόνο το πιρούνι του Στέλιου που δούλευε ασταμάτητα.

       Η Ντάλια φάνηκε να δυσκολεύεται να μιλήσει. Παραδόξως, ο Σάκης ήταν αυτός που τόλμησε να πει: «Μπιλ, δεν νομίζεις ότι πρέπει σιγά - σιγά να... ξέρεις... να προχωρήσεις;».

       Ο Μπιλ πετάχτηκε όρθιος και έκανε το Στέλιο δίπλα του να διακόψει το μάσημα ξαφνιασμένος.

       «Τι μου λες τώρα; Να ξεχάσω τη Μαρία; Αυτό λες; Να βρω γκόμενα; Ούτε δύο μήνες δεν πέρασαν από τότε! Πώς γίνεται να ξεχάσει κάποιος το καλύτερο κομμάτι της ζωής του;». Ο Μπιλ ύψωνε όλο και περισσότερο τον τόνο της φωνής του.

       «Μπιλ, ο Σάκης απλά-» ξεκίνησε η Ντάλια.

       «Τι "ο Σάκης"; Εσύ και αυτός κάνετε λες και η Μαρία ήταν το κατοικίδιό μου που πέθανε! Ακόμα κι αν δεν σήμαινε τίποτα για σας, δεν μπορείτε να μιλάτε έτσι γι' αυτήν».

       «Μπιλ, πρόσεχε τα λόγια σου γιατί τους πληγώνεις» τον παρακάλεσε η Ελπίδα. «Και μη φωνάζεις. Ηρέμησε και κάτσε κάτω».

       «Πες τους, Σάκη» έκανε ο Μπιλ ρίχνοντας ένα δολοφονικό βλέμμα στον αστυνομικό. «Πες τους όταν με έβαλες να κάτσω στο δωμάτιο ανάκρισης σαν σωστό ύποπτο». Έκατσε στην καρέκλα του κατακόκκινος.

       Ο Σάκης αναστέναξε. «Μπιλ, όταν σε ανέκρινα, έκανα τη δουλειά μου. Αν πάει κάποια για να χωρίσει, διεκδικώντας την κηδεμονία των παιδιών, στον καλύτερό φίλο του άντρα της που είναι δικηγόρος, εκείνος πρέπει να κάνει τη δουλειά του. Θα είναι αντικειμενικός και ψυχρός, όπως πρέπει να είναι». Ο Σάκης μιλούσε ήρεμα και κοιτούσε τον Μπιλ στα μάτια.

       Ο Μπιλ καταλάβαινε τι εννοούσε ο φίλος του, μα ο θυμός μέσα του συνέχισε να βράζει, τροφοδοτώντας τον εγωισμό του.

       «Και νομίζω» συνέχισε ο Σάκης, «πως οφείλεις μία συγνώμη στην αδελφή σου. Εκείνη δεν είπε ούτε έκανε τίποτα».

       Ο Μπιλ κοίταξε την Ντάλια. Τα βουρκωμένα μάτια της ήταν στραμμένα στο τραπέζι. Ένιωσε ηλίθιος με τον τρόπο που είχε αντιδράσει. Σηκώθηκε και αγκάλιασε την αδελφή του.

       «Δεν ήθελα να φωνάξω, αδελφούλα» απολογήθηκε όταν την άφησε. «Συγνώμη. Ξέσπασα επάνω σου, ενώ εσύ προσπαθούσες απλά να βοηθήσεις».

       «Δεν πειράζει» του χαμογέλασε η Ντάλια και σκούπισε τα μάτια της.

        «Υπάρχει κάτι σατανικό ανάμεσά σας».

       Ο Μπιλ στράφηκε και είδε την ίδια ηλικιωμένη γυναίκα με το εξωτικό ντύσιμο. Εκείνη η παράξενη γυναίκα που τους είχε μιλήσει και στην είσοδο. Καθόταν μόνη της στο διπλανό τραπέζι και περιεργαζόταν την παρέα με τα μικροσκοπικά μάτια της.
«Ωχ, η ξεμωραμένη πάλι» είπε ο Στέλιος ώστε να μπορεί να τον ακούσει μόνο ο Μπιλ που στεκόταν δίπλα του.

       «Τι εννοείτε;» ρώτησε η Ντάλια. Φώναξε λες και η γριά βρισκόταν πιο μακριά τους.

       «Μα τι ρωτάς, ρε Ντάλια, δεν την βλέπεις τη γυναίκα;» της ψιθύρισε η Ελπίδα.

       «Σε πληροφορώ, μικρή μου, ότι τα έχω τετρακόσια... Και ακούω πολύ καλά για την ηλικία μου» είπε η γριά και ρούφηξε μια γουλιά από το τσάι της. Η Ελπίδα ανακάθισε κατακόκκινη. «Μην ανησυχείς, το έχω συνηθίσει πια» συνέχισε η ηλικιωμένη. «Φαίνεται πως όλοι είναι προκατειλημμένοι λόγω του ντυσίματός μου. Αν ήξεραν ότι είμαι μάγισσα λέτε να δικαιολογούσαν τα ρούχα; Δεν νομίζω. Ίσως τότε να με θεωρούσαν ακόμα πιο τρελή».

       «Είστε μάγισσα;» ρώτησε ο Στέλιος δήθεν εντυπωσιασμένος. «Ήρθατε, δηλαδή, εδώ με την σκούπα σας;». Η Ελπίδα τον σκούντηξε για να σωπάσει.

       Η γριά δεν φάνηκε να ενοχλείται. «Πάει καιρός που οι μάγισσες άφησαν τις σκούπες. Η τεχνολογία σε κάποιους τομείς έχει προφτάσει την μαγεία. Αυτό το παραδέχομαι. Όμως ένα τεχνητό λουλούδι, ακόμα κι αν μπορεί να αναπτυχθεί, να παράγει νέκταρ και να μυρίζει όμορφα, δεν παύει να είναι ψεύτικο. Ψεύτικο άρωμα, ψεύτικη ζωή, ανύπαρκτος θάνατος. Η επιστήμη ξεχνάει τα μυστήρια που κρύβονται στη φύση. Και κάθε φορά που βρίσκεται αντιμέτωπή τους κάνει πως δεν τα βλέπει και ψάχνει για περισσότερες λογικές απαντήσεις».

       Τρελή με πτυχίο, σκέφτηκε ο Μπιλ, εντυπωσιασμένος με τον τρόπο που μιλούσε η αυτοαποκαλούμενη μάγισσα.

       Για λίγα λεπτά δεν μίλησε κανείς. Ο Στέλιος αγνοούσε επιδεικτικά τη γριά και καταβρόχθιζε το φαγητό του. Οι υπόλοιποι έριχναν μεταξύ τους ματιές. Η Ελπίδα μετά την επίπληξη της γριάς φαινόταν να αισθάνεται άσχημα που την αντιμετώπισε έτσι.

       «Θέλω να τη ρωτήσω τι εννοούσε με αυτό που μας είπε πριν» δήλωσε χαμηλόφωνα η Ντάλια.

       «Χάνεις το χρόνο σου κατά την γνώμη μου» είπε ο Σάκης. «Το βλέπεις ότι δεν είναι στα καλά της».

       «Όπως και να 'χει εγώ θέλω να μάθω γιατί το είπε». Η Ντάλια ξερόβηξε και στράφηκε προς τη γριά. Εκείνη είχε ακόμη καρφωμένες τις μαύρες κουμπόρτρυπές της, εκείνα τα κορακίσια μάτια, επάνω τους.

       «Συγνώμη... Πριν μας είπατε ότι υπάρχει κάτι σατανικό ανάμεσά μας. Γιατί το είπατε αυτό;».

       «Εσύ θα μου πεις, μικρή μου».

       «Εγώ; Μα για να σας ρωτάω, πώς είναι δυνατόν να ξέρω;».

       Η μάγισσα δεν απάντησε αμέσως.

        «Ούτε εγώ μπορώ να σε βοηθήσω» είπε τελικά. Έστρεψε το βλέμμα της στο κλουβί με τις κουκουβάγιες. Ο Μπιλ θα ορκιζόταν ότι για μια στιγμή η γριά φάνηκε τρομοκρατημένη.

       «Μα αν δεν ξέρετε, τότε γιατί...;» συνέχισε η Ντάλια.

       «Άστο, ρε Ντάλια» είπε ο Μπιλ.

       Μέχρι να φύγει η παράξενη γριά, οι πέντε φίλοι αντάλλαξαν λίγες κουβέντες. Μόλις σηκώθηκε από το τραπέζι, ο Μπιλ παρατήρησε ότι η γυναίκα δίπλωνε κάτι στα ροζιασμένα δάχτυλά της. Η μάγισσα τον κοίταξε στα μάτια και τον έκανε να νιώσει γυμνός, λες και μπορούσε να δει από εκεί που στεκόταν όλα τα μυστικά του.

       Έπειτα, η γριά πήρε το σκουρόχρωμο δεμάτι της, πέρασε δίπλα από το τραπέζι τους αμίλητη και έφυγε.

       «Καλά, δεν υπήρχε η γυναίκα» σχολίασε ο Στέλιος και ήπιε την τελευταία γουλιά από το αναψυκτικό.

       «Εμένα με φόβισε λίγο, είναι η αλήθεια» δήλωσε η Ντάλια συνοφρυωμένη. «Και με αυτό που είπε... δεν ξέρω».

       «Έλα τώρα, αγάπη μου, που θα αφήσεις μια ξεμωραμένη να σου χαλάσει τη διάθεση!» είπε ο Σάκης στην γυναίκα του. «Λοιπόν, λέω να σηκωθούμε γιατί έχουμε πολλά να δούμε ακόμα. Μη νυχτωθούμε εδώ».

       «Κάτσε ρε συ, να χωνέψουμε πρώτα» είπε ο Στέλιος και έτριψε την κοιλιά του.

       «Με όλα αυτά που έφαγες, χλωμό το βλέπω να χωνεύεις σήμερα» τον πείραξε ο Σάκης.

       Η Ντάλια γύρισε προς την Ελπίδα και τον αδελφό της. «Τι σκέφτεστε εσείς οι δύο και δεν μιλάτε;».

       «Επηρεάστηκα κι εγώ με τη γριά» μίλησε πρώτη η Ελπίδα. «Εσύ, αδελφούλη, τι σκέφτεσαι;» ρώτησε η Ντάλια.

       «Τίποτα. Αφαιρέθηκα» είπε ο Μπιλ, χωρίς να πείσει την αδελφή του. «Την τρελόγρια σκεφτόμουν». Ο Μπιλ κρατούσε το χαρτάκι στα χέρια του κάτω από το τραπέζι.

                                       ***

       Ο Μπιλ είχε δει τη γυναίκα να αφήνει ένα διπλωμένο χαρτί να πέσει στο πίσω πόδι της καρέκλας του, όταν εκείνη είχε περάσει από πίσω τους. Έσκυψε δήθεν να δέσει τα κορδόνια του και το μάζεψε.

       Δεν το άνοιξε μέχρι να φύγουν από το ζωολογικό κήπο. Μπήκε στον πειρασμό αρκετές φορές να το βγάλει από την τσέπη του για να δει τι γράφει, όμως οι υπόλοιποι ήταν κοντά και δεν ήθελε να το διακινδυνεύσει. Η γριά του είχε δώσει την εντύπωση ότι μόνο εκείνος έπρεπε να διαβάσει τι έγραφε στο χαρτί.

       Κατά τις έξι βγήκαν από το πάρκο και αποχαιρετίστηκαν στο χώρο στάθμευσης των αυτοκινήτων.

       Η Ελπίδα κοιμήθηκε στο αμάξι κι έτσι δεν μίλησαν πολύ. Ο Στέλιος οδηγούσε και μουρμούριζε τα αγαπημένα του τραγούδια. Ο Μπιλ έβγαλε το χαρτάκι στο πίσω κάθισμα και το ξεδίπλωσε. Παρόλο που τα γράμματα φαίνονταν να έχουν γραφτεί βιαστικά, είχαν έναν αλλόκοτο, καλλιγραφικό χαρακτήρα.

       Ο Μπιλ γούρλωσε τα μάτια βλέποντας το όνομά του στην προσφώνηση.

       «Βασίλη, μην πεις σε κανέναν για αυτό. Έλα να με βρεις σήμερα το βράδυ. Αριστοφάνους 13, στο υπόγειο. Στο κουδούνι γράφει "Φρίντα". Μην το καθυστερήσεις. Αύριο μπορεί να είναι αργά και για τους δυο μας. Ξέρω ποιος σκότωσε την κοπέλα σου».

       Ξέρω ποιος σκότωσε την κοπέλα σου, επανέλαβε ο Μπιλ από μέσα του. Η γυναίκα αυτή φαινόταν να γνωρίζει παραπάνω απ' όσα θα 'πρεπε. Πώς είναι δυνατόν;

       «Στέλιο» είπε ο Μπιλ προσπαθώντας να ακουστεί όσο πιο ήρεμος γινόταν. «Πήγαινέ με σπίτι τελικά. Είμαι κουρασμένος. Θα κάνω ένα μπανάκι και θα πέσω νωρίς για ύπνο. Βλέπουμε άλλη φορά ταινιούλα».

       «Οκ. Όπως νομίζεις, ξάδερφε».

       Ο Μπιλ είχε την αίσθηση ότι εκείνη η νύχτα έμελλε να είναι επεισοδιακή.

                                                                                                             ***  

        Ο Μπιλ κλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματός του και έβγαλε τα ιδρωμένα ρούχα του, πετώντας τα σε όποιο έπιπλο ήταν πιο κοντά. Μπήκε στην τουαλέτα και άνοιξε τη βρύση να πλύνει το πρόσωπό του. Κοίταξε το είδωλό του στον μικρό καθρέφτη και αναλογίστηκε πόσα είχαν συμβεί τον τελευταίο καιρό. Έχασε τη Μαρία του από έναν κατά συρροή δολοφόνο που ήταν ακόμα ελεύθερος, την προηγούμενη μέρα είδε εκείνη τη σκοτεινή μορφή στο σπίτι των ξαδερφιών του - η οποία ήδη του φαινόταν σαν μακρινός εφιάλτης – και σήμερα έγινε το σκηνικό με την γριά... Μήπως όλα αυτά συνδέονταν με κάποιον τρόπο;

       «Χρειάζομαι ένα κρύο ντους» μονολόγησε.

       Το νερό ήταν αναζωογονητικό. Όταν ο Μπιλ άρχισε να σκουπίζεται, συνειδητοποίησε πως το είχε αποφασίσει. Θα πήγαινε να ακούσει τι είχε να του πει αυτή η Φρίντα.

       Η οδός Αριστοφάνους ήταν είκοσι λεπτά με αμάξι από το σπίτι του. Σαράντα λεπτά με το Καναρίνι δηλαδή, νόμιζε ότι άκουσε την Μαρία να τον πειράζει. Ο Μπιλ χαμογέλασε. Ό,τι έκανε απόψε, το έκανε για αυτή τη φράση: «Ξέρω ποιος σκότωσε την κοπέλα σου».

       Δεν μπορούσε να τη φέρει πίσω από τον Παράδεισο, το ήξερε αυτό. Μπορούσε όμως να στείλει στην Κόλαση το κάθαρμα που τη σκότωσε.  

Continue Reading

You'll Also Like

138K 5.7K 29
Μπορει το μυαλο ενας ανθρώπου να τον οδηγήσει σε λάθος συμπεράσματα; Ποσο μαλλον αν αυτο το μυαλο ειναι ενός αθώου κοριτσιού που με βάση την νεα Πόλ...
40.5K 1K 30
Τρομακτικές Ιστορίες Ελπίζω να σας αρέσουν
486K 9.4K 20
Άλεξ και Ρία Ρία και Άλεξ Απο συμμαθητές... σε εχθροί... σε φίλοι και μετά ξέρετε Αλλά ποτέ δεν ξες πως θα τελειώσει κάτι, ανεξάρτητα πόσο όμορφο εί...
406K 29.1K 61
H Έλενα έχει χάσει τον πατέρα της απο πολύ μικρή.Έβλεπε συνεχώς την μητέρα της να παλεύει για να την μεγαλώσει κι όμως ποτέ δεν κατέρρευσε ήταν πάντα...