Ο Λύκος Δεν Είναι Νεκρός

By SavvasChrysicopoulos

7K 782 75

«Τι διάολο έχεις πάθει; Ξαδέλφη σου είναι, ανώμαλε!» μάλωσε ψιθυριστά τον εαυτό του. Η Ελπίδα ήταν ξαπλωμένη... More

1. Διπλό Γεύμα
2. Ένας Απρόσμενος Επισκέπτης
3. Μία αλλόκοτη υπόθεση
4. Ο Στέλιος, η Ελπίδα κι ένα παλιό δυστύχημα
5. Ένα παιχνίδι για τολμηρούς
7. Ανάκριση
8. Η Ντάλια
9. Η Τελευταία Συγκέντρωση
10. Η Σκοτεινή Μορφή
11. Η γριά
12. Η γυναίκα με τα φτερά
13. Ένα παράξενο μήνυμα
14. Οι πρώτοι σπόροι
15. Περί Μαγισσών
16. Ανεκπλήρωτο πάθος
17. Τελευταίες συμβουλές
18. Βάγκραντ
19. Καλά και Κακά Νέα
20. Δυσοίωνα συμπεράσματα
21. Έφτασε η ώρα
22. Η Προδοσία
23. Αιχμάλωτοι
24. Μίσος
25. Αναγέννηση
26. Σφραγισμένη μοίρα
27. Θυσία
28. Η Τελική Μάχη
29. Κληρονομιά

6. Ένα άστρο σβήνει

263 27 1
By SavvasChrysicopoulos

        «...και κλείδωσα την πόρτα».

       Ο Μπιλ άκουγε με προσήλωση την ξαδέλφη του. Παρότι η ιστορία του φαινόταν τραβηγμένη, τον είχε συνεπάρει.

        Η Ελπίδα σ' αυτό το σημείο άρχισε να μιλάει πιο γρήγορα. «Ε, μετά πήγαμε στο δωμάτιο του Στέλιου να με διαβεβαιώσει πως δεν είναι τίποτα εκεί, μου εξομολογήθηκε πόσο πολύ του αρέσω κι έπειτα έκανα το καλύτερο σεξ της ζωής μου».

       Ο Μπιλ γύρισε προς τον Στέλιο, ο οποίος έμεινε να κοιτάζει αποσβολωμένος την Ελπίδα. Με δυσκολία συγκράτησε το γέλιο του, βλέποντας τον σοκαρισμένο άντρα.

        «Το κάνατε στο κρεβάτι μου;» ρώτησε ο Στέλιος την αδελφή του. «Αυτή τη σημαντική λεπτομέρεια την παρέλειψες την τελευταία φορά».

        «Τέλος πάντων» είπε η Ελπίδα χωρίς να σχολιάσει. «Τώρα είμαστε μαζί με τον Δημήτρη. Με κάνει να νιώθω ευτυχισμένη».

       «Πες μου σε παρακαλώ ότι αλλάξατε τα σεντόνια μετά» ζήτησε να μάθει ανήσυχος ο Στέλιος.

       Η Ελπίδα τον αγνόησε για άλλη μια φορά, αλλά χαμογέλασε εντείνοντας την ανησυχία του Στέλιου. Η κοπέλα σηκώθηκε και μάζεψε τα πιάτα και τα άδεια χαρτόνια πίτσας.

       Συζήτησαν λίγη ώρα ακόμη. Αναπόλησαν τις περιπέτειές τους στο χωριό και μίλησαν για τα σχέδια του άμεσου μέλλοντος. Ο Μπιλ λάτρευε εκείνες τις ατελείωτες συζητήσεις με τον Στέλιο και την Ελπίδα.

       Κάποια στιγμή ο Μπιλ κοίταξε το ρολόι τοίχου. «Λέω να φεύγω σιγά - σιγά. Θα πάω με την Μαρία σινεμά και πρέπει να βγάλω εισιτήρια» είπε και σηκώθηκε.

       «Όπως θες, Μπιλάκο» έκανε η Ελπίδα και σηκώθηκε να τον συνοδεύσει. Ο Μπιλ πήρε το κράνος του από τον καναπέ και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα.

       «Άντε, θα τα πούμε, ρε ξάδελφε! Δώσε χαιρετίσματα στην Μαρία» είπε ο Στέλιος.

       «Και από μένα πολλά φιλάκια!» έκανε χαμογελαστή η Ελπίδα.

       «Θα της δώσω. Γεια σας, παίδες, τα λέμε» είπε ο Μπιλ. Φίλησε σταυρωτά την ξαδέρφη του και έσφιξε το χέρι του Στέλιου.

       Επιστρέφοντας στο σπίτι του σκεφτόταν όλα αυτά που έλεγε η Ελπίδα για το Ουίτζι. Ο Μπιλ δεν ήταν άνθρωπος που πίστευε στα μεταφυσικά φαινόμενα, παρόλο που μεγάλωσε με μια θρήσκα μητέρα, η οποία ζούσε παλεύοντας με τις δεισιδαιμονίες της. Από την άλλη μεριά όμως, πίστευε την ξαδέλφη του. Ποτέ της δεν υπερέβαλε για γεγονότα, σε αντίθεση με τον παραμυθά Στέλιο. Τον είχε επηρεάσει τόσο η ιστορία της, που με την πρώτη ευκαιρία θα έψαχνε στο διαδίκτυο πληροφορίες για τον περιβόητο πίνακα των πνευμάτων. Ίσως να δοκίμαζε να παίξει και ο ίδιος κάποια στιγμή.

       Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα, σκέφτηκε ενώ περίμενε να ανάψει το φανάρι πράσινο. Θυμήθηκε τον πατέρα του να λέει αυτή την παροιμία, συνήθως όταν τον ρωτούσαν να μάθουν κάτι για το οποίο δεν είχε ιδέα πώς να απαντήσει.

       «Μπαμπά, τι είναι το σεξ;» είχε ρωτήσει κάποτε η Ντάλια τον Βαγγέλη. Ο Μπιλ δεν πήγαινε καν σχολείο, κι όμως θυμόταν καθαρά τα χρυσά κοτσιδάκια της αδελφής του και το έκπληκτο πρόσωπο του πατέρα του.

       «Λοιπόν, τι είναι;» επέμεινε η Ντάλια.

       «Που την άκουσες αυτή τη λέξη;» ρώτησε ο Βαγγέλης κοιτώντας την κόρη του αυστηρά.

       «Την είπε ο Γιωργάκης στο σχολείο, που την άκουσε να την λέει ο μεγάλος του αδερφός. Τι είναι;».

      «Θέλει ένα γερό χέρι ξύλο ο αδερφός του Γιωργάκη, λοιπόν» ακούστηκε η μητέρα της Ντάλιας από την κουζίνα.

       Η Ντάλια την αγνόησε και συνέχισε με επιμονή. «Τι είναι, μπαμπά; Τι σημαίνει σεξ;».

       Ο μπαμπάς έδειχνε να σκέφτεται πυρετωδώς. Ο Μπιλ φαντάστηκε δεκάδες σκουριασμένα γρανάζια στο μυαλό του να τρίζουν προσπαθώντας να αναπτύξουν ταχύτητα.

       «Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα» είπε τελικά παραδομένος και έφυγε από το δωμάτιο.

       Φυσικά, η Ντάλια δεν ευχαριστήθηκε με την απάντηση του πατέρα της και άρχιζε να φωνάζει «Σεξ» σε ανύποπτο χρόνο όλη την υπόλοιπη μέρα.

       Η ανάμνηση έκανε τον Μπιλ να χαμογελάσει. Προσπάθησε να αγνοήσει μία άλλη εικόνα που εισέβαλε σαν ύπουλο φίδι στη γλυκιά θύμηση. Ένα δυνατό χαστούκι στο μικρό πρόσωπο της Ντάλιας που έκοψε μαχαίρι την κακή της συνήθεια να φωνάζει την άγνωστη λέξη, τόσο δυνατό μάλιστα που άφησε ένα πορφυρό αποτύπωμα στο τρυφερό της μάγουλο.

       Μετά από μισή ώρα δρόμο, ο Μπιλ κατέφτασε στον μικρό κινηματογράφο στο Μαρούσι.

       «ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ, ΜΩΡΟ ΜΟΥ. ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ. ΘΑ ΠΑΜΕ ΓΙΑ ΠΟΤΟ ΑΠΟΨΕ» έστειλε στη Μαρία, αφού τον ενημέρωσε η υπάλληλος στο εκδοτήριο ότι όλες οι θέσεις ήταν κατειλημμένες.

       Ο Μπιλ επέστρεψε σπίτι του. Έκανε μπάνιο στη μικροσκοπική ντουζιέρα και άρχισε να ετοιμάζεται για την έξοδό του. Το ρολόι έδειχνε εννέα και μισή, όταν κούμπωσε το μαύρο του πουκάμισο πάνω από το μακρύ τζιν παντελόνι.

       Αναθεματίζοντας που άργησε τόσο, κάλεσε τη Μαρία για να την ειδοποιήσει πως θα αργήσει. Η κοπέλα έμενε μαζί με τους γονείς της στον Πειραιά, σαράντα λεπτά δίχως κίνηση. Το μπαρ όπου δούλευε ήταν στα μέσα περίπου της διαδρομής των σπιτιών τους, στα Εξάρχεια. Ο Μπιλ είχε σκεφτεί πολλές φορές πως αν η Μαρία δεν είχε γνωστό τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού αυτού και αν δεν αποφάσιζε να διασχίζει σχεδόν κάθε βράδυ αρκετά χιλιόμετρα για να σερβίρει άξεστους μεθύστακες και καυλωμένους φοιτητές, δεν θα γνωρίζονταν ποτέ οι δυο τους.

       Η Μαρία σήκωσε το κινητό της μετά από αρκετά χτυπήματα. «Αχ, Μπιλάκο μου, τώρα θα σ' έπαιρνα τηλέφωνο. Δεν είσαι στον δρόμο, έτσι; Πειράζει να έρθεις αργότερα; Ο θείος μου μας έχει βγάλει έξω για φαγητό και τώρα θα πληρώσουμε και θα επιστρέψουμε σπίτι».

       «Χαλάρωσε, Μαράκι μου. Κι εγώ ήθελα να σου πω ότι θ' αργήσω αρκετά, οπότε είμαστε εντάξει. Να πούμε δέκα και μισή κάτω από το σπίτι σου;».

       «Ναι , μια χαρά είναι».

       Ο Μπιλ ετοιμαζόταν να την αποχαιρετήσει, αλλά εκείνη συνέχισε.

       «Αχ, κάνε μου τη χάρη να μιλήσουμε λίγο. Βαριέμαι ελεεινά εδώ... Έχω βγει έξω απ' το εστιατόριο να μιλήσουμε και τους άφησα τους υπόλοιπους στο τραπέζι. Τι πάρλα είναι αυτή που πιάνει τον θείο μου κάθε φορά! Ήθελα να 'ξερα τι τους ταΐζουν στην Αγγλία».

       «Έλα, υπομονή. Θα περάσει η ώρα και μετά θα βγούμε τα δυο μας».

       «Για πες! Τι σχέδια έχεις στο πονηρό μυαλό σου γι' απόψε;».

       Ο Μπιλ φαντάστηκε τη Μαρία να του χαμογελάει και να εμφανίζεται στο μάγουλό της το μικρό λακάκι που λάτρευε. Μέχρι και μέσα από το τηλέφωνο τον τρέλαινε αυτό το ναζιάρικο ύφος.

       «Δε σου λέω. Έκπληξη» της απάντησε.

       «Ό,τι και να κάνεις, ξέρω ήδη ένα πράγμα: θα περάσω καλά μαζί σου» έκανε εκείνη με το ίδιο πονηρό ύφος.

       «Αυτό εξυπακούεται. Είσαι τυχερή που μ' έχεις».

       «Ψωνισμένε!».

       «Εγώ φταίω που αρέσω;».

       «Λοιπόν, για πες, γόη, πώς πέρασες το απόγευμα; Τι κάνουν τα παιδιά;».

       «Μια χαρά είναι και σου στέλνουν χαιρετίσματα. Η Ελπίδα τα 'φτιαξε με έναν τύπο και είναι κάποιον καιρό μαζί».

       «Αχ, ωραία! Η μικρή μας Ελπίδα βρήκε αγόρι!» είπε λες και μιλούσε για κάποιο δεκάχρονο παιδάκι. «Και πού τον γνώρισε, πώς έγινε το όλο σκηνικό;».

       Τώρα σώθηκες, σκέφτηκε ο Μπιλ. «Τον γνώρισε στη σχολή αλλά αρχικά δεν έδειξε κανείς από τους δύο τους ενδιαφέρον για να προχωρήσει το πράγμα. Άμα κάτσω όμως να σου εξιστορήσω το πώς ήρθαν πιο κοντά, θα νυχτώσουμε. Άσε που δε θα με πιστέψεις κι από πάνω. Θα στα πω από κοντά σε λιγάκι».

       «Είμαι περίεργη να μάθω. Ο Στέλιος καλά είναι; Παραμένει ντουλάπας;».

      «Όσο δεν πάει. Αύξησε μάλιστα τις επισκέψεις στο γυμναστήριο μέσα στην εβδομάδα».

       «Τις αύξησε; Αν είναι δυνατόν! Επομένως κατασκήνωσε εκεί».

       «Κάπως έτσι». Ο Μπιλ κοίταξε το ρολόι του. «Σε αφήνω όμως για να ξεκινήσω. Τα λέμε σε λίγο από κοντά. Είπαμε δέκα και μισή κάτω από το σπίτι σου, έτσι;».

       «Ναι. Α, και Μπιλ...» η Μαρία κόμπιασε.

       «Τι;».

       «Άστο... τίποτα. Θα σου πω από κοντά» είπε τελικά δίνοντας ένα ηχηρό φιλί στο κινητό της, λες και έτσι θα έφτανε στα χείλη του. Ο Μπιλ έφυγε σκεφτόμενος τι μπορεί να ήθελε να του πει που δεν μπορούσε να αναφέρει απ' το τηλέφωνο.

                                      ***

       Είχε σκοτεινιάσει. Η ζέστη είχε υποχωρήσει κάπως κάτω από το έρεβος που είχε καταπιεί τον ουρανό. Το Καναρίνι τα πήγαινε καλά με τους μεγάλους δρόμους. Στον Κηφισό, ανέπτυξε ταχύτητα και τσουλούσε με ασυνήθιστη ευκολία. Τα αμάξια προσπερνούσαν τον Μπιλ, έμπαιναν κι έβγαιναν από εξόδους, άλλαζαν λωρίδες νευρικά σαν αναποφάσιστα, μεταλλικά κτήνη.

       Πριν στρίψει για να μπει στον στενό δρόμο του σπιτιού της Μαρίας ένιωσε ένα παράξενο προαίσθημα. Όχι σαν το χθεσινό προτού μπει στο σπίτι του και βρει τον Σάκη στο διαμέρισμά του. Ήταν ένα προαίσθημα που τον αναστάτωσε με σφοδρή δύναμη, αναδυόμενο από τα ανεξερεύνητα βάθη της ψυχής του.

       Έστριψε δεξιά με το Καναρίνι και φρέναρε απότομα. Έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας της Μαρίας ήταν μαζεμένος κόσμος, ένα περιπολικό και δύο ασθενοφόρα, που φώτιζαν τα σπίτια με τις σειρήνες τους, δίνοντάς τους μια εφιαλτική όψη.

       Ο Μπιλ παράτησε το μηχανάκι στον δρόμο και απομακρύνθηκε σαν ανέκφραστος υπνοβάτης. Αυτό που τον ένοιαζε μονάχα ήταν να μάθει αν η Μαρία ήταν καλά. Αν ήταν εκεί, ανάμεσα στο ανήσυχο πλήθος, έτοιμη να φύγουν. Θα ήταν όμορφη, όπως πάντα, έχοντας ίσως να του πει πολλά για το πώς τραυματίστηκε σοβαρά κάποιος γείτονάς της.

       Έτρεξε προς το τσούρμο, διέκρινε αναστατωμένα πρόσωπα και άκουσε λυγμούς. Δύο αστυνομικοί προσπαθούσαν να απομακρύνουν τον κόσμο από την είσοδο. Ο Μπιλ έσπρωχνε και φώναζε το όνομά της. Προσπάθησε να δει μέσα στον διάδρομο της πολυκατοικίας και δεν πρόσεξε αμέσως το πρόσωπο του αστυνομικού που πάσχιζε να τον συγκρατήσει. Ήταν ο Σάκης. Ο Μπιλ ξαφνιάστηκε. Τι δουλειά είχε ο Σάκης στον Πειραιά με τα ρούχα της δουλειάς του; Δεν τόλμησε να ρωτήσει τον φίλο του.

      Ο Σάκης φαινόταν δέκα χρόνια πιο γερασμένος. Ο Μπιλ ήξερε πως ο Σάκης έπρεπε να δείχνει ψύχραιμος και συναισθηματικά αποστασιοποιημένος από τα γεγονότα που είχαν σχέση με την δουλειά του. Τα μάτια του όμως ήταν κατακόκκινα. Έσφιξε τα χείλη.

       «Μπιλ... μείνε πίσω, σε παρακαλώ» κατάφερε να πει. Από την είσοδο βγήκαν δύο άντρες με γαλάζιες στολές σπρώχνοντας ένα φορείο. Το σώμα που κουβαλούσαν ήταν καλυμμένο με νοσοκομειακό σεντόνι.

       Ο Μπιλ πάγωσε. Άλλο ένα φορείο ακολούθησε. Κι άλλο ένα. Άκουσε μια γυναίκα να κλαίει.

       Ο Σάκης και ο συνεργάτης του είχαν απλώσει τα χέρια τους για να φτιάξουν έναν διάδρομο μέσα στο πλήθος. Τα φορεία κύλησαν προς τα ασθενοφόρα.

       Ο Μπιλ πέρασε γρήγορα κάτω από το χέρι του Σάκη. Έτρεξε προς το τελευταίο φορείο και απέφυγε έναν αστυνομικό που προσπάθησε να τον εμποδίσει.

       «Έι, γύρνα πίσω!».

       Έσπρωξε τον νοσοκόμο. Με κομμένη την ανάσα, ξεσκέπασε το φορείο.

       Οι φωνές δεν ακούγονταν πια. Μία τρύπα είχε καταπιεί τον Μπιλ, αφήνοντάς τον μόνο απέναντι στο πρόσωπο της Μαρίας. Ένα χλωμό, σχεδόν άγνωστο πρόσωπο, ένα άψυχο κορμί, μία κενή θωριά.

       Ένιωσε να τον τραβούν πίσω. Ο νοσοκόμος κάλυψε το πρόσωπο της γυναίκας που αγαπούσε. Κάποιος τού ψιθύρισε στο αφτί: «Κουράγιο, Μπιλ» -ίσως να ήταν ο Σάκης, ίσως ο ίδιος ο Χάρος που δεν είχε αποχωρήσει ακόμα με τις ψυχές που θέρισε- μα ο Μπιλ δεν ήταν εκεί για να λάβει το μήνυμα.

        Όχι, αυτή δεν είναι η Μαρία. Η Μαρία είναι πάνω και με περιμένει.

       Βρισκόταν σε έναν άλλο κόσμο, σ' αυτόν που θα έπρεπε να είναι ο σωστός, ο πραγματικός, εκεί όπου η Μαρία ακόμα μπορούσε να χαμογελάσει και ένα λακάκι να εμφανιστεί στο μάγουλό της.

                                 ***

       Μέχρι να τον οδηγήσει ο Σάκης στο αστυνομικό τμήμα με το περιπολικό, ο Μπιλ δεν έκλαψε, δεν χτύπησε οργισμένος αντικείμενα γύρω του μέχρι να ματώσει, δεν συνειδητοποίησε τη μονιμότητα αυτού που μόλις συνέβη. Αυτά θα τα έκανε αργότερα. Είχε καιρό μπροστά του για να κατρακυλήσει ως τον πάτο του πηγαδιού όπου μόλις είχε βουτήξει.

       Τώρα, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κοιτάει την οροφή του περιπολικού σαν αόμματος ικέτης. Ταξίδευε με το μυαλό του πίσω από την οροφή του αμαξιού, μέχρι τον νυχτερινό ουρανό, και πέρα από αυτόν. Φαντάστηκε δύο γειτονικά αστέρια που κάποτε έλαμπαν με θέρμη κι έμοιαζαν διαφορετικά από τα άλλα. Είδε το φως του δικού του άστρου να αναζητεί απεγνωσμένα τη λάμψη του δικού της, δίχως να τη βρίσκει πια. Είχε σβήσει για πάντα.

Continue Reading

You'll Also Like

294K 1K 20
Ιστορίες σεξουαλικού περιεχομένου 🔞 Απαγορεύεται η όποια αντιγραφή
14.2K 1.1K 66
Creepypastas μεταφρασμένα στα ελληνικά από εμένα. Κατά καιρούς θα μεταφράζω ιστορίες και τελετουργικά από το Reddit και άλλες πηγές.
65K 7.4K 36
Ένα μυστηριώδες τούνελ βρίσκεται στην πόλη της Carter. Από όταν ήταν μικρό κορίτσι, της λέγανε να μείνει μακριά από αυτό το τούνελ. Ο κίνδυνος παραμό...
356K 19.8K 63
Αγγελική. 20χρονη φοιτήτρια της Νομικής σχολής , μια κοπέλα με πολλές φιλοδοξίες έρχεται από την επαρχία στην Αθήνα για να ζήσει όσα ονειρευτηκε, τη...