Ο Λύκος Δεν Είναι Νεκρός

By SavvasChrysicopoulos

7K 782 75

«Τι διάολο έχεις πάθει; Ξαδέλφη σου είναι, ανώμαλε!» μάλωσε ψιθυριστά τον εαυτό του. Η Ελπίδα ήταν ξαπλωμένη... More

1. Διπλό Γεύμα
2. Ένας Απρόσμενος Επισκέπτης
3. Μία αλλόκοτη υπόθεση
4. Ο Στέλιος, η Ελπίδα κι ένα παλιό δυστύχημα
6. Ένα άστρο σβήνει
7. Ανάκριση
8. Η Ντάλια
9. Η Τελευταία Συγκέντρωση
10. Η Σκοτεινή Μορφή
11. Η γριά
12. Η γυναίκα με τα φτερά
13. Ένα παράξενο μήνυμα
14. Οι πρώτοι σπόροι
15. Περί Μαγισσών
16. Ανεκπλήρωτο πάθος
17. Τελευταίες συμβουλές
18. Βάγκραντ
19. Καλά και Κακά Νέα
20. Δυσοίωνα συμπεράσματα
21. Έφτασε η ώρα
22. Η Προδοσία
23. Αιχμάλωτοι
24. Μίσος
25. Αναγέννηση
26. Σφραγισμένη μοίρα
27. Θυσία
28. Η Τελική Μάχη
29. Κληρονομιά

5. Ένα παιχνίδι για τολμηρούς

325 31 5
By SavvasChrysicopoulos



       Τα φώτα ήταν σβηστά. Οι φλόγες από τα κεράκια που είχε ανάψει η Ελπίδα στο χαμηλό τραπέζι τού σαλονιού χόρευαν ασυγχρόνιστα. Στα πρόσωπα των έξι νέων που είχαν καθίσει στο πάτωμα σχηματίζονταν παράξενες, γκροτέσκες σκιές.

        «Δεν θα μπορούσαμε να έχουμε καταλληλότερη ατμόσφαιρα για το Ουίτζι» είπε ο Δημήτρης. Το χαμόγελό του τον έκανε να φαίνεται διαβολικός. Γι' αυτό έφταιγε η μυστικιστική ατμόσφαιρα, αφού στην πραγματικότητα, ο Δημήτρης ήταν ο πιο γοητευτικός άντρας που είχε γνωρίσει ποτέ της η Ελπίδα.

        Πριν λίγο, ο Δημήτρης τους εξηγούσε το παιχνίδι με ενθουσιασμό εφήβου. Η Ελπίδα, η Χαρά, ο Άκης και η Νάση το βρήκαν γελοίο και ταυτόχρονα διασκεδαστικό. «Μια φορά που έτυχε να παίξω πριν χρόνια είχα περάσει καλά. Ρίξαμε πολύ γέλιο» τους είπε ο Δημήτρης. Ζήτησε από την Ελπίδα ένα μεγάλο φύλλο χαρτί κι ένα ποτήρι. Εκείνη έσπευσε να τα φέρει σαν πιστή υπηρέτρια.

        Ο Δημήτρης σχεδίασε την ελληνική αλφαβήτα στο κέντρο του λευκού χαρτιού. Από κάτω έγραψε τους αριθμούς από το μηδέν έως και το εννέα, στην αριστερή πάνω γωνία ένα ΝΑΙ και στην δεξιά ένα ΟΧΙ. Κάλεσε τους τέσσερις φίλους να κάτσουν γύρω από το χαμηλό τραπέζι που τοποθέτησε το χαρτί. Η Ελπίδα άναψε τα κεριά με δική της πρωτοβουλία και έκλεισε το φως.

       Καθισμένοι στο πάτωμα, κοντά ο ένας στον άλλο γύρω από το στρογγυλό τραπέζι, οι πέντε νέοι έδειχναν ευδιάθετοι και κάπως νευρικοί. Η Ελπίδα αναρωτήθηκε αν επρόκειτο να βιώσουν τελικά κάτι πρωτόγνωρο ή απλώς θα έχαναν τον χρόνο τους.

       Τα προηγουμένως εύθυμα πρόσωπα άρχισαν να ξεροβήχουν και να γελούν βεβιασμένα λες και ήταν αναγκαίο να γελάσουν. Κανείς δεν πίστευε στο υπερφυσικό. Διότι κανείς δεν τολμούσε να πιστέψει.

       «Ακουμπήστε το ποτήρι με τον δείκτη του δεξιού σας χεριού» ορμήνευσε ο Δημήτρης σάμπως είχε απομνημονεύσει κατά λέξη τις οδηγίες του παιχνιδιού.

       Άγγιξε πρώτος το διαφανές ποτήρι, το οποίο είχε τοποθετήσει ανάποδα πάνω στο χαρτί. Τον μιμήθηκαν και οι υπόλοιποι. Η Ελπίδα κοιτούσε τον Δημήτρη δίπλα της. Αν ήταν κάποιος άλλος πιθανώς να σκεφτόταν με κυνισμό: Τι μαλακίες μας βάζει να κάνουμε; Μιας και ήταν τσιμπημένη μαζί του, ακολουθούσε τις οδηγίες του κατά γράμμα.

       «Να χρησιμοποιείτε απλά λόγια στις ερωτήσεις που θα κάνετε στο πνεύμα...».

       Κανείς από τους νέους δεν ζήτησε να μάθει τι ακριβώς περιμένανε σιωπηλοί, με τους δείχτες τους στον πάτο ενός αναποδογυρισμένου ποτηριού. Τα κεράκια έλιωναν και κυλούσαν αργά, σαν γαλακτερά δάκρυα. Αφού πέρασαν μερικά λεπτά πλήρης αδράνειας και το χέρι της Ελπίδας άρχισε να κουράζεται, ο Δημήτρης μίλησε: «Πνεύμα, μας ακούς;». Ο πνιχτός ήχος μίας ανοιχτής τηλεόρασης από το πάνω διαμέρισμα ήταν η μόνη απάντηση που πήραν.

       Η Χαρά, η οποία ήταν μια από τις καλύτερες φίλες της Ελπίδας από τη σχολή, καθόταν απέναντί του και κοίταξε τη φίλη της με ένα απεγνωσμένο βλέμμα.

       Ο αρχικός ενθουσιασμός τής Ελπίδας για τον Δημήτρη είχε μετατραπεί σε μια αόριστη ανησυχία. Η κοπέλα είχε αρχίσει να πιστεύει ότι τίποτα δεν θα συνέβαινε και ο Άκης χασμουρήθηκε δείχνοντας μία στραβή οδοντοστοιχία.

       Ξαφνικά, το ποτήρι μετακινήθηκε. Ξεκίνησαν όλοι μαζί να κινούν τα δάκτυλά τους συγχρονισμένα. Η Ελπίδα ανατρίχιασε. Παρατηρούσε έκπληκτη το χέρι της να σπρώχνει με το δάχτυλο το ποτήρι. Ήθελε και το έκανε ή όχι; Δεν καταλάβαινε. Όλοι φαινόταν ότι έσπρωχναν προς την ίδια κατεύθυνση λες και είχαν συνεννοηθεί από πριν. Η Ελπίδα δεν ένιωθε να φέρνει αντίσταση κάποιος στην αργή κίνηση του ποτηριού επάνω στο γραμμένο χαρτί.

       Το ποτήρι σταμάτησε πάνω από το «ΝΑΙ», έτσι ώστε το στόμιο του να κυκλώνει τη λέξη.

       Η Ελπίδα κοίταξε τα δύσπιστα πρόσωπα των φίλων της να αλλάζουν εκφράσεις. Παρατήρησε πως αυτό του Δημήτρη ήταν πιο ψύχραιμο από τ' άλλα.

       «Όταν ζούσες, ήσουν άντρας;» ρώτησε ο Δημήτρης με διαυγή φωνή. Το ποτήρι μετακινήθηκε αργά στην άλλη γωνία του χαρτιού.

       «ΟΧΙ».

       Ο Δημήτρης έκανε νόημα στους άλλους να ρωτήσουν κι αυτοί κάτι. Η Ελπίδα που δεν ήθελε να φανεί δειλή μπροστά στον Δημήτρη αποφάσισε να θέσει μία ερώτηση: «Ήσουν γυναίκα;».

       Τι ηλίθια είσαι κορίτσι μου, επέπληξε νοερά τον εαυτό της.

       Αφού το ποτήρι έκανε έναν σύντομο κύκλο, προς έκπληξη όλων, σταμάτησε πάλι στο «ΟΧΙ».

       Ο Άκης ξεφύσηξε. «Ούτε άντρας ούτε γυναίκα, ε;» έκανε και ξερόβηξε. «Ερμαφρόδιτο, λοιπόν. Βλακείες μού φαίνονται όλα αυτά, παιδάκια μου. Εμείς το κουνάμε».

       Η αδελφή του Άκη, η Νάση, είχε γουρλώσει τα πρασινωπά της μάτια θυμίζοντας ανθρωπόμορφη κουκουβάγια σε κωμικό σκίτσο. «Σσς!» έκανε στον αδερφό της.

       Η Ελπίδα ένιωθε το χέρι της βαρύ. Όχι κουρασμένο ή πιασμένο από την τεντωμένη στάση, απλά βαρύ.

       Ήταν η σειρά της Χαράς για να ρωτήσει. «Πώς... πώς πέθανες;».

       Το ποτήρι κουνήθηκε τώρα πιο γρήγορα από γράμμα σε γράμμα. Η Ελπίδα ένιωθε το χέρι της να εκτελεί τις κινήσεις σαν προγραμματισμένο μηχανικό μέλος που το είχε ξανακάνει χιλιάδες φορές.

       «Ο-Π-Λ-Ο».

       Η Ελπίδα ρώτησε τώρα πια περισσότερο από καθαρή περιέργεια παρά για να εντυπωσιάσει τον Δημήτρη: «Σε δολοφόνησαν με όπλο ή... ή αυτοκτόνησες;».

       Αυτή τη φορά άργησε να έρθει η απάντηση. Αργά και σταθερά, όμως, σχηματίστηκε η λέξη: «Φ-Ο-Ν-Ο-Σ».

       Η φλόγα ενός κεριού έσβησε. Έπειτα, άλλη μία. Η Ελπίδα προσπάθησε να αγνοήσει μια φωνούλα στο μυαλό της που της φώναζε ότι δεν υπήρχε παράθυρο ανοιχτό στο διαμέρισμα.

       «Πόσων χρονών ήσουν όταν σε σκότωσαν;» ρώτησε ο Δημήτρης ο οποίος παρατηρούσε για αρκετή ώρα την Ελπίδα. «Έχεις πολλά κότσια ομορφούλα» της ψιθύρισε. Το μισοσκόταδο έκρυψε την έξαψη της Ελπίδας.

       Το ποτήρι πήγε στη σειρά με τους αριθμούς πρώτα στο 1 και μετά στο 6.

       Πέθανε δεκαέξι ετών. Ήταν ακόμα παιδί, σκέφτηκε η Ελπίδα. Ήταν σίγουρη πια ότι δεν ήταν κόλπο. Κάποιος άλλος ήταν μαζί τους στο δωμάτιο. Η καρδιά της γέμισε με θλίψη.

       Ξέχασε για λίγο τους φίλους της, τον Δημήτρη, ακόμα και τον φόβο που την είχε κυριέψει με τις αυτόβουλες κινήσεις του ποτηριού και άρχισε να ενδιαφέρεται να μάθει την ιστορία του δολοφονημένου παιδιού.

       «Ποιος σε σκότωσε;» ρώτησε η Ελπίδα.

       Κούνησαν για άλλη μια φορά το ποτήρι στα γράμματα και ένα - ένα σχημάτισαν μία άγνωστη λέξη: «Π-Ρ-Ε-Σ-Ο-Υ-Λ».

       Ο Άκης προσπάθησε να γελάσει. Αντί για αυτού μόρφασε λες και πονούσε. «Τι είναι αυτό; Χώρα στην Άπω Ανατολή;» κατάφερε να αστειευτεί. «Μου φαίνεται ότι το πνεύμα μιλάει αλαμπουρνέζικα. Μήπως να-». Ο νεαρός δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει.

       Η Ελπίδα ένιωσε να της αρπάζουν το χέρι και να της το σφίγγουν με μίσος. Ξαφνικά, το ποτήρι κινήθηκε έτσι που σχεδόν τους πέταξε από τις θέσεις τους. Η Νάση παραλίγο να πέσει μπροστά. Μπορεί οι στάσεις που έκανε το ποτήρι πάνω στα γράμματα να ήταν σύντομες, αλλά όλοι είδαν στο μυαλό τους να σχηματίζεται η λέξη.

       «Σ-Κ-Α-Σ-Ε».

       Η Ελπίδα άρχισε να ανησυχεί. Χωρίς να μπορεί να εξηγήσει γιατί και πώς, ήταν σίγουρη πως βαθιά μέσα της ένιωθε την οργή τού πνεύματος. Μπορεί να ήταν δικό της συναίσθημα λόγω της αγένειας του Άκη, δεν ήταν και τόσο σίγουρη.

       Άλλη μια κίνηση, πάλι βίαιη: «Θ-Α».

       Το ποτήρι έκανε ένα κύκλο στο χαρτί με τα χέρια των νέων να το σπρώχνουν σε έναν παράλογο χορό.

       «Σ-Ε».

       Άλλος ένας κύκλος.

       «Σ-Κ-Ο-Τ-Ω-Σ-Ω».

       Ο Άκης ξεροκατάπιε. Αν άνοιγαν λίγο ακόμη τα μάτια της Νάσης, θα έφευγαν από τις κόγχες τους και θα κυλούσαν στο πάτωμα σαν γλοιώδη μπαλάκια.

       Κανείς δεν τόλμησε να τραβήξει το χέρι του. Τους είχε εξηγήσει ο Δημήτρης ότι αν τυχόν κάποιος απομάκρυνε το δάχτυλό του από το ποτήρι πριν αποχαιρετίσουν την αόρατη οντότητα, αυτή θα έμενε στον κόσμο τους και μάλιστα θα στοίχειωνε το συγκεκριμένο σπίτι όπου ελευθερώθηκε. Λίγα λεπτά πριν, της Ελπίδας δεν της καιγόταν καρφί αν κάποιος έβγαζε το χέρι του. Τώρα, θα έκοβε η ίδια όποιο χέρι το τολμούσε. Δεν ήθελε να ζήσει σε ένα διαμέρισμα με ένα δολοφονημένο παιδί να τριγυρίζει το βράδυ γύρω από το κρεβάτι της. Η αρχική λύπηση για τον ανήλικο νεκρό είχε εξαφανιστεί μπροστά στην οργή που έδειξε αυτός, όταν ο Άκης έγινε αναιδής.

       Η Χαρά στράφηκε προς τον Δημήτρη και, παρόλο που του μίλησε ψιθυριστά, φαινόταν να προσπαθεί πολύ να μην αρχίσει να ουρλιάζει. «Δεν μας είπες ότι δεν υπάρχουν κακά πνεύματα;».

       Ο Δημήτρης απάντησε με σταθερή φωνή. «Δεν είναι κακό πνεύμα. Απλά είναι θυμωμένο. Αδικημένο».

       Η Ελπίδα μόρφασε καθώς τα αόρατα χέρια έσφιγγαν ακόμα περισσότερο τον καρπό της. Αυτό δεν ήταν λαβή αδικημένου ανθρώπου.

       «Πώς είπες ότι σταματάμε αυτό το πράγμα;» ρώτησε ο Άκης που δεν μπορούσε να κρύψει τον τρόμο του μετά το «ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΩΣΩ» που απευθυνόταν ξεκάθαρα σε αυτόν.

       Ο Δημήτρης για πρώτη φορά έδειξε ανήσυχος. «Ξέχασα να γράψω στο χαρτί "ΑΝΤΙΟ"».

       Η Ελπίδα σκέφτηκε ότι αυτό μόνο καλό δεν ακουγόταν.

       «Χωρίς αυτό νομίζω πως μπορεί να κάτσει όσο θέλει, ακόμα κι αν το αποχαιρετήσουμε» συνέχισε ο Δημήτρης. «Πού είναι το στιλό;».

       Κοίταξαν γύρω τους χωρίς να αφήσουν στιγμή το ποτήρι, λες και τα δάχτυλα είχαν γίνει ένα με το θολωμένο γυαλί. Κανείς δεν διέκρινε το στιλό μέσα στο σκοτάδι.

       «Ας το ρωτήσουμε αν θα φύγει να τελειώνουμε» ψιθύρισε η Χαρά, φανερά εκνευρισμένη με την αμέλεια του Δημήτρη.

       «Δεν το ρωτάμε» έκανε ο Δημήτρης. «Πρέπει κατά κάποιον τρόπο να το προστάξουμε».

       Κανένας δεν τολμούσε να μιλήσει. Μετά από μια βαθιά ανάσα, η Ελπίδα ακούστηκε σαν φοβισμένη γριά.

       «Είναι ώρα να φύγεις».

       Πήραν γρήγορα απόκριση. «Ο-Χ-Ι».

       Μια πόρτα βρόντηξε. Γύρισαν όλοι τα κεφάλια τους προς τον διάδρομο τρομαγμένοι. Περίμεναν να δουν μία αιωρούμενη μορφή να πλησιάζει, ένα ζευγάρι πυρωμένα μάτια, ένα μικροκαμωμένο πλάσμα χωρίς φύλο να τρέχει κατά πάνω τους. Κανένας δεν εμφανίστηκε.

       Οι εναπομείνασες φλόγες των κεριών άρχισαν να τρεμοπαίζουν. Ο πνιχτός ήχος της τηλεόρασης δεν ακουγόταν πια. Μία νεκρική σιγή είχε πέσει και σχεδόν την ένιωθαν να βαραίνει τα κεφάλια τους.

       Όλα τα κεριά έσβησαν, λες και είχαν βρεθεί ξαφνικά πάνω στην φανταστική τούρτα ενός άυλου παιδιού, και βύθισαν το δωμάτιο στο σκοτάδι. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το σιγανό κλαψούρισμα της Νάσης. Το μυαλό της Ελπίδας είχε μουδιάσει, παραδομένο μπροστά στα ανεξήγητα γεγονότα.

       Τα φώτα άναψαν. Όλα τα φώτα του σπιτιού. Οι δείκτες του ρολογιού στον τοίχο κυλούσαν στην ανάποδη κατεύθυνση όλο και πιο γρήγορα.

       «Δεν αντέχω άλλο» ξέσπασε η Νάση και τράβηξε το χέρι της.

       Η Ελπίδα πίστεψε ότι τα φώτα θα έσβηναν και πάλι. Θα έβλεπε δυο μοχθηρά μάτια να λαμποκοπούν από πάνω της και θα ούρλιαζε δυνατά.

       Δεν συνέβη τίποτα απ' αυτά. Το ρολόι δούλευε κανονικά και τα φώτα παρέμειναν αναμμένα.

       Η Νάση ρίχτηκε στην αγκαλιά του Άκη κλαίγοντας. Το δέρμα του Άκη είχε πάρει το χρώμα των νεκρών και δεν έμοιαζε να είναι σε θέση να παρηγορήσει την αδερφή του. Η Χαρά, λαχανιασμένη, κοιτούσε με αυστηρό ύφος τον Δημήτρη, ο οποίος είχε χαμηλώσει το βλέμμα στο πάτωμα.

       Η Ελπίδα μάζεψε τα πράγματα από το τραπέζι αμίλητη. Μπήκε στην κουζίνα και πέταξε το χαρτί στον σκουπιδοτενεκέ, αφού το έσκισε σε πολλά κομματάκια. Άφησε το ποτήρι στον πάγκο δίπλα από τον νεροχύτη. Είδε μέσα από το γυαλί κάποιον να κινείται πίσω της. Στράφηκε απότομα. Κανείς δεν ήταν εκεί. Όλοι στέκονταν βουβοί στο σαλόνι. Ξανακοίταξε το γυάλινο σκεύος.

       Ας πετάξω και το ποτήρι για καλό και για κακό.

       Διέσχισε τον μακρύ διάδρομο για να επιστρέψει στο σαλόνι. Πέρασε μπροστά από την πόρτα του αδελφού της. Κοντοστάθηκε.

       Η πόρτα που είχε κλείσει, λοιπόν, πιο πριν ήταν του δωματίου του Στέλιου. Η Ελπίδα είχε τσακωθεί κάποτε με τον αδελφό της, επειδή τον τσάκωσε να καπνίζει χόρτο. Εκείνος είχε μπει φουριόζος στο υπνοδωμάτιό του μετά τη λογομαχία τους και είχε κοπανήσει την πόρτα πίσω του με φούρια. Ο αδελφός της τώρα όμως έλειπε στο χωριό τους και η Ελπίδα δεν ήθελε να ξέρει ποιος ή τι είχε κλείσει με παρόμοιο τρόπο την πόρτα και πιθανώς βρισκόταν μέσα στο δωμάτιό του εκείνη τη στιγμή.

       Κλείδωσε προσεκτικά. Ανατρίχιασε στην σκέψη ότι μία κλειδαριά δεν θα εμπόδιζε ένα άυλο ον να κυκλοφορήσει στο υπόλοιπο διαμέρισμα. Προχώρησε στο σαλόνι, αφήνοντας την πόρτα παρ' όλα αυτά κλειδωμένη.

       «Δεν παίζει να κοιμηθώ μόνη μου σήμερα» δήλωσε και κάθισε στον καναπέ δίπλα στον Δημήτρη.

       Η Χαρά την κοίταξε. Τα χείλη της είχαν γίνει μία λεπτή γραμμή.

       «Ούτε εμείς. Και πρέπει να ευχαριστούμε το αγόρι σου για αυτό» είπε η Χαρά.

       «Όλοι μαζί αποφασίσαμε να παίξουμε! Ο Δημήτρης μας εξήγησε από την αρχή-» ξεκίνησε να τον δικαιολογεί η Ελπίδα.

       «Έχει δίκιο» τη διέκοψε ο Δημήτρης, «δεν περίμενα να μας αναστατώσει τόσο. Ζητώ συγγνώμη. Από όλους».

       Η Χαρά κοίταξε αλλού σταυρώνοντας τα χέρια μπροστά από τα μικρά στήθη της. «Υποσχέθηκα στη Νάση να κοιμηθούμε σπίτι μου» είπε, ακόμα ενοχλημένη.

       «Δεν πειράζει, μπορούμε να κοιμηθούμε όλοι μαζί εδώ στο δικό μου» τους πρότεινε η Ελπίδα. «Άνετα χωράμε».

       Η Νάση και η Χαρά κοιτάχτηκαν με ένοχο ύφος.

       «Ε... ξέρεις, ψιλοφοβόμαστε... Υποτίθεται πως το πνεύμα είναι εδώ τώρα» έκανε η Νάση.

       Και ας μη θυμηθώ ποιος φταίει γι' αυτό, σκέφτηκε η Ελπίδα πικρόχολα.

       Ο Άκης και ο Δημήτρης κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν. Η Νάση πετάχτηκε όρθια από το πάτωμα και κεραυνοβόλησε τους δύο άντρες με το βλέμμα της. «Γιατί γελάτε; Εδώ δεν ήσασταν, δεν τα είδατε όλα αυτά;» τους φώναξε.

       Ο Δημήτρης σοβάρεψε. «Νάση, το μυαλό μας είναι που μας παίζει παιχνίδια. Υπάρχει και επιστημονική εξήγηση για το Ουίτζι και είμαι σίγουρος πως-».

       Η Νάση άρπαξε τη Χαρά από το χέρι και την τράβηξε προς την έξοδο. Η Ελπίδα έβλεπε ένα πεισμωμένο και φοβισμένο κοριτσάκι να τραβάει τη φίλη της για να παίξουν μακριά από τους νταήδες που τους εκφόβιζαν.

       «Φεύγουμε κι εμείειεις» έκανε ο Άκης κωμικά και σηκώθηκε. Έγνεψε προς την αδελφή του και τη Χαρά, οι οποίες βρίσκονταν ήδη στο κατώφλι. Είχε ξαναβρεί το χρώμα του και έμοιαζε καλοδιάθετος.

       «Μήτσο, θα έρθεις;» ρώτησε ο Άκης.

       «Μπα, λέω να κάτσω λίγο παραπάνω να κάνω παρέα στην Ελπίδα» του απάντησε αυτός και πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της Ελπίδας.

       Ένα ζεστό κύμα ανάμεικτων συναισθημάτων έδιωξε τον παγερό φόβο που είχαν προκαλέσει τα περίεργα φαινόμενα. Ενθουσιασμένη με την τόλμη του Δημήτρη, ανταπόδωσε την τρυφερή λαβή, πιάνοντάς τον άντρα από τη μέση.

       Ο Άκης τους πείραξε: «Καθαρά φιλικά και μόνο για παρέα...». Η Ελπίδα συνόδευσε τον Άκη στην πόρτα κάνοντάς του νοήματα να σωπάσει. Εκεί, οι κοπέλες μουρμούρισαν ένα ψυχρό «καληνύχτα» και ακολούθησαν τον Άκη στο ασανσέρ. Η Ελπίδα κλείδωσε την πόρτα, αφήνοντας την ίδια και τον Δημήτρη μόνους στο διαμέρισμα.

       Πριν επιστρέψει στη θερμή αγκαλιά του, η Ελπίδα αναρωτήθηκε αν ήταν πράγματι μόνοι τους στο σπίτι.

Continue Reading

You'll Also Like

2.7K 206 5
Αυτή είναι η δική μου εκδοχή της ξένης ιστορίας Laughing Jack (που προτείνω να ακούσετε ή να διαβάσετε μετά τη δική μου). Είναι το τρίτο μου βιβλίο ο...
40.5K 1K 30
Τρομακτικές Ιστορίες Ελπίζω να σας αρέσουν
304K 30.4K 65
Εκείνη θα τον ερωτευτεί παράφορα. Εκείνος δεν επιτρέπεται να την αγγίξει. Μια ιστορία στην οποία όλοι θα διαπράξουν μια ύβρις στο όνομα της αγάπης.