Ο Λύκος Δεν Είναι Νεκρός

By SavvasChrysicopoulos

7K 782 75

«Τι διάολο έχεις πάθει; Ξαδέλφη σου είναι, ανώμαλε!» μάλωσε ψιθυριστά τον εαυτό του. Η Ελπίδα ήταν ξαπλωμένη... More

1. Διπλό Γεύμα
3. Μία αλλόκοτη υπόθεση
4. Ο Στέλιος, η Ελπίδα κι ένα παλιό δυστύχημα
5. Ένα παιχνίδι για τολμηρούς
6. Ένα άστρο σβήνει
7. Ανάκριση
8. Η Ντάλια
9. Η Τελευταία Συγκέντρωση
10. Η Σκοτεινή Μορφή
11. Η γριά
12. Η γυναίκα με τα φτερά
13. Ένα παράξενο μήνυμα
14. Οι πρώτοι σπόροι
15. Περί Μαγισσών
16. Ανεκπλήρωτο πάθος
17. Τελευταίες συμβουλές
18. Βάγκραντ
19. Καλά και Κακά Νέα
20. Δυσοίωνα συμπεράσματα
21. Έφτασε η ώρα
22. Η Προδοσία
23. Αιχμάλωτοι
24. Μίσος
25. Αναγέννηση
26. Σφραγισμένη μοίρα
27. Θυσία
28. Η Τελική Μάχη
29. Κληρονομιά

2. Ένας Απρόσμενος Επισκέπτης

536 36 6
By SavvasChrysicopoulos

      «Τρία τσίζμπερκερ και μία πατάτες, παρακαλώ».

       Ακούγοντας τη μονότονη φωνή από τα μεγάφωνα, ο Μπιλ ξεκίνησε να ετοιμάζει την παραγγελία με μηχανικές, ακριβείς κινήσεις, ακριβώς όπως θα έκανε ένα καλοσχεδιασμένο ρομπότ. Παλιότερα, ως πελάτης, ο Μπιλ θαύμαζε τους υπαλλήλους στα φαστφουντάδικα που δούλευαν τόσο γρήγορα, εκτελώντας πολλές εντολές ταυτόχρονα. Μετά από τρεις μήνες δουλειάς όμως σε ένα τέτοιο μαγαζί στο κέντρο του Αμαρουσίου, τα χέρια του Μπιλ έκαναν μαγικά.

       Αυτοί οι τρεις μήνες στο μαγαζί ήταν επίσης αρκετός χρόνος για να πειστεί να μη ξαναφάει σε φαστφουντάδικο. Το λάδι που τηγανίζονταν οι πατάτες έμενε στη φριτέζα για εβδομάδες, τα ψωμάκια ήταν άγνωστης προέλευσης και όσο για το κρέας, ο Μπιλ υπέθετε ότι βρισκόταν στην κατάψυξη από την ημερομηνία ίδρυσης της αλυσίδας του φαστφουντάδικου. Είχε δει πολλές φορές να πέφτουν από τα χέρια συναδέλφων του μπιφτέκια ή πατάτες στο πάτωμα και με θρησκευτική ευλάβεια να τα τοποθετούν στα πακέτα που ήταν έτοιμοι να παραδώσουν για σερβίρισμα. Ο ίδιος ποτέ δε είχε σκεφτεί να κάνει κάτι τέτοιο. «Δεν είσαι κάφρος, λοιπόν» του έλεγε η Μαρία.

       Η Μαρία... Δεν την έβγαζε από το μυαλό του, δεν τη χωρούσε η καρδιά του. Δεν ήταν μόνο επειδή ήταν μαζί τρία χρόνια και ταίριαζαν τόσο πολύ σε όλους τους τομείς. Ήταν κυρίως διότι η Μαρία ήταν η πρώτη γυναίκα που θα μπορούσε να φανταστεί ο Μπιλ να περνάει την υπόλοιπη ζωή του μαζί της. Όσο θυμόταν τον εαυτό του, από παιδί κιόλας που έβλεπε τους γονείς του να τσακώνονται συχνά και με αγριότητα, ο Μπιλ θεωρούσε τον γάμο ως τον ορισμό της αιώνιας φυλακής. Μια επίγεια κόλαση, με καυγάδες και ατελείωτες πίκρες, την οποία εκούσια επέλεγαν οι περισσότεροι. Είκοσι έξι ετών τώρα όμως, με την Μαρία δίπλα του τόσο καιρό, άρχισε να το βλέπει διαφορετικά το θέμα.

      Όχι πως δεν είχε και αυτή τις παραξενιές της. «Θα βρεις επιτέλους μια σοβαρή δουλειά;» του πετούσε πού και πού από όταν έπιασε ο Μπιλ τη δουλειά στο φαστφουντάδικο. Η κοπέλα είχε κάποιο δίκιο και το αναγνώριζε κι ο ίδιος. Ο Μπιλ πάντα έβρισκε δουλειές που του πρόσφεραν χρήματα ίσα - ίσα για να συντηρήσουν τον ίδιο, δουλειές που δεν του άρεσαν πραγματικά. Δεν έπαιρνε κανένα ρίσκο και ήταν ευθυνόφοβος σαν στενόμυαλος στρατιωτικός. Αλλά αυτό έπρεπε να αλλάξει σύντομα.

       Ο Μπιλ και η Μαρία είχαν σκοπό να συζήσουν. Εκείνη τελείωνε τη σχολή της, βρισκόταν στο τελευταίο έτος του Παιδαγωγικού Τμήματος δημοτικής εκπαίδευσης στην Αθήνα, σε αντίθεση με τον Μπιλ που παράτησε το σχολείο στην τρίτη Λυκείου για να δουλέψει σε ένα πλυντήριο αυτοκινήτων. Το ζευγάρι θα πλήρωνε το ενοίκιο με τα λεφτά που έβγαζε ο Μπιλ από το «εστιατόριο του θανάτου» (όπως χαρακτήριζε η Μαρία το φαστφουντάδικο) σε συνδυασμό με το δικό της πενιχρό μισθό που έπαιρνε από το μπαρ, έως ότου θα διοριζόταν η κοπέλα σε κάποιο σχολείο.

      Όπως και να είχε το πράγμα, είτε κατάφερναν να συζήσουν είτε όχι, ο Μπιλ αγαπούσε την Μαρία και ήταν σίγουρος για πρώτη φορά στη ζωή του πως είχε κάνει τη σωστή επιλογή. Το ότι τη σκεφτόταν ακόμη και στη δουλειά δεν του έβγαινε πάντοτε σε καλό. Πρώτα πάει το τυρί ή οι πίκλες; αναρωτήθηκε κοιτάζοντας τα αφράτα, αλλά όχι φρέσκα ψωμάκια.

      Έπρεπε να βιαστεί γιατί περίμεναν άλλες δύο παραγγελίες. Έτσι, έβαλε πρώτα το ανησυχητικά κίτρινο τυρί και έπειτα τις πίκλες πάνω από το μπιφτέκι.

      Λες και ο παχύσαρκος που θα το κατασπαράζει θα νοιαστεί για την σωστή θέση τους, σκέφτηκε. Έδωσε τα φαγητά στη Νίκη. Η κοπέλα στεκόταν στο ταμείο σαν βαριεστημένη τηλεπαρουσιάστρια σε κάποιο μεταμεσονύχτιο σόου που δεν έβλεπε κανείς. Η Νίκη ακούμπησε το φαγητό στον πάγκο λέγοντας «Καλή σας όρεξη» λες και ευχόταν το ακριβώς αντίθετο.

       Ο Μπιλ συνέχισε να κατασκευάζει γρήγορα «σαβούρες» -άλλη μια φράση της Μαρίας– και ήξερε πως μέχρι τη μία το βράδυ θα είχε πολύ δουλειά, όπως κάθε Σαββάτο άλλωστε. Η ώρα περνούσε βασανιστικά αργά μέσα στη ζέστη και την αποπνιχτική μυρωδιά της λαδίλας. Ο Μπιλ ένιωθε σαν κλόουν φορώντας το κακόγουστο καπελάκι και τη λερωμένη ποδιά. Αλλά μιας και ζούσε στην Εποχή της Ανεργίας, ευχαριστούσε τον Θεό που είχε έστω κι αυτή τη δουλειά να του τρώει το Σαββατόβραδο.

       Από τα δεκαοκτώ του, ο Μπιλ είχε δουλέψει σε κάθε λογής εργασία. Οι γονείς του, χωρισμένοι ήδη δέκα χρόνια, δεν τον στήριξαν οικονομικά. Μόνο η μεγαλύτερη αδελφή του, η Ντάλια, βοηθούσε καμιά φορά όταν ο μικρός αδερφός της τα έβρισκε σκούρα με το νοίκι.

      Όταν και ο τελευταίος πελάτης πήρε την αστραπιαία κατασκευασμένη σαβούρα του, ο Μπιλ άρχισε να καθαρίζει τα ράφια.

       «Επιτέλους» είπε και στράφηκε προς τη Νίκη. Εκείνη πέταξε στον πάγκο το καπέλο και την ποδιά και κατευθύνθηκε προς την αποθήκη χωρίς να του μιλήσει.

       Στις καλές της είναι απόψε, σκέφτηκε ο Μπιλ καθώς προσπαθούσε να ξεβγάλει τη βρωμιά από μία σπάτουλα.

       Λίγα λεπτά αργότερα, ο Μπιλ διέσχιζε την έρημη αυλή του μαγαζιού. Βγήκε στο δρόμο. Στο απέναντι πεζοδρόμιο ήταν παρκαρισμένο το μηχανάκι του, το Καναρίνι, ένα μικρό κίτρινο παπάκι. Την πρώτη φορά που η Μαρία είχε ανέβει στο μηχανάκι πίσω από τον Μπιλ, πίστεψε πως δε θα τους άντεχε και τους δύο. Εκείνος την πείραξε: «Ε, να κάνουμε κι οι δύο δίαιτα, λοιπόν». Η Μαρία δεν του είχε μιλήσει για την υπόλοιπη διαδρομή. Την επόμενη μέρα, η κοπέλα του έδωσε τυπωμένη μία πλήρη διατροφή με τίτλο: Μόνο για Άντρες. Ο Μπιλ δεν είχε γελάσει πιο πολύ στη ζωή του.

       Αφού το μηχανάκι τού έκανε τη χάρη και ξεκίνησε με αγκομαχητά, έκανε τον κύκλο του σκοτεινού πάρκου, πέρασε κάτω από τον σταθμό του τρένου και πήρε τον δρόμο για το σπίτι του. Οι στενοί δρόμοι ήταν σχετικά άδειοι και τα μπαράκια της πλατείας που άφηνε πίσω του γεμάτα. Τα κίτρινα φώτα του δήμου, έδιναν μια παράξενη, απόκοσμη όψη στις πολυκατοικίες και στην άσφαλτο.

       Αν και ήταν μέσα Ιουνίου και είχαν αρχίσει οι ζέστες, εκείνη τη νύχτα φυσούσε. Καθώς ο Μπιλ έτρεχε με το Καναρίνι, ένιωθε τον άνεμο να του χαϊδεύει απαλά το πρόσωπο και να του ανακατεύει τα καστανόξανθα μαλλιά. Ήταν αναζωογονητική η αίσθηση του δροσερού ανέμου, ειδικά μετά από την αποπνιχτική ατμόσφαιρα της ψησταριάς. Το κράνος το είχε περασμένο στο δεξί του χέρι. Η Μαρία ίσως να τον μάλωνε για αυτή του την κίνηση με το γνωστό της περιπαιχτικό σχόλιο: «Αν τρακάρεις, θα σώσεις τον δεξί σου αγκώνα. Πολύ έξυπνο».

       Πάρκαρε το μηχανάκι στο πεζοδρόμιο και πέρασε την αλυσίδα ασφαλείας μέσα από την πίσω ρόδα του και γύρω από τα κάγκελα του σιδερένιου φράχτη. Κατευθυνόταν προς την είσοδο της πολυκατοικίας του, όταν η καρδιά του σφίχτηκε. Ένιωσε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Πριν ξεκλειδώσει κοίταξε πίσω από τον αριστερό ώμο του στο σκοτεινό δρόμο. Τα σπασμένα φώτα δεν τα είχαν επισκευάσει ακόμα, κι έτσι η οδός φωτιζόταν ελάχιστα. Από κάποιο διαμέρισμα στην απέναντι πολυκατοικία, ακουγόταν ηλεκτρονική μουσική, πνιγμένη πίσω από τόνους τσιμέντου.

       Ο Μπιλ ένιωσε μία αδικαιολόγητη ασφάλεια μπαίνοντας στο στενό ασανσέρ. Πάτησε το κουμπί «3» και κοιτάχτηκε στον καθρέπτη. Ο άντρας που αντίκρισε ήταν ψηλός με μεγάλα σκουροπράσινα μάτια. Οι αρκετές γωνίες στο καλοξυρισμένο πρόσωπο ήταν μέρος της γοητείας του. Μόνο τα μαλλιά του έμειναν ίδια από τότε που ήταν παιδί: ανακατωμένα και πυκνά, σαν καστανά καρφιά μπλεγμένα μεταξύ τους. Ακόμα και τώρα που είχε μαύρους κύκλους κούρασης και αϋπνίας κάτω από τα μάτια, ο Μπιλ εξέδιδε μια αρρενωπή γοητεία, κάτι το οποίο αναγνώριζε και ο ίδιος.

       «Ψωνάρα» ψιθύρισε στον εαυτό του καθώς ο παλιός ανελκυστήρας σταματούσε στον τρίτο όροφο τρίζοντας. Βγήκε στον διάδρομο και άναψε το φως.

      Να το πάλι, σκέφτηκε ο Μπιλ, όταν τον κυρίευσε ξανά το δυσοίωνο συναίσθημα.

       Πλησίασε την παλιά πόρτα του διαμερίσματός του, έκανε να βγάλει τα κλειδιά από την τσέπη του και αντίκρισε κάτι που τον έκανε να ξεφωνίσει ένα ξέπνοο: «Όπα!». Η διαίσθησή του είχε δικαιωθεί.

       Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Με την πρώτη ματιά η κλειδαριά δεν φαινόταν να είχε παραβιαστεί. Σκέφτηκε ότι είχε δύο επιλογές: ή θα έμπαινε μέσα να πιάσει τους διαρρήκτες στα πράσα ή θα κατέβαινε κάτω και θα καλούσε την αστυνομία. Η δεύτερη σκέψη ήταν πιο συνετή, μα χωρίς να ξέρει το γιατί, ακολούθησε την πρώτη. Αργότερα θα αναλογιζόταν μήπως τον είχε οδηγήσει η περιέργεια, μήπως ήθελε να τσακώσει ο ίδιος το κάθαρμα ή μήπως ήταν εντελώς ηλίθια απόφαση εκ μέρους του. Ίσως λίγο κι απ' τα τρία.

       Έσπρωξε αργά την πόρτα κι εκείνη άνοιξε με ένα ανεπαίσθητο τρίξιμο σαν ξύλινος γέρος που προσπαθούσε να ανασάνει.

       Το μικρό χολ ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι. Ο Μπιλ, κρατώντας σφιχτά το κράνος, έλεγξε πίσω από την πόρτα και την έκλεισε αθόρυβα. Προχώρησε προς το σαλονάκι. Εκεί κάτι φώτιζε.

       Δεν θυμάμαι να άφησα την τηλεόραση ανοιχτή, σκέφτηκε και στραβοκατάπιε. Με γρήγορες αλλά αθόρυβες κινήσεις, ο Μπιλ μπήκε στο δωμάτιο. Κάποιος καθόταν στον καναπέ του. Ο Μπιλ γούρλωσε τα μάτια του. Μπορούσε να δει το πίσω μέρος του κεφαλιού του απρόσκλητου επισκέπτη. Ήταν άντρας.

     Δεν έκατσε να το σκεφτεί πολλή ώρα. Επιτέθηκε με στόχο το κεφάλι του αγνώστου. Ο ξένος ακινητοποίησε το χέρι του Μπιλ με μια γρήγορη λαβή. Γύρισε, τον κοίταξε και του είπε με πλατύ χαμόγελο στα χείλη: «Άργησες, μεγάλε».  

Continue Reading

You'll Also Like

40.5K 1K 30
Τρομακτικές Ιστορίες Ελπίζω να σας αρέσουν
8.6K 332 28
Τρομακτικές ιστορίες ίσα ίσα να νιώσετε ανατριχίλα, φόβο η κάτι παρόμοιο. Κάποιες θα σας φανούν γνωστές κάποιες όχι. Καλωσήρθατε λοιπόν στην παρέα...
929K 99.2K 94
Highest Rank:#1 in Teen Fiction. Winner of the #READINT2017 Νο 107:Life is better when you are drunk.??? **************************************...
13.1K 1K 26
Η ομορφιά της νύχτας, φωτισμένη με την φλόγα της φωτιάς, φαντάζει μαγευτική μέσα από την αγάπη του πλήθους που έχει έρθει εδώ για να παρακολουθήσει τ...