Ο Λύκος Δεν Είναι Νεκρός

By SavvasChrysicopoulos

7K 782 75

«Τι διάολο έχεις πάθει; Ξαδέλφη σου είναι, ανώμαλε!» μάλωσε ψιθυριστά τον εαυτό του. Η Ελπίδα ήταν ξαπλωμένη... More

2. Ένας Απρόσμενος Επισκέπτης
3. Μία αλλόκοτη υπόθεση
4. Ο Στέλιος, η Ελπίδα κι ένα παλιό δυστύχημα
5. Ένα παιχνίδι για τολμηρούς
6. Ένα άστρο σβήνει
7. Ανάκριση
8. Η Ντάλια
9. Η Τελευταία Συγκέντρωση
10. Η Σκοτεινή Μορφή
11. Η γριά
12. Η γυναίκα με τα φτερά
13. Ένα παράξενο μήνυμα
14. Οι πρώτοι σπόροι
15. Περί Μαγισσών
16. Ανεκπλήρωτο πάθος
17. Τελευταίες συμβουλές
18. Βάγκραντ
19. Καλά και Κακά Νέα
20. Δυσοίωνα συμπεράσματα
21. Έφτασε η ώρα
22. Η Προδοσία
23. Αιχμάλωτοι
24. Μίσος
25. Αναγέννηση
26. Σφραγισμένη μοίρα
27. Θυσία
28. Η Τελική Μάχη
29. Κληρονομιά

1. Διπλό Γεύμα

1K 52 7
By SavvasChrysicopoulos


      Ο Γιώργος κοίταξε πάλι το ρολόι του. Oι δείκτες είχαν κολλήσει στις δέκα και τέταρτο. Πού στο διάβολο είναι αυτή η κοπέλα; σκέφτηκε καθώς βημάτιζε γύρω από το ψηλό πεύκο. Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά και άρχισε να φοβάται ότι η Μαρίνα είχε χαθεί στο δάσος. Το αγόρι βρισκόταν σε ένα φεγγαρόλουστο ξέφωτο. Το ψηλό πεύκο δίπλα του και δυο - τρεις διάσπαρτοι θάμνοι είχαν ξεφυτρώσει σαν μοναχικές τρίχες σε εκείνη την πλατιά φαλάκρα του δάσους.

     Όχι, δεν γίνεται να χάθηκε. Τόσες φορές έχουμε συναντηθεί εδώ. Και με κλειστά μάτια θα έβρισκε το δρόμο.

     Το δάσος Συγγρού κάλυπτε αρκετά στρέμματα και θα μπορούσε κανείς να χαθεί σε πολλά σημεία του λόγω της πυκνής βλάστησης. Το δάσος ήταν ένας από τους ελάχιστους πνεύμονες της πυκνοκατοικημένης Αττικής. Για τον Γιώργο ήταν απλώς άλλο ένα εκνευριστικό μέρος. Ήταν είκοσι λεπτά περπάτημα από το σπίτι του και οι αγκαθωτοί θάμνοι είχαν χαράξει αρκετές αναμνηστικές γρατζουνιές στα πόδια του. Είχε προτείνει στην κοπέλα του να αλλάξουν το μυστικό μέρος συνάντησης. Είχαν την επιλογή να βγουν σε κάποιο μαγαζί στο Μαρούσι ή να κάτσουν σε κάποια από τις πολλές πλακόστρωτες πλατείες, όπως τα υπόλοιπα φυσιολογικά ζευγάρια. Η Μαρίνα είχε έτοιμες τις ίδιες απαντήσεις: «Μα είναι τόσο ρομαντικά», «Εκεί ήταν το πρώτο μας ραντεβού» ή «Εκεί δε θα μας πετύχει ποτέ ο πατέρας μου». Ο Γιώργος δεν έδινε δεκάρα για το αν ήταν ρομαντικά ή όχι (αν και τον ένοιαζε αν θα έτρωγε ξύλο από τον αυταρχικό, πουριτανό πατέρα της κοπέλας) και ήθελε να τελειώνει με την «Υπόθεση Μαρίνα» σύντομα, με την πρόφαση ότι πλησίαζαν οι πανελλήνιες και δεν είχε χρόνο για ρομάντζα.

     Όχι ότι προλάβαινε να διαβάσει κάτι στο σημείο που είχαν φτάσει τα πράγματα. Ολόκληρη τη χρονιά ο Γιώργος χαζολογούσε πάνω από ανοιγμένα βιβλία, σαν μικρό παιδί που γυροφέρνει τις φακές του και πάντα ασχολείται με κάτι άλλο για να αποφύγει την επόμενη εμετική μπουκιά. Έβρισκε πάντα τρόπο να καθησυχάζει τον εαυτό του. Από βδομάδα αρχίζω διάβασμα, σκεφτόταν. Φυσικά η εβδομάδα αυτή δεν ερχόταν ποτέ.

     Προς το παρόν, ο Γιώργος έχανε τον χρόνο του, περιμένοντας την Μαρίνα, δίπλα από αυτόν τον αναθεματισμένο βράχο, σε τούτο το ηλίθιο ξέφωτο, αυτού του εκνευριστικού δάσους. Ο αληθινός λόγος που θα τη χώριζε ήταν ότι είχε αρχίσει να διαφαίνεται νέο φως στον ορίζοντα. Η Τζένη ήταν συμμαθήτριά του κι ο Γιώργος πρόσεξε πόσο όμορφη ήταν πριν από λίγες μέρες, όταν η κοπέλα άρχισε να του ρίχνει βλέμματα γεμάτα νόημα.

     Αχ, Τζένη – Τζενούλα, θα περάσουμε καλά μαζί... Και αυτό μέχρι να βρει την επόμενη υποψήφια. Πόσες κοπέλες ακόμη θα κάνουν το λάθος να μπλέξουν μαζί μου; αναρωτήθηκε ο Γιώργος και στα χείλη του απλώθηκε ένα σαρδόνιο χαμόγελο.

     Ένα κλαδί έσπασε κάπου στο σκοτάδι ανάμεσα στα πεύκα. Κάποιος πλησίαζε.

     «Μαρίνα, εσύ είσαι;». Ο Γιώργος δεν μπορούσε να διακρίνει και πολλά κάτω από το πυκνό φύλλωμα των δέντρων γύρω από το ξέφωτο.

     Ο Γιώργος ξαναφώναξε το όνομα της κοπέλας χωρίς να πάρει απάντηση. Δεν υπήρχε λόγος να φοβάται, μιας και δεν υπήρχαν άγρια ζώα στο δάσος. Παρ' όλα αυτά ένιωσε τους παλμούς του να αυξάνονται. Υπήρχαν χειρότερα πράγματα από ζώα. Οι άνθρωποι. Αν έβαζες έναν πρωτευουσιάνο να διαλέξει ανάμεσα σε δύο κλουβιά, στο ένα να τον περιμένει ένας παντελώς άγνωστος και στο άλλο ένα λιοντάρι, θα δυσκολευόταν να αποφασίσει.

     Έβγαλε το κινητό του για να κάνει αναπάντητη κλήση στην -προς το παρόν- κοπέλα του.

     Δεν πρόλαβε να μπει στις επαφές του. Ο Γιώργος πάγωσε: ένα μακρόσυρτο γυναικείο ουρλιαχτό έσκισε τη σιωπή σαν σαΐτα καμωμένη από εφιάλτες. Η κραυγή είχε έρθει μέσα από το δάσος. Μέχρι να συλλάβει το μυαλό του τι είχε ακούσει, ακολούθησε άλλος ένας παράξενος θόρυβος, λες και μια σακούλα γεμάτη νερό έπεσε στο χώμα. Μετά, κάτι πιο βαρύ σωριάστηκε στο έδαφος.

     Ο Γιώργος έμοιαζε με κέρινο ομοίωμα, ξεχασμένο στη μέση του πουθενά.

     «Ηρέμησε, αγόρι μου» ψιθύρισε μήπως και καθησυχάσει τον εαυτό του. «Θα την πάρω τηλέφωνο» αποφάσισε μονολογώντας και βρήκε το όνομά της στον κατάλογο των επαφών. Έβαλε το ακουστικό στο αφτί του και άκουσε τη νωχελική, μαγνητοφωνημένη γυναικεία φωνή: «Έχετε... δύο... λεπτά και δέκα... δευτερόλεπτα... διαθέσιμα για αυτήν την κλήση».

     Για άλλη μια φορά εκείνο το βράδυ, ο Γιώργος ρίγησε ολόκληρος. Κάπου ανάμεσα στα δένδρα ξεκίνησε να παίζει το «Smells like teen spirit». Ήταν το τραγούδι που είχε βάλει η Μαρίνα στο κινητό της ως ήχο κλήσης. Καθώς επικρατούσε ησυχία –μόνο ο ήχος των αυτοκινήτων ακουγόταν στο βάθος, σαν αγριεμένη, μεταλλική θάλασσα- το τραγούδι έφτασε δυνατό και καθαρό ως τα αφτιά του Γιώργου. Το αγόρι πάτησε «ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΛΗΣΗΣ» μηχανικά. Η μουσική σταμάτησε να παίζει.

     «Μαρίνα;» φώναξε με τρεμάμενη φωνή. «Έλα, κόψε τις βλακείες και φανερώσου!» συνέχισε πιο δυνατά. Καμία απάντηση. Δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει μέχρι που αποφάσισε να κινηθεί.

     Πήρε ξανά τηλέφωνο την κοπέλα και οι Nirvana άρχισαν να παίζουν τη γνωστή επιτυχία τους. Το αγόρι ξεκίνησε να κατευθύνεται προς την πηγή του ήχου, στην αρχή διστακτικά κι έπειτα με πιο σίγουρο βηματισμό. Κάτω από τα δένδρα δεν περνούσε το φως του φεγγαριού. Σταμάτησε για να ανοίξει τον φακό του κινητού του. Το τελευταίο πράγμα που τον ενδιέφερε εκέινη τη στιγμή ήταν αν θα έσκιζε το αγαπημένο του παντελόνι στα ακανθωτά φυτά. Ο φακός όμως τού χρειαζόταν για να μπορεί να συνεχίσει την πορεία του πιο θαρρετά.

     «Το φως διώχνει το σκοτάδι και τις κακές σκέψεις» συνήθιζε να του λέει η γιαγιά του όταν ήταν μικρός. Δεν του είχε αποκαλύψει όμως ποτέ ότι το σκοτάδι δεν μπορούσε να νικηθεί. Ακόμα και τη μέρα υπήρχε, κρυμμένο στις σκιές που δημιουργούσε το φως του ήλιου. Και τις νύχτες δίχως φεγγάρι, όταν τέλειωναν οι μπαταρίες του φακού, όταν έσβηνε η φλόγα του κεριού, το σκότος σε κατάπινε ολόκληρο.

     Ο Cobain ακουγόταν τώρα πολύ κοντά. Ο Γιώργος πέρασε προσεκτικά πάνω από δυο τραχείς βράχους. Επιτάχυνε. Πίσω από έναν καληστήμονα διέκρινε ένα χλωμό φως που μόνο η ψυχρή οθόνη μιας ηλεκτρονικής συσκευής θα μπορούσε να εκπέμπει.

     Εκεί είναι, σκέφτηκε. Καθώς προσπερνούσε τον μεγάλο θάμνο άκουσε το τραγούδι να δυναμώνει και να μπαίνει στο ρεφραίν. Άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, αλλά το άφησε να χάσκει άλαλο.

     Το κινητό της κοπέλας του ήταν πεσμένο στο χώμα με την οθόνη προς τα πάνω. Δονούταν ανά διαστήματα, δίχως να ακολουθεί τον ρυθμό του τραγουδιού. Δίπλα από το κινητό αντίκρισε αυτό που φοβόταν ότι θα αντικρίσει. Η Μαρίνα ήταν πεσμένη μπρούμυτα με τα σγουρά μαλλιά της να απλώνονται στο έδαφος. Κουνούσε το κεφάλι της. Οι τούφες έμοιαζαν ζωντανές, λες και προσπαθούσαν να ξεφύγουν σαν φίδια φυτρωμένα στο κεφάλι μιας νεαρής Μέδουσας.

      Θεέ μου, σκέφτηκε ο Γιώργος ενώ η καρδιά του κατάφερε να σπάσει το προηγούμενο ρεκόρ της σε παλμούς.

     «Μαρίνα;». Γονάτισε πλάι της. Την έπιασε από τη μέση για να την γυρίσει. Το χέρι του ακούμπησε σε κάτι υγρό. Δεν χρειάστηκε να φέρει την παλάμη του κοντά στην μύτη για να καταλάβει πως ήταν αίμα. Γύρισε την κοπέλα ανάσκελα. Δεν ήταν έτοιμος για το θέαμα που τον περίμενε.

     Αυτή ήταν μια άλλη Μαρίνα. Μια Μαρίνα πασαλειμμένη παντού με χώμα και αίμα, με μια μάσκα τρόμου ζωγραφισμένη στο χλωμό πρόσωπό της. Μια Μαρίνα με ένα τεράστιο σκίσιμο στο στομάχι.

     Ο Γιώργος τινάχτηκε προς τα πίσω, παραπάτησε και έπεσε στο έδαφος. Αναγούλιασε.

    Τότε το είδε. Κάτι που όλη αυτήν την ώρα στεκόταν εκεί ακίνητο. Απέναντί του, πίσω από την πυκνή βλάστηση, ξεπρόβαλε μια φιγούρα. Το «Smells like teen spirit» σταμάτησε να παίζει.

     Η φιγούρα που στεκόταν απέναντι στον Γιώργο, πριν δώσει στο αγόρι μία ευκαιρία να τρέξει, άφησε να βγει από το στόμα της ένας απαίσιος ήχος, ένα ηχητικό μείγμα κραυγής και εμετού. Ήταν ένας ήχος που δεν μπορούσε να έχει βγει από ανθρώπινο λαρύγγι. Ο Γιώργος κύλησε γρήγορα στο πλάι σαν βαρέλι που το κλότσησαν, σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει.

     Δεν κοιτούσε πίσω του, έτρεχε, περνούσε πάνω από θάμνους, πηδούσε πεσμένους κορμούς, βράχους, έμοιαζε με τρομοκρατημένο αγριοκάτσικο που δε θα σταματούσε ποτέ την ξέφρενη πορεία του. Κλαδιά έσπαζαν και κουκουνάρια θρυμματίζονταν. Άκουγε τη γρήγορη ανάσα του θηρευτή να τον πλησιάζει.

     Πού είναι η έξοδος; Δε θα άντεχε για πολύ ακόμα. Το αγόρι πήδηξε λαχανιασμένο πάνω από ένα χαντάκι και καλύφθηκε πίσω από έναν ψηλό βράχο.

     Ξεροκατάπιε. Τον πονούσε ο λαιμός του λες και κάτι είχε κολλήσει εκεί. Τα μελίγγια του έμοιαζαν με παλλόμενες καρδιές έτοιμες να εκραγούν. Δεν ήξερε αν έπρεπε να κοιτάξει πίσω από την κρυψώνα του ή όχι. Δεν ακούγονταν βήματα πια. Οι γρύλοι στα δέντρα στρίγκλιζαν και ο αυτοκινητόδρομος ακουγόταν πιο κοντά. Ο Γιώργος κοίταξε πίσω από την κρυψώνα του. Κανείς δεν τον είχε ακολουθήσει ως εκεί.

     Στράφηκε πάλι μπροστά και έκλεισε τα μάτια ανακουφισμένος. Πήρε βαθιές ανάσες μήπως και καταφέρει να σταθεροποιήσει την αναπνοή του. Η τρίτη εισπνοή έμεινε μέσα του σαν να βούλωσε ξαφνικά η τραχεία του. Κάτι βρομάει, σκέφτηκε. Άνοιξε τα μάτια. Το πλάσμα ήταν εκεί. Λίγα εκατοστά μπροστά από το πρόσωπό του.

      Ένα βίαιο χτύπημα στην κοιλιά του Γιώργου, τον κόλλησε πίσω στον κρύο βράχο. Πόνος εξαπλώθηκε σε όλο του το σώμα, γοργά και θανατηφόρα όπως η επιδημία στην πόλη. Προσπάθησε να ουρλιάξει αλλά πνίγηκε στο αίμα που ανάβλυσε από το στόμα του.

     Προτού ξεψυχήσει, νόμιζε ότι είδε τον δολοφόνο του να στέκεται από πάνω του και να χαμογελά. Ίσως τελικά αυτό το μειδίαμα να ανήκε σε άνθρωπο... όχι όμως εκείνη η κραυγή.

     Οι σκέψεις του Γιώργου θόλωσαν, μαζί και η όρασή του. Ο πόνος του έσβηνε, μαζί και οι σκέψεις του. Λένε πως, τη στιγμή που πεθαίνεις, η ζωή περνάει σαν ταινία μπροστά από τα μάτια σου. Ο Γιώργος το μόνο που είδε ήταν το πρόσωπο της μητέρας του και η φλόγα ενός  κεριού που έσβησε μέσα στα θλιμμένα, ολοστρόγγυλα μάτια της.

Continue Reading

You'll Also Like

311K 1K 22
Ιστορίες σεξουαλικού περιεχομένου 🔞 Απαγορεύεται η όποια αντιγραφή
933K 99.5K 94
Highest Rank:#1 in Teen Fiction. Winner of the #READINT2017 Νο 107:Life is better when you are drunk.??? **************************************...
83.2K 4.7K 68
31/12/2019 - 10/5/2020
124K 6.6K 21
Ο Άλεξ είναι το γνωστό 17χρονο bad boy του σχολείου. Κάθε βράδυ είναι και με άλλη κοπέλα, αντιμιλάει στους πάντες και όλες του τις διαφονίες τις λύνε...