Γεννημένη Πόρνη

By mariou

50.7K 4K 841

Γεννημένη Πόρνη, η συνέχεια της ιστορίας μου Πόρνη Πολυτελείας (https://www.wattpad.com/myworks/35029604--gw1... More

Πρόλογος
Κεφάλαιο 1
Κεφάλαιο 2
Κεφάλαιο 3
Κεφάλαιο 4
Κεφάλαιο 6
Κεφάλαιο 7
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Κεφάλαιο 8
Κεφάλαιο 9
Κεφαλαιο 10
Κεφάλαιο 11
Κεφάλαιο 12
Κεφάλαιο 13
only you ||
Κεφάλαιο 14
Κεφάλαιο 15
Κεφάλαιο 16
Κεφάλαιο 17

Κεφάλαιο 5

4.4K 392 65
By mariou

   Αν και είμαι κουρασμένη δεν καταφέρνω να κοιμηθώ. Είμαι ήρεμη τώρα αλλά δεν μπορώ να μην σκέφτομαι αυτό που ξέρω πλέον για τον Έις. Εκείνος έφυγε. Έπρεπε να πάει στη δουλειά, το ξέρω. Και μάλλον είναι καλύτερα που έφυγε. Τον λυπάμαι και δεν θέλω. Νιώθω άσχημα, αλλά τον λυπάμαι. Και τον ζηλεύω ίσως... είχε κάτι και το έχασε.

Ποιος θα μου το 'λεγε; Γελάω. Γελάω δυνατά. Αυτός που γνώρισα, αυτός ο μπράβος του Άλφα, αυτός που σιχαίνεται ανθρώπους σαν και μένα, αυτός που μισεί... μισεί με όλο του το είναι. Αυτός δεν είναι τίποτ' άλλο παρά ένα παιδί εγκλωβισμένο σε μια τραγωδία. Είναι αδύναμος, πιο αδύναμος από εμένα.

Για πρώτη φορά από την στιγμή που βρέθηκε στη ζωή μου –αυτή τη ζωή στους δρόμους και στα πορνεία τέλος πάντων, αν μπορεί κανείς να την πει ζωή- βλέπω πραγματικά ποιος είναι. Και ξαφνικά δεν νομίζω πως μπορώ να περιμένω τίποτα από εκείνον. Δεν φρόντισε τον εαυτό του ποτέ γιατί δεν μπορεί. Δεν μπορεί πολύ απλά.

Δίκιο δεν έχω Έις; Κόλλησες σε ένα παρελθόν και δεν μπόρεσες να ξεφύγεις ποτέ. Κρίμα, σε λυπάμαι και δεν πίστευα ότι θα μπορούσα. Αλλά σε λυπάμαι. Είσαι όπως είσαι γιατί δεν συγχώρεσες τον εαυτό σου, γιατί δεν ωρίμασες ποτέ και δεν άντεξες να αφήσεις το πείσμα και την περηφάνια σου. Αυτός ο κωλοεγωισμός, ποτέ δεν ωφέλησε κανένα.

Έλεγες πως με σιχαίνεσαι γιατί δεν προσπαθούσα να ξεφύγω... φαντάζομαι η ιδέα ότι κάποιος –εγώ- δεν 'σέβεται' τον εαυτό του, δεν έχει αξιοπρέπεια, δεν προτιμά να πεθάνει από το να κάνει μια ζωή σαν την δική μου, η ιδέα αυτή σε έκανε να θες να ξεράσεις.

Γελάω.

Η δική σου αξιοπρέπεια όμως, ο εγωισμός σου, τα πείσμα σου... σε κρατάνε αιχμάλωτο σε ένα καταδικασμένο παρελθόν. Εγώ δεν σέβομαι τον εαυτό μου; Μα, φίλε μου, εσύ είσαι αυτός που δεν συγχωρείς τον δικό σου. Εγώ έχω τα αρχίδια να αποδέχομαι αυτό που είμαι. Εσύ όχι. Εσύ Έις είσαι αδύναμος. Εσύ προσπαθείς να βρεις έναν εχθρό σε πρόσωπα τριγύρω σου... σε εμένα, σε κάθε άλλη πουτάνα, σε έναν Μίστερ Άλφα... στον Ντάνες... Γιατί είσαι αδύναμος. Γιατί δεν μπορείς απλά να συγχωρήσεις τον εαυτό σου και να αφήσεις την οργή σου να ξεφουσκώσει. Δεν μπορείς να δεχτείς ότι μερικές φορές μαλακίες συμβαίνουν και κανείς, ούτε καν εσύ Έις, δεν μπορεί να αλλάξει τα πράγματα. Έτσι δεν είναι;

Δίκιο δεν έχω;

Ανοίγω την πόρτα αφού ακούσω το κουδούνι να χτυπάει για δεύτερη φορά. Περιμένω να συναντήσω την κυρία Σιβάνι –έχει έρθει η μέρα για το νοίκι- αλλά στην θέση της στέκεται ένας κάπως παχύς άντρας με γνώριμα στενά μάτια.

Πριν προλάβω να αναρωτηθώ τι πρέπει να κάνω, ο άντρας μπαίνει στο διαμέρισμα σπρώχνοντας την πόρτα πίσω του και στρογγυλοκάθεται στην πολυθρόνα στο μικρό σαλόνι.

«Χέρμαν Σιβάνι» μουρμουράει ενώ ψάχνει τις τσέπες του... δεν δείχνει να μου δίνει και πολλή σημασία. Βρίσκει ένα πακέτο τσιγάρων και βάζει ένα στο στόμα του. Αφού το ανάψει, βολεύεται ακόμα περισσότερο στην πολυθρόνα με τα πόδια του τώρα ακουμπισμένα στο τραπεζάκι μπροστά του. «Η μητέρα μου με ενημέρωσε για τις συναλλαγές σας μέχρι τώρα. Από εδώ και πέρα όμως αναλαμβάνω εγώ και κάποια πραγματάκια θα αλλάξουν.»

Δεν είμαι σίγουρη τι μπορεί να εννοεί αλλά αφού έχω καταλάβει ότι είναι απλά ο σπιτονοικοκύρης και κανείς που πρέπει να με ανησυχεί, ξεφυσάω και τον πλησιάζω. Δεν κάθομαι όμως, δεν θέλω να τον αφήσω να πιστεύει ότι είναι και ιδιαίτερα καλοδεχούμενος εδώ πέρα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ο τρόπος που χώθηκε εδώ μέσα, και βολεύτηκε... αυτή η καταπάτηση του χώρου κατάφερε να με εκνευρίσει αρκετά. Σταυρώνω τα χέρια μου και χτυπάω νευρικά το πόδι μου, θέλω να του πω 'Δίνε του φίλε' αλλά ξέρω ότι δεν έχω λόγο.

«Για τι αλλαγές μιλάμε;» τον ρωτάω ξεφυσώντας και τον παρατηρώ να με κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω με ένα δύσπιστο βλέμμα. Φίλε μου, τύπους σαν και εσένα τους ξέρω καλά... Το παίζεται μαγκιά και ιστορία, οικογενειάρχες και σωστοί Αμερικάνοι, αλλά δεν είστε τίποτα παραπάνω από ένα μάτσο χέστες, που μισούν την ζωή τους, απατάνε την γυναίκα τους, τρέχουν πίσω από την μαμά τους. «...κύριε Σιβάνι.» προσθέτω για να ακουστώ όσο το δυνατόν πιο 'κορίτσι με τρόπους'. Θα ήταν μαλακία αν αποφάσιζε ότι δεν γουστάρει να μας νοικιάζει άλλο το σπίτι. Ο Έις μου έχει εμπιστευτεί μονάχα μια δουλειά, τουλάχιστον ας την κάνω καλά.

Εκείνος συνεχίζει να με κοιτάζει και μετά από λίγο αγκομαχεί καθώς προσπαθεί να κατεβάσει τα πόδια του από το τραπεζάκι. «Η αλήθεια είναι πως μιας και έχετε προσυμφωνήσει την τιμή με την μητέρα μου, δεν θα αλλάξει αυτό... για την ώρα τουλάχιστον. Αλλά εγώ δεν μπορώ να έρχομαι εδώ τόσο συχνά... Καταλαβαίνεις. Έχω και μια ζωή... Θα ήταν λύση να γίνονται οι συναλλαγές μέσω λογαριασμού αλλά» κοιτάζει τριγύρω το σπίτι. Είναι λες και κάποιος μόλις μετακόμισε και δεν υπάρχει ακόμα σημείο ζωής εδώ μέσα. «κατανοώ ότι σε μέρη σαν αυτά... ε μάλλον θα ήταν καλύτερο να μείνουμε σε πιο παραδοσιακούς τρόπους...»

Λίγη ώρα αργότερα κλείνω την πόρτα στον Χέρμαν Σιβάνι και πραγματικά εύχομαι να πέσει από τις σκάλες και να σκάσει σαν καρπούζι. Αλήθεια, στέκομαι και περιμένω να ακούσω το μπαμ αλλά... Η κυρία Σιβάνι μπορεί να ήταν πολυλογού και λιγάκι κουτσομπόλα αλλά την συμπαθούσα. Αυτόν πάλι...

Φεύγω από το σπίτι. Μου είναι τόσο εύκολο πια. Τώρα που ξέρω ότι ο Έις είναι απλά ένα θύμα, ένα αδύναμο παιδί, αρχίζω να συνειδητοποιώ πως πρέπει να ξυπνήσω και να επιστρέψω σε αυτό που ήμουν πάντα. Ναι, η ζωή μου έχει αλλάξει αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αλλάξω και εγώ. Εγώ ήξερα πάντα να επιβιώνω σε ό, τι βρισκόταν στο δρόμου μου. Είναι γελοίο να με φοβίζει αυτή η ζωή, αυτή η ζωή που δεν είναι ούτε στο ελάχιστο επικίνδυνη όσο η παλιά μου. Είναι απλά γελοίο...

Θα φροντίσω τον Έις και μετά θα φύγω, ορκίζομαι στον εαυτό μου. Δεν νοιάζομαι γι' αυτόν όμως του το χρωστάω... και τον λυπάμαι. Δεν μου αρέσει που το παραδέχομαι αλλά έτσι είναι. Εκείνος είναι εγκλωβισμένος και εγώ ελεύθερη από μια κοινή μοίρα. Θα ήμουν άδικη αν δεν έβλεπα ότι αυτή τη στιγμή είμαι ζωντανή εξαιτίας του. Θα τον φροντίσω γιατί πολύ απλά του το χρωστάω...

Γυρνώντας με τον Ντάνες με το αμάξι, είδα ότι υπήρχε εδώ ένα μεγάλο σουπερμάρκετ... σκέφτηκα ότι θα ήταν καλή ιδέα να αναλάβω εγώ το φαγητό για σήμερα. Εννοείται δεν σκοπεύω να μαγειρέψω, δεν ξέρω πως, αλλά σίγουρα δεν θα δυσκολευτώ να βρω κάτι έτοιμο εδώ. Πήρα λεφτά από αυτά που αφήνει ο Έις για το νοίκι. Ίσως να μην ήταν και πολύ έξυπνο όμως αμφιβάλλω αν θα το καταλάβει. Εξ' άλλου είναι λίγα δολάρια, τίποτα σημαντικό...

Μου παίρνει περισσότερο απ' όσο πίστευα αλλά τελικά καταφέρνω να βρω το σουπερμάρκετ. Είναι ένα μεγάλο χαμηλοτάβανο κτίριο, σαν κάθε άλλο σουπερμάρκετ. Κόσμος έρχεται και φεύγει... Ο ήλιος αρχίζει να δύει σιγά-σιγά. Παίρνω την απόφαση να μπω μέσα.

Πάει καιρός από τότε που βρέθηκα ανάμεσα σε τόσο κόσμο. «Ε κοπελιά, πρέπει να πάρεις καρότσι ή έστω καλαθάκι!» μου φωνάζει μια υπάλληλος με σκούρα μαλλιά και αρκετά πίρσινγκ στο πρόσωπο, μερικά χρόνια μόνο μεγαλύτερη από μένα. «Ακούς δεν μπορείς να μπεις έτσι...» Παίρνω ένα καλάθι και την προσπερνώ.

Παγωτό και κατεψυγμένες ψαροκροκέτες... Εύκολη λύση.

Βγαίνοντας από το σούπερ μάρκετ ακούω κάποια να φωνάζει το όνομά μου. Στην αρχή αγνοώ την φωνή... ποιος θα μπορούσε να φωνάζει εμένα; Μετά από λίγο όμως βλέπω μια κοκκινομάλλα γυναίκα να τρέχει προς το μέρος μου, με ένα τσιγάρο να κρέμεται ανάμεσα από τα χείλη της και μια γαλάζια ποδιά με την φίρμα του σούπερ μάρκετ γύρω από τη μέση της.

«Αχ Μπίλλυ, για μια στιγμή νόμιζα ότι έκανα λάθος μα λέω δεν μπορεί, αυτή θα ναι...» βγάζει το τσιγάρο από το στόμα της και παίρνει μερικές βαθιές ανάσες προφανώς λαχανιασμένη που έτρεξε στο μέρος μου. «Εδώ δουλεύω, δεν στο πα; Θα ορκιζόμουν ότι στο είχα πει!» η Μίλι σπρώχνει τα κοκκινωπά ταλαιπωρημένα μαλλιά της πίσω και ξαναφέρνει το τσιγάρο στα ελαφρώς βαμμένα χείλη της. «Έχω διάλλειμα τώρα» μου εξηγεί και κοιτάζει προς την είσοδο του σουπερ μάρκετ, μερικά μέτρα πίσω μας. Στο αριστερό μέρος του στέρνου της, κάτω από το κολάρο του πουκαμίσου της, είναι καρφιτσωμένο ένα ταμπελάκι που λέει: Γεια, είμαι η Μίλντρετ, μπορώ να βοηθήσω;

«Ήρθα να πάρω φαγητό» είναι το μόνο που μου έρχεται να της πω και της δείχνω την σακούλα αλλά εκείνη φαίνεται να είναι αλλού και με αγνοεί.

Κοιτάζει καχύποπτα τριγύρω της με τα γαλαζοπράσινα μάτια της να γουρλώνουν σε τέτοιο σημείο που να δείχνει εξωγήινη. «Πέρασα από το συνεργείο του Ντάνες το μεσημέρι, ήθελα να δω πως πάει το αμάξι. Το έχω αφήσει από προχθές και ο βλαμμένος ακόμα να το δει. Η οικογένεια πρώτη σου λέει μετά...» ξεφυσάει και σπρώχνει τις αφέλειές της από το ιδρωμένο πρόσωπό της. «Τέλος πάντων, το θέμα είναι άλλο. Άκουσα φασαρία, φωνές... Μπήκα μέσα και ήταν και οι δυό τους κλεισμένοι στο γραφείο στο πίσω μέρος, ο Ντάνες και ο Έις» μου εξηγεί λες και δεν είναι προφανές «νόμιζα ότι δεν θα είχαμε τα ίδια... νόμιζα ότι είχαν μεγαλώσει. Αν είναι δυνατόν. Ό, τι έγινε- έγινε. Κοντεύουν τα τριάντα και οι δυό τους, δεν μπορούν να φέρονται σαν δεκαπεντάχρονα. Αυτός ο Έις... δεν βάζει λίγο νερό στο κρασί του. Τόσα νεύρα αυτό το παιδί, από τότε που γεννήθηκε μες τα νεύρα...»

Αφού χαιρετήσω βιαστικά την Μίλι και προσπαθώντας να μην της δείξω πόσο με έχουν ταράξει όσα μου είπε, γυρνάω το μέρος για να βρω το συνεργείο του Ντάνες. Δεν έχω ιδέα που μπορεί να είναι αλλά αυτό δεν με σταματάει. Τι να έγινε;

Ψάχνω κάθε στενό, κάθε στροφή μα μου είναι αδύνατο να βρω το κωλοσυνεργείο. Πριν καλά-καλά το καταλάβω, έχω πετάξει τη σακούλα με το παγωτό και τις ψαροκροκέτες και τρέχω. Δεν ξέρω προς τα πού αλλά τρέχω, έχω χαθεί και δεν έχω ιδέα αν θα βρω αυτό που ψάχνω αλλά δεν μπορώ να σταματήσω να τρέχω. Ακούω κόρνες, σκοτεινιάζει και βλέπω μόνο φώτα από αυτοκίνητα να με στοχεύουν και να με τυφλώνουν. Και μετά σταματάω, οι κόρνες και τα φώτα είναι ακόμα εκεί μα εγώ έχω παγώσει και δεν μπορώ να κουνηθώ. Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω, που να πάω... Στέκομαι κολλημένη εκεί μέχρι που ένα χέρι με αρπάζει και με ξυπνάει από την κωματώδη κατάσταση που βρισκόμουν. «Έις» λέω μα οι λέξη ίσα που βγαίνει σαν ψίθυρος από το στόμα μου.

Με τραβάει απότομα μέχρι το κόκκινο αυτοκίνητό του και μπαίνουμε μέσα. Δεν μιλάει για λίγο, δείχνει εξοργισμένος αλλά ταυτόχρονα μπουχτισμένος. Σαν να μην έχει καν τη διάθεση να ξεσπάσει το θυμό του. «Τι στο διάολο έκανες εκεί πέρα;» ρωτάει με χέρια και μάτια προσηλωμένα στο τιμόνι αν και δεν έχει βάλει ακόμα μπρος.

«Πως με βρήκες;»

«Γυρνούσα από τη δουλειά...»

«Νωρίς δεν είναι για να γυρίζεις από την δουλειά;» βλέπω τα δάχτυλά του να ασπρίζουν έτσι όπως τα σφίγγει γύρω από το ξεφτισμένο δέρμα του τιμονιού.

«Μπίλι» λέει κοφτά «γιατί ήσουν εκεί πέρα;» ακόμα αρνείται να με κοιτάξει.

Με μάτια κλειστά ρίχνω πίσω το κεφάλι μου και ξεφυσάω. Τι ξέσπασμα ήταν πάλι αυτό; Τι μου συμβαίνει; «Συνάντησα την Μίλι... μου είπε ότι τα πράγματα με τον Ντάνες δεν ήταν και πολύ καλά.» εξηγώ όσο πιο ήρεμα χωρίς να μπαίνω σε περιττές λεπτομέρειες όπως το σούπερ μάρκετ, ότι χάθηκα στο δρόμο... ότι αποφάσισα πως θέλω να τον φτιάξω, να τον κάνω να αντιμετωπίσει αυτό που τον κρατάει σε αυτήν την οργή, να δει πως έχουν τα πράγματα και ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του να ξεσπάσει όπως και όπου πρέπει.

Μου περνάει από το μυαλό ένας Έις στην κηδεία της μάνας του με ένα πρόσωπο παγωμένο και χωρίς συναίσθημα. Δεν κλαίει, δεν θυμώνει... κρατάει τον θυμό αυτό για χρόνια μετά. Ούτε εγώ έκλαψα ποτέ για σένα Μίνα, εγώ όμως ξέρω να αντιμετωπίζω τα σκατά που φτύνει στα μούτρα η ζωή. Η ζωή που εσύ έφτιαξες, ή μάλλον δεν έφτιαξες αλλά διέλυσες.

«Απλά ερχόμουν-»

«Ερχόσουν;» με ρωτάει και καγχάζει με ειρωνεία. Ανοίγω τα μάτια μου και γυρνάω σε εκείνον «Ερχόσουν; Ερχόσουν! Φυσικά!» συνεχίζει με ένα πικρό χαμόγελο, με έναν σαρκασμό που σχεδόν μπορώ να γευτώ στο στόμα μου. Δεν υπάρχει χώρος να πω τίποτα. Σε μισώ, σχεδόν ουρλιάζω από μέσα μου «Να δεις τον Ντάνες; Να βεβαιωθείς ότι δεν του έκανα κάτι κακό; Ό, τι δεν τον χτύπησα; Αυτό δεν σου είπε η Μίλι; Ότι 'ξεσπάω τον θυμό μου στον μικρό' ε; Αυτό σου είπε;» Τώρα καγχάζω εγώ.

Τον κοιτάζω, προσπαθώ να καταλάβω από πού διάολο του ήρθαν όλα αυτά. Δεν σε μισώ, σε λυπάμαι... Παρόλ' αυτά ο τρόπος που τον κοιτάζω είμαι σίγουρη ότι ακόμα λέει σε μισώ. Μπορώ να το νιώσω, μπορώ να νιώσω τα μάτια μου να με καίνε γιατί απλά δεν μπορούν να κάψουν εσένα. «Σε σένα ερχόμουν Έις.» του πετάω με κάθε δύναμη να ακουστώ ήρεμη. Δεν λέω τίποτα άλλο. Δεν χρειάζεται να πω τίποτ' άλλο.

Οδηγεί. Φτάνουμε πολύ γρήγορα και δεν λέμε τίποτα άλλο. Ανεβαίνω πρώτη τις σκάλες και τον περιμένω στην είσοδο. Οι αδερφές Μπρόνινγκ, εκείνες οι κουτσομπόλες κωλόγριες έχουν ξεπροβάλει τα κεφάλια τους από την πόρτα και κοιτάνε χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Εγώ κοιτάζω τον Έις που φτάνει κοντά μου και σταματάει. Στέκεται ακριβώς μπροστά μου, σχεδόν καταφέρνει να με κάνει να νιώσω άβολα, τα βλέμματα των Μπρόνινγκ μοιάζουν πιο αθώα από το δικό του.

«Γιατί ερχόσουν να με βρεις;» με ρωτάει με απόλυτη ηρεμία, με μάτια καρφωμένα πάνω μου. Ο τρόπος που ρωτάει με κάνει να καταλάβω πως αμφιβάλλει ότι όντως έψαχνα για εκείνον.

Σε λυπάμαι Έις, και δεν μου αρέσει, αλλά είναι αλήθεια. Είσαι εκείνο το παιδί που η μάνα του προτίμησε το θάνατο από το να είναι μαζί σου, γι' αυτό σου είναι αδύνατο να πιστέψεις ότι μπορεί κάποιος να ενδιαφέρεται για εσένα, έτσι δεν είναι; Δίκιο δεν έχω;

Αφήνω τα χέρια μου στο στέρνο του και τον κοιτάζω, αλλά δεν του απαντάω. Δεν χρειάζεται να του πω ξανά και ξανά το ίδιο πράγμα. Σε εσένα ερχόμουν, και η μία φορά που στο είπα αρκεί. Κουνάει το κεφάλι του, σαν να μου λέει εντάξει ότι καταλαβαίνει. Αγγίζει τις παλάμες του στις δικές μου, τα χέρια του όμως δεν μένουν εκεί. Προχωρούν γρήγορα στους καρπούς στους αγκώνες μου... φτάνουν στους ώμους και γύρω από το λαιμό μου. Σφιχτά, τα δάχτυλά του πιέζουν τον σβέρκο μου και με χαϊδεύουν.

Δεν ξέρω πόση ώρα περνάει που απλά στέκεται έτσι και με κοιτάζει. Και εγώ δεν απομακρύνω στιγμή το βλέμμα μου, ψάχνω μέσα στα θολά μάτια του να δω αυτό που αντίκρισε και εκείνος. Τα αίματα της μάνας του, τα μυαλά της στον τοίχο, το δικό του λάθος... Ο Έις κατηγορεί τον εαυτό του... Νομίζεις πως εσύ φταις και γι' αυτό πνίγεσαι σε αυτήν την στιγμή, γι' αυτό σε λυπάμαι. Αλλά δεν βλέπω τίποτα. Μόνο το πρόσωπό μου γυαλίζει μες στα μάτια του.

Οι αδερφές Μπρόνινγ έχουν βγει εντελώς από το διαμέρισμά τους και είναι πλέον αδύνατο να τις αγνοήσουμε, ακόμα και ο Έις που μέχρι τώρα δεν πρέπει να τις είχε αντιληφθεί καν. Ξεφυσάει αλλά δεν μοιάζει πια θυμωμένος. Ανοίγει την πόρτα, με τραβάει μέσα και την κλείνει σπρώχνοντάς με πάνω της, με το σώμα του και τα χέρια του γύρω από τους καρπούς μου. Πάλι σταματάει και με κοιτάζει, πάλι... Δεν έχω εγώ τις απαντήσεις που ψάχνεις, δεν θα βρεις καμιά λύση στην μούρη μου, φίλε μου. Σταμάτα να νομίζεις πως θα ξαλαφρώσεις μέσα από τους άλλους.

Δεν έχει ο Ντάνες την απάντηση, μην ξεσπάς πάνω του...

Την επόμενη στιγμή κολλάει πάνω μου. Τα χέρια του αρπάζουν το κορμί μου, τα χείλια του φτάνουν από τον λαιμό στα χείλη μου και πάλι στο σαγόνι μου. Εδώ και λίγο ήξερα πολύ καλά που πάει το πράγμα, μπορούσα να διαβάσω τα σημάδια, μπορούσα να σταματήσω αλλά δεν το έκανα. Και δεν σταματάω ούτε τώρα. Δέχομαι το ξέσπασμά του και νιώθω το κορμί μου να καίει. Θα πω ψέματα αν δεν παραδεχτώ ότι αυτόν τον καιρό μου περνούσε συχνά από το μυαλό η φορά που πήγε μαζί μου. Γιατί ήταν κάτι πρωτόγνωρο κάτι που δεν μπορούσα να βάλω δίπλα σε ό, τι είχα συναντήσει μέχρι τότε.

Τον αφήνω να με αγγίζει, τον αφήνω να γδέρνει τα δόντια του στο κορμί μου, να ανασάνει στο στόμα μου. Τον αφήνω να μου βγάλει την μπλούζα και το τζιν.

Και μετά τον σπρώχνω μακριά μου.

...τον σπρώχνω μακριά μου. Δεν έχω εγώ την απάντηση, μην ξεσπάς πάνω του... Με το παραμικρό κομμάτι δύναμης που υπάρχει στο κορμί, μου τον σπρώχνω μακριά μου. Δεν το περιμένει και γι' αυτό καταφέρνω να τον απομακρύνω. Πισωπατά μέχρι που σταματάει στην πόρτα της κουζίνας.

Γλείφει τα χείλη του με χαμηλωμένο το πρόσωπό του. Δεν με κοιτάζει αλλά είναι ξεκάθαρο πως είναι μπερδεμένος. Πως δεν καταλαβαίνει. Και εγώ όμως δεν μπορώ να του εξηγήσω. Δεν μπορώ να του πω πως σε οποιονδήποτε άλλον το μόνο που θα είχα να προσφέρω ήταν λίγες στιγμές από αυτό για το οποίο κάθε άντρας θα πλήρωνε ακόμα, αλλά σε εκείνον όχι. Γιατί ο Έις δεν χρειάζεται σεξ, ο Έις δεν χρειάζεται να ξεσπάσει, ο Έις δεν χρειάζεται να ξεχάσει...

Χρειάζεσαι να θυμάσαι, να καταλάβεις. Μην θάβεις το παρελθόν στον θυμό σου. Μην είσαι δειλός, παραδέξου ότι δεν είχες να κάνεις με ό, τι έγινε, ξεπέρασε το... Σε λυπάμαι, θέλω να σε βοηθήσω. Για πρώτη φορά στη ζωή μου αλήθεια πιστεύω πως μπορώ. Μπορώ να σου δώσω κάτι που δεν σου έδωσε ποτέ κανένας. Μπορώ να σου δώσω κάτι που δεν έδωσα ποτέ σε κανέναν.

Δεν θα γίνω ο σάκος του μποξ για την οργή σου, δεν θα γίνω το καθημερινό σου πήδημα για να ξεθυμαίνεις. Δεν θα γίνω εγώ η αιτία να ξεχνάς. Γιατί αυτό δεν θα σε βοηθήσει. Και ρε πούστη μου, πόσο εύκολο θα ήταν να αρκούσε αυτό. Να αρκούσε να περνάμε λίγες στιγμές μαζί, να σου δίνω αυτό που έδινα σε όλους μια ζωή και αυτό να σε κάνει καλά. Αλλά δεν είναι έτσι. Δεν θα σε βοηθήσει αυτό. Γι' αυτό όχι. Μείνε μακριά μου, για να μπορέσω να σε βοηθήσω... μείνε μακριά μου. Μείνε μακριά από όλους και πάλεψε το τέρας μέσα σου.

Καταπίνω και το στόμα μου είναι ξερό, ενώ μια στιγμή πριν η γλώσσα του άγγιζε υγρή την δική μου. «Γι' αυτό με έφερες εδώ; Γι' αυτό φύγαμε από εκεί; Ήθελες να με έχεις μόνο για σένα; Η όλο δική σου πουτάνα; Αυτό ήταν Έις;» Προσποιούμαι ότι έχω πληγωθεί, προσποιούμαι ότι έχω θυμώσει, προσποιούμαι... Πολύ απλά δεν μπορώ ακόμα να σου πω την αλήθεια. Δεν μπορώ να σου πω πως σε βλέπω στα μάτια μου γιατί αυτό θα σε διώξει. Θα σε διώξει πριν ακόμα σε... σε φτιάξω.

Θυμώνει. Μια κάθετη γραμμή εμφανίζεται ανάμεσα στα φρύδια του, τα χέρια του γίνονται δυο γροθιές, τα χείλια του σφίγγουν. Έρχεται κοντά μου, πολύ κοντά μου και είμαι έτοιμη να τον σπρώξω και πάλι μακριά αν χρειαστεί. Αλλά δεν χρειάζεται.

Απλά στέκεται μπροστά μου, αλλά δεν με κοιτάζει. Του παίρνει αρκετή ώρα μέχρι να μιλήσει. Μέχρι να ανοίξει το στόμα του και να πει, «Αλήθεια το πιστεύεις αυτό;»

Και θέλω να βρω την οργή, την αλαζόνα, τον θυμό του αλλά... Ψάχνω αλλά... Μόνο ειλικρίνεια υπάρχει σε αυτό που με ρωτάει. Ειλικρίνεια και ενοχή. Και στην ιδέα ότι αντί να τον βοηθήσω τον έκανα να βουλιάξει ακόμα περισσότερο, καταρρέω. Μέσα μου καταρρέω.

Τα μάτια μου βουρκώνουν αλλά δεν μπορώ να αφήσω τα δάκρυα να ξεγλιστρήσουν. Δεν με κοιτάει και παρόλ' αυτά μπορώ να φανταστώ τα βλέμμα του πάνω μου. Και πονάει ρε πούστη μου, πονάει. Καίει...

Πιέζω τον εαυτό μου να μην κλάψει και τα καταφέρνω. Και χαμογελάω. Βλέπω το είδωλό μου στον καθρέφτη του μπάνιου που εμφανίζεται πίσω από την ανοιχτή πόρτα. Βλέπω μόνο ένα μέρος του στόματός μου και καταλαβαίνω πόσο διεστραμμένη και παραμορφωμένη δείχνει η εικόνα μου. Το χαμόγελό μου μοιάζει δυστυχισμένο. «Όχι» του απαντάω τελικά. Ένα ξέπνοο όχι που τον κάνει αμέσως να ανασάνει και να αφήσει το κορμί του να χαλαρώσει.

Τώρα σηκώνει το κεφάλι. Τώρα εγώ πνίγομαι στις ενοχές. Σε τύψεις που δεν αφήνουν εμένα να κουνηθώ και να ανασάνω. Και αυτό γιατί τον έχω να στέκεται μπροστά μου και του πετάω ψέματα που τον διαλύουν με τέτοια ευκολία.

Δαγκώνω τα χείλια μου για να μην πω κουβέντα. Τώρα εγώ δεν τον κοιτάζω. «Ξέρω» του λέω τελικά

«Ξέρεις» ακούω την φωνή του αλλά την αγνοώ «ΞΈΡΕΙΣ!» φτύνει την λέξη πάνω μου και σχεδόν την νιώθω σαν χαστούκι. Δεν μοιάζει όμως ιδιαίτερα συγκλονισμένος. «Αρχίδια ξέρεις.» λέει πιο ψύχραιμα από πριν «Ο Ντάνες σου είπε κάτι που έγινε μια φορά» έτσι μιλάει για το ότι βρήκε την μάνα του νεκρή; «και εσύ νομίζεις ότι ξέρεις» γελάει για μια στιγμή και κουνάει το κεφάλι του. «Τι έγινε Μπίλλυ, δεν περίμενες κάτι τέτοιο και ένιωσες άσχημα; Σου θύμισε όσα έγιναν τελευταία και ένιωσες τα σκατά να φτάνουν στο λαιμό σου; Τι έγινε μωρή μαλακισμένη; Άκουσες για τη μάνα μου και θυμήθηκες τον μικρό; Θυμήθηκες την άλλη την μαλάκω την μάνα του; Τι;» ουρλιάζει τις λέξεις και κρύβω το πρόσωπό μου για να μην με χτυπήσουν. «Κοίτα με γαμώ την τύχη μου! ΚΟΙΤΑ ΜΕ!»

Και τον κοιτάζω. Σε κοιτάζω γιατί εσύ το ζήτησες. Και δεν μπορώ να πω άλλο ψέματα. Δεν μπορώ να προσποιηθώ άλλο πως αυτά που λες ισχύουν. Καλά θα ήταν αλλά όχι. Απλά δεν μπορώ να κρύψω πια το πώς νιώθω.

«Με... με λυπάσαι;» σχεδόν τραυλίζει και δεν κρύβεται η αηδία στην φωνή του «Εσύ εμένα; Με λυπάσαι;»

Δεν χρειάζεται να του απαντήσω, φαίνεται η απάντηση στην έκφρασή μου. Φυσικά και σε λυπάμαι.

Για ένα δευτερόλεπτο κοιτάζει αλλού και μετά με αρπάζει από τους ώμους και με πετάει στην άλλη άκρη του σαλονιού. Πέφτω κάτω. Είμαι σχεδόν γυμνή, πεταμένη στο πάτωμα... Νιώθω το παρελθόν μου να γίνεται ένα με το παρόν μου. Νόμιζα ότι εδώ θα είχα ξεφύγει αλλά... Μου υποσχέθηκες ότι εδώ θα είναι αλλιώς.

Πάει στην κουζίνα. Αφού σηκωθώ και ντυθώ πάω και εγώ. Δεν τον φοβάμαι... γιατί απλά δεν μπορεί να κάνει κάτι που δεν έχει περάσει από το μυαλό μου. Εκείνος στέκεται πλάτη σε εμένα με ένα μπουκάλι μπύρας στο χέρι.

«Φεύγω» του λέω. Δεν τον ρωτάω απλά του το λέω.

Ανασηκώνει τους ώμους. Δεν γυρνάει καν.


Τι μου κάνετε; Όλοι, όλες καλά; Καλό φθινόπωρο guys και καλή αρχή σε σχολεία, σχολές ή οτιδήποτε άλλο κάνετε! Εγώ βρίσκομαι σε περίοδο εξεταστικής και πρακτικής (ναι όλα μαζί...) αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα χαλαρώσω. Oh no! Θα γράφω όσο περισσότερο μπορώ για να μην σας αργούν τα κεφάλαια!

Πως σας φάνηκε αυτό; Περιμένω γνώμες! Λοβ για!

Continue Reading

You'll Also Like

107K 3.7K 63
Η ταραγμένη σχέση του Νικ και της Νόα περνάει τη χειρότερη στιγμή της και φαίνεται ότι τίποτα δεν μπορεί να ξαναγίνει όπως ήταν πριν. Θα πρέπει να ξε...
467K 28.9K 55
''Θα σου μάθω εγώ.'' μου είπε και έσμιξα τα φρύδια μου. ''Τι πράγμα;''τον ρώτησα με απορία. ''Να φιλάς ρε Μητσάκο.''μου είπε σαν να ήταν αυτονόητ...
14.6K 1.2K 48
-sweetdevileyes- Ελλάδα , Αθήνα Η Αντιγόνη Γεωργίου ,μια 25χρονη απόφοιτη ψυχολογίας και ενεργή φεμινίστρια, θα χάσει για λίγο την ισορροπία της κα...
82.4K 3.6K 60
Τι θα γίνει όταν η μικρή άβγαλτη απουσιολόγος αναγκαστεί να κάνει μια συμφωνία με το πιο διάσημο παιδί του σχολείου?