Διαγωνισμός Διηγήματος : Το μ...

By TellYourStoryGr

1.8K 184 151

Απρίλιος 2023 Ο δεύτερος διαγωνισμός της ομάδας @TellYourStoryGr για το 2023. Διάβασε την περιγραφή και τους... More

Πρόσκληση
Συχνές Ερωτήσεις
Πενήντα βαθμοί υπό σκιάν - @katerinabunny
Κληρονομικές Ασθένειες - @darkside_cookies
Εγκατάλειψη - @Marypap15
Μάξιμε, μη - Φίλιππος Γιαπάνης
Ελπίδα - @-Inaa-
Η αρπαγή - @denisbk98
Εγώ, το μωρό κι εγώ - Ελένη Παπαθεοδώρου
Ύψιστη θυσία - @-Inaa-
Το παιδί μου; Που είναι το παιδί μου; - Τζένιφαρ Ιβάνοβα
Η ιστορία του Μαργαρίτη Μάρκου και της αδειανής κούνιας
Τρόπος Ψηφοφορίας
Ο μαιευτήρας που έσωσε εκατομμύρια πρόωρα μωρά

Το σπίτι της αδιεξόδου - @vasilikee_

76 7 2
By TellYourStoryGr

Ο Φάνης, ή αλλιώς «Άγριος», ήταν ένας πρώτης τάξεως κακοποιός, διαλεγμένος από το αφεντικό του έπειτα από πολλή σκέψη, χάρη στο γεμάτο από άγρια εγκλήματα βιογραφικό του. Ο Άγριος, κοντός και κακομούτσουνος, με μάτια μαύρα και σκοτεινά, ήταν χωμένος ως το λαιμό στην παρανομία. Η εξυπνάδα του ήταν ένα προσόν που ο ίδιος ποτέ δεν χρησιμοποίησε για καλό σκοπό. Με το κοφτερό του μυαλό, έβρισκε πάντα χίλιους τρόπους για να ξεφεύγει από τα χέρια της αστυνομίας, διασκεδάζοντας και προκαλώντας όλο και περισσότερο τους εκπροσώπους του νόμου, για τους οποίους είχε πλέον καταντήσει βραχνάς. Αποφοίτησε από το μεγάλο σχολείο, τις φυλακές Κορυδαλλού, έχοντας στο ενεργητικό του μια δολοφονία, ληστείες και αρκετές απόπειρες βιασμού και κακοποίησης ανηλίκων κοριτσιών. Άνθρωπος σκληρός, χωρίς κανέναν ηθικό φραγμό, μπορούσε να διαπράξει οποιοδήποτε έγκλημα αρκεί να πληρωνόταν καλά. Ήταν ένας στυγνός εγκληματίας, με υψηλό κασέ, ο οποίος αναλάμβανε να φέρει εις πέρας «εμπιστευτικές εργασίες» που του ανέθεταν άνθρωποι υπέράνω πάσης υποψίας, για τις οποίες διέθεταν ποσά διόλου ευκαταφρόνητα.

Γεννήθηκε σε μια φτωχογειτονιά του Πειραιά και έζησε τα παιδικά του χρόνια σε ένα μικρό σπιτάκι που βρισκόταν στο τέλος ενός στενού δρόμου που οδηγούσε σε αδιέξοδο. Σε εκείνο το ίδιο αδιέξοδο που θα οδηγούσε μετά από χρόνια η μοίρα τη μικρή φτωχική οικογένεια, χτυπώντας την αλύπητα. Οι γονείς του, ο Λουκάς και η Άννα, παντρεύτηκαν με προξενιό και έζησαν ευτυχισμένοι τα πρώτα χρόνια του γάμου τους. Ο Λουκάς δούλευε στις οικοδομές. Η Άννα εργαζόταν περιστασιακά επιδιορθώνοντας ρούχα με μια παλιά σκουριασμένη ραπτομηχανή, το μόνο περιουσιακό στοιχείο που κληρονόμησε από τη μητέρα της, που κάποτε ήταν η πιο γνωστή μοδίστρα της περιοχής και χειριζόταν τη μηχανή της με τέτοια επιδεξιότητα, λες κι έπαιζε κάποιο μουσικό όργανο. Τα μαθήματα ραπτικής ξεκίνησαν όταν η Άννα ήταν έξι ετών, όμως σταμάτησαν απότομα όταν η μητέρα της έπεσε στο κρεβάτι με πνευμονία. Η μικρή Άννα τη φρόντισε όσο μπορούσε, όμως η άτυχη γυναίκα δεν τα κατάφερε κι έτσι η μικρή, που είχε χάσει τον πατέρα της όταν ήταν ακόμα μωρό, ορφάνεψε για δεύτερη φορά στα οκτώ της χρόνια. Τότε την ανέλαβαν οι γειτόνισσες. Της έδιναν φαγητό, της έπλεναν τα ρούχα κι όταν στάθηκε στα πόδια της φρόντισαν να διαδώσουν στη γειτονιά πως ήξερε να ράβει. Έτσι η Άννα ξεκίνησε να επιδιορθώνει ρούχα και να κερδίζει χρήματα. Όταν έγινε δεκαέξι ετών, οι γυναίκες της γειτονιάς που ως τότε δεν είχαν σταματήσει να τη νοιάζονται, συνεδρίασαν κι αποφάσισαν ότι είχε έρθει η ώρα να την αποκαταστήσουν. Κανείς δεν μπήκε στον κόπο να την ρωτήσει τι θέλει να κάνει στη ζωή της. Έτσι τα όνειρα για σπουδές ναυάγησαν. Η Άννα ήταν εξαιρετικό κορίτσι, νοικοκυρά, εργατική κι όμορφη, οπότε δεν θα δυσκολεύονταν να βρουν τον κατάλληλο άντρα που θα την έκανε ευτυχισμένη. Το 'παν και το 'καναν. Της προξένεψαν το Λουκά, έναν άντρα επτά χρόνια μεγαλύτερό της, ο οποίος δεν είχε και το καλύτερο όνομα στη γειτονιά. Θα 'στρωνε όμως με το γάμο. Όσο γι' αυτό έβαζαν το χέρι τους στη φωτιά οι γειτόνισσες. Πράγματι ο Λουκάς ήταν πολύ ζωηρός κι επιπλέον επικίνδυνα γοητευτικός.

Ο γάμος δεν άργησε να γίνει. Η Άννα έλαμπε μέσα στο κατάλευκο, δαντελένιο νυφικό που η ίδια είχε ράψει.

Όλη η γειτονιά ήταν καλεσμένη και οι γειτόνισσες, που ήταν και κουμπάρες, καμάρωναν για το επιτυχημένο προξενιό τους.

Η ζωή του ζευγαριού κυλούσε φτωχικά αλλά ήρεμα, ώσπου μια μέρα έγινε το κακό. Ένας κακός χειρισμός, μια λάθος κίνηση κι ο άτυχος άντρας έχασε την ισορροπία του και έπεσε από τη σκαλωσιά, από ύψος δέκα μέτρων, αφήνοντας εμβρόντητους τους συναδέλφους του που έμειναν με ανοιχτό το στόμα καθώς παρακολουθούσαν τη μοιραία εκείνη πτώση.

Το χτύπημα ήταν δυνατό και κομμάτιασε μέρος της σπονδυλικής στήλης του Λουκά. Ο άντρας τελικά έζησε, όμως η ζωή του εξαιτίας της αναπηρίας που απέκτησε έπειτα από το ατύχημα, άλλαξε ριζικά. Ο άντρας κλείστηκε στο σπίτι και έπεσε σε βαριά μελαγχολία. Μάταια η γυναίκα του πάλευε με όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει να τον συνεφέρει. Δυστυχώς όμως, εκείνος κλεινόταν μέρα με τη μέρα στον εαυτό του και πότε-πότε ξέσπαγε σε τρανταχτούς λυγμούς χτυπώντας το κεφάλι του στον τοίχο και φωνάζοντας «είμαι σακάτης, σακάτης και άχρηστος». Του είχε κοστίσει πολύ που δεν μπορούσε πια να φέρνει χρήματα στο σπίτι, αφού κανείς δεν τον έπαιρνε για δουλειά. Η Άννα παρακολουθούσε τον άντρα της ν' αλλάζει και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να αποφύγει τη θύελλα που ψυχανεμιζόταν πως βρισκόταν πλέον πολύ κοντά τους. Ο Λουκάς έγινε νευρικός, βίαιος, άρχισε να πίνει και να ξημεροβραδιάζεται στα καφενεία και τις χαρτοπαικτικές λέσχες. Έχανε στην πρέφα και τα ζάρια όλα τα χρήματα που κέρδιζε με τόσο κόπο εκείνη ράβοντας και μπαλώνοντας παλιόρουχα. Γυρνούσε ξημερώματα στο σπίτι μεθυσμένος και ξεσπούσε επάνω στο κουρασμένο κορμί της γυναίκας του με βιαιότητα, σα να έπαιρνε με αυτόν τον τρόπο εκδίκηση για όλα όσα του είχαν συμβεί. Μετά από ένα χρονικό διάστημα, εμφανίστηκαν τα πρώτα συμπτώματα της εγκυμοσύνης της Άννας.

«Λουκά μου, είμαι έγκυος», του είχε πει όλο χαρά ένα βράδυ κρατώντας την κοιλιά της που είχε ήδη αρχίσει να στρογγυλεύει.

«Πήγαινε να το ρίξεις αύριο κιόλας», ούρλιαξε εκείνος σφίγγοντας στο χέρι το κρασοπότηρο. «Όλα τα είχαμε εδώ μέσα, τα μωρά μας έλειπαν. Αύριο το μεσημέρι που θα ξυπνήσω να το έχεις ξεφορτωθεί, τ' ακούς;»

Η Άννα έμεινε ακίνητη στην θέση της καθώς τον είδε να αγριεύει. Τον φοβόταν πολύ. Την επόμενη κιόλας μέρα ζήτησε από τον άντρα της φίλης της, της Θάλειας να τη συνοδεύσει στην κλινική. Εκείνος, παρόλο που αντιπαθούσε το Λουκά, δεν αρνήθηκε να την βοηθήσει. Όμως μόλις ξάπλωσε στο χειρουργικό κρεβάτι και είδε το γιατρό να ετοιμάζει τα εργαλεία του, λύγισε.

«Όχι, δεν θέλω, δεν μπορώ να το κάνω», φώναξε και ξέσπασε σε λυγμούς.

«Μην ανησυχείτε, ηρεμήστε», την καθησύχασε εκείνος.

«Το μετάνιωσα γιατρέ», είπε η Άννα και σηκώθηκε από το κρεβάτι, ντύθηκε στα γρήγορα και πετάχτηκε έξω από την κλινική σαν κυνηγημένη. Γύρισε στο σπίτι με τα πόδια. Ήθελε να έχει χρόνο στη διάθεσή της για να σκεφτεί πώς θα δικαιολογούσε στον άντρα της την απόφασή της να κρατήσει το μωρό.

«Λουκά μου, δεν μπόρεσα», πρόλαβε να πει. Και τότε εκείνος αντί για απάντηση της έριξε μια δυνατή κλωτσιά στην κοιλιά με το γερό του πόδι.

«Σκύλα, δεν σου είπα να το πετάξεις»; ούρλιαζε και κλωτσούσε, κλωτσούσε και ούρλιαζε σαν άγριο ζώο, ώσπου η γυναίκα λιποθυμώντας από τον πόνο, σωριάστηκε μπροστά του. Όταν συνήλθε, έβαλε ενστικτωδώς τα χέρια στην κοιλιά της και την χάιδεψε. Η Θάλεια που είχε ακούσει τον καβγά, είχε σπεύσει στο σπίτι, αφού πρώτα είχε δει το Λουκά να στρίβει στη γωνία αφρίζοντας. Η Άννα γλίτωσε την αποβολή, όμως από εκείνη τη μέρα ξεκίνησε ο Γολγοθάς της. Ο άντρας της τα είχε πια χαμένα. Την χτυπούσε, τη βίαζε, την έβριζε, της έπαιρνε όλα τα λεφτά και εξαφανιζόταν για μέρες. Επιπλέον άρχισε να πουλάει τα έπιπλα του σπιτιού, αφού τα χρήματα που χρωστούσε ήταν πολλά. Πούλησε την τηλεόραση, τα τραπέζια, τις καρέκλες, τα κουζινικά, ώσπου στο τέλος, αφού δεν υπήρχε τίποτα άλλο, άρχισε να πουλάει την ίδια τη γυναίκα του. Πρώτα σ' ένα φίλο, έπειτα σε έναν άλλο. «Μέχρι να ξεχρεώσουμε», της έλεγε. Κι όσο η κοιλιά της φούσκωνε, τόσο εκείνος την εξέδιδε, δήθεν για να ξεχρεώσει. Είχε γλυκαθεί από τα χιλιάρικα που εξοικονομούσε από τους διεστραμμένους φίλους του, που δεν δίσταζαν να πληρώνουν για να ασελγούν σε βάρος μιας ετοιμόγεννης γυναίκας.

Ένα βράδυ την έπιασαν οι πόνοι. Δεν πρόλαβε όμως να πάει στο μαιευτήριο. Η Θάλεια τη βοήθησε να γεννήσει και φρόντισε μάνα και νεογέννητο για τρεις ολόκληρες μέρες, αφού ο Λουκάς ήταν και πάλι εξαφανισμένος. Της έφερε και δώρα για το μωρό, μια κούνια, σεντονάκια και ένα ματόχαντρο. «Για να το φυλάει η Παναγιά», της είπε αγκαλιάζοντάς την για να της δώσει κουράγιο.

«Αγόρι είναι»; Τη ρώτησε μόλις επέστρεψε κοιτώντας με μισό μάτι το μικρό πλασματάκι που κοιμόταν ήρεμο στην αγκαλιά της Άννας.

«Ναι, Λουκά, είναι ο γιος σου».

«Έκανες επιτέλους και κάτι σωστό, όμως μη νομίζεις ότι θα σταματήσεις να δουλεύεις, χρωστάμε».

Η γυναίκα κάτι πήγε να πει, αλλά ένα χαστούκι την προσγείωσε και πάλι στην σκληρή πραγματικότητα.

«Θα κάνεις ό,τι σου λέω εγώ, τ' ακούς; Αλλιώς θα σε σκοτώσω, κι εσένα κι αυτό».

Οι άντρες μπαινόβγαιναν στο σπίτι καθημερινά, ρημάζοντας το κορμί και την ήδη ρημαγμένη ψυχή της άτυχης γυναίκας. Εκείνος, αφού πρώτα τη σάπιζε στο ξύλο, έπειτα την ανάγκαζε να πλυθεί, να ντυθεί πρόστυχα και να βάψει τα χείλη της με κατακόκκινο κραγιόν. Πότε-πότε, επειδή βαριόταν να την ακούει να κλαψουρίζει, της έκανε μια ένεση, έτσι για να την έχει σε καταστολή, όπως έλεγε, ώστε να μπορεί να δέχεται περισσότερους πελάτες χωρίς ν' αντιδρά.

Τα χρόνια περνούσαν. Η Άννα είχε γίνει πλέον ναρκομανής. Τις ελάχιστες ώρες της ημέρας που ήταν νηφάλια ασχολιόταν με το γιο της. Του διάβαζε παραμύθια και τον κανάκευε σα μωρό. Τις υπόλοιπες εκλιπαρούσε το Λουκά να της δίνει τη δόση της και την εξασφάλιζε μόνο όταν του υποσχόταν ότι θα δεχτεί περισσότερους πελάτες. Ο άντρας κουνούσε σαδιστικά το σακουλάκι με την άσπρη σκόνη μπροστά στα μάτια της, αναγκάζοντάς τη να γονατίζει μπροστά του και να φωνάζει δυνατά, «είμαι πουτάνα, είμαι πουτάνα». Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πως ο άντρας αυτός είχε τρελαθεί.

Η γειτονιά είχε πια βουίξει από όλα όσα συνέβαιναν στο «σπίτι της αδιεξόδου», όπως το έλεγαν. Οι γειτόνισσες, παρ' όλο που ήταν υπεύθυνες για το κατάντημα αυτής της γυναίκας, έμεναν αμέτοχες και σιωπούσαν. Όλοι φοβόντουσαν το Λουκά, ο οποίος είχε βλέμμα τρελού και συναναστρεφόταν με τον υπόκοσμο. Ποιος να τολμούσε να του μιλήσει, ποιος να είχε το θάρρος να κάνει κάτι για να σώσει την Άννα και το γιο της από αυτή την κόλαση; Μόνο η Θάλεια υπήρχε. Πάντα εκεί, φύλακας άγγελος γι' αυτές τις δυο βασανισμένες ψυχές. Κρυβόταν περιμένοντας υπομονετικά ώσπου να δει το Λουκά να φεύγει κι έπειτα έτρεχε με την ψυχή στο στόμα να κάνει ό,τι μπορεί για να βοηθήσει, να συμπαρασταθεί. Στην πραγματικότητα ρίσκαρε τη ζωή της μπαίνοντας στο «σπίτι της αδιεξόδου».

O Φάνης μεγάλωνε μόνος του σα τσαλαπατημένο αγριόχορτο και περιφερόταν με βλέμμα σκοτεινιασμένο στους γύρω δρόμους. Ο μικρός είχε καταλάβει από νωρίς ότι δεν ζούσε μέσα σε μια φυσιολογική οικογένεια. Κάτι παράξενο γινόταν στο σπίτι του. Κάτι που δεν τολμούσε να το εκμυστηρευθεί στους φίλους ή τη δασκάλα του. Κάποιοι άντρες μπαίνανε στο σπίτι, κάτι κάνανε με τη μάνα του κι ύστερα έφευγαν χαμογελαστοί, δίνοντάς του σοκολάτες και τσιμπώντας το μαγουλάκι του. Πόσο τους μισούσε αυτούς τους άγνωστους. Μάλιστα κάποιοι από αυτούς τον έπαιρναν αγκαλιά και τον χάιδευα ανάμεσα στα πόδια του. Όμως εκείνος ξεγλιστρούσε, πετούσε τις σοκολάτες στα σκουπίδια κι έτρεχε στη μάνα του. Την έβρισκε ξαπλωμένη στο κρεβάτι να κλαίει και τότε χωνόταν στην αγκαλιά της κι έκλαιγε κι αυτός. Τα χείλη της ήταν πάντα κατακόκκινα και τα μάτια της πρησμένα. Μερικές φορές είχε δει τον πατέρα του να κάνει μια ένεση στη μαμά του κι ύστερα να φεύγει. Λίγη ώρα μετά η μαμά του άλλαζε. Γινόταν μια άλλη. Δεν του άρεσε καθόλου αυτή η «άλλη», ήθελε τη μάνα του. Όμως ποτέ δεν την είχε. Όλο κάποιοι άγνωστοι έρχονταν και μετά έφευγαν κι έπειτα από μέρες έρχονταν πάλι, φέρνοντας σοκολάτες. Ο Φάνης μισούσε αυτές τις σοκολάτες. Μισούσε τον πατέρα του που όλο του φώναζε, που έκανε αυτή την καταραμένη ένεση στη μάνα του και που δεν είχε παίξει ποτέ μαζί του. Ήθελε να φύγει από το σπίτι, όμως δεν είχε πού να πάει κι επιπλέον δεν ήθελε να εγκαταλείψει τη μάνα του. Την αγαπούσε πολύ.

Κι έτσι περνούσαν βασανιστικά οι ώρες, οι μέρες κι οι μήνες, ώσπου η Άννα συνειδητοποίησε ότι ήταν και πάλι έγκυος.

«Φάνη μου, αγόρι μου, θα αποκτήσεις αδελφάκι». Και τότε το προσωπάκι του αγοριού φωτίστηκε και τα ματάκια του έλαμψαν από χαρά.

«Θα κοιμάται στην κούνια μου, μαμά. Θα το προσέχω εγώ, θα το ταΐζω, θα το αλλάζω, όλα εγώ θα τα κάνω, μαμά, μην ανησυχείς».

΄Όμως η Άννα ανησυχούσε, φοβόταν και ήξερε πολύ καλά το γιατί. Ζήτησε από το γιο της να το κρατήσουν για λίγο καιρό μυστικό, μέχρι να βρει τη δύναμη να το πει στον άντρα της. Ίσως να τη λυπόταν, καθώς η εγκυμοσύνη της θα είχε προχωρήσει αρκετά.

«Ξεφορτώσου το μπάσταρδό σου γιατί θα σε λιώσω», ούρλιαξε ο Λουκάς όταν η Άννα, ύστερα από δύο μήνες, του αποκάλυψε την αλήθεια για το μωρό που μεγάλωνε μέσα της.

Τα γεγονότα που ακολούθησαν σημάδεψαν την παιδική ψυχούλα του μικρού Φάνη και διατάραξαν για πάντα την προσωπικότητά του. Ο Φάνης παρακολουθούσε καθημερινά τον πατέρα του να βρίζει τη μάνα του, να την κλωτσάει στην κοιλιά και να της κάνει ξανά και ξανά αυτή την ένεση. Ο μικρός δεν το καταλάβαινε τότε πως η καρδούλα του μέρα με τη μέρα γέμιζε πόνο, πίκρα και μίσος, τόσο μίσος.

Όταν τα πράγματα ησύχαζαν στο σπίτι, ο Φάνης ξάπλωνε στο κρεβάτι του, που ο ίδιος είχε τοποθετήσει δίπλα στην κούνια κι ανυπομονούσε να έρθει το αδελφάκι του.

Ένα μεσημέρι που γύρισε από το σχολείο, βρήκε τον πατέρα του στο σπίτι μεθυσμένο.

«Μικρέ, μην ψάξεις τη μάνα σου, έχει πάει να φέρει το μωρό», του είπε γελώντας ειρωνικά. Ο Φάνης δεν έδωσε σημασία στο ύφος του, το είχε συνηθίσει άλλωστε. Πίστεψε όμως τα λόγια του κι έτρεξε στο δωμάτιό του. Ετοίμασε την κούνια και ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Τότε ήρθε στο μυαλό του η υπόσχεση της μάνας του. «Αγόρι μου, ένα πρωί που θα ξυπνήσεις, θα βρεις το αδελφάκι σου μέσα στην κούνια»!

Ο μικρός ανυπομονούσε, ωστόσο οι ώρες περνούσαν ώσπου τελικά τα ματάκια του βάρυναν και τον πήρε ο ύπνος. Το πρωί που ξύπνησε, είχαν όλα γίνει ακριβώς όπως του τα είχε πει η μητέρα του.

Ο Λουκάς όμως δεν μπορούσε να το χωνέψει πως θα μεγάλωνε ένα μπάσταρδο. Κάτι έπρεπε να κάνει για να το ξεφορτωθεί. Έτσι, ένα βράδυ γύρω στις έντεκα, μπήκε στο παιδικό δωμάτιο. Πήρε ένα μαξιλάρι, το έβαλε στο προσωπάκι του μωρού κι άρχισε να μετράει. Ένα, δύο, τρία... Όταν βεβαιώθηκε ότι όλα είχαν τελειώσει, άρπαξε το άψυχο σώμα του μωρού και έφυγε νυχοπατώντας. Δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι δύο αθώα παιδικά ματάκια είχαν παρακολουθήσει αυτή την αρρωστημένη σκηνή. Η ώρα θα ήταν 00:00 όταν η Άννα πετάχτηκε ξαφνικά από τον ύπνο. Είχε δει κάποιο άσχημο όνειρο; Δεν μπορούσε να θυμηθεί. Είχε ένα περίεργο συναίσθημα, τόσο έντονο που την έκανε να ενεργοποιηθεί αμέσως. Έτρεξε στο παιδικό δωμάτιο, όμως το μωρό δεν βρισκόταν στην κούνια του. Είχε καταλάβει. Το ίδιο κι ο μικρός Φάνης.

Με τα χρόνια, όλα αυτά που είχαν δει τα αθώα παιδικά του ματάκια τον έκαναν να αλλάξει. Έγινε ένα σκληρό, αγενές και κακότροπο παιδί που έβριζε τους πάντες και μπλεκόταν συνεχώς σε καβγάδες. Κυκλοφορούσε με μια σφεντόνα στο χέρι, με την οποία χτυπούσε γάτες και σκυλιά κι ύστερα τα βασάνιζε μέχρι να πεθάνουν. Η ψυχή του είχε πια διαταραχθεί ανεπανόρθωτα. Στα δεκατέσσερά του χρόνια είχε ήδη γίνει αρχηγός μιας συμμορίας ανήλικων αγοριών που έκλεβε πορτοφόλια από ανυποψίαστους περαστικούς και παρενοχλούσε μικρά κορίτσια. Στο σπίτι πήγαινε μόνο για να φάει και να δει τη μάνα του, η οποία είχε καταντήσει μια ζωντανή νεκρή.

Ήταν ένα καυτό αυγουστιάτικο μεσημέρι, όταν ο Φάνης έφτασε πρώτος στο σπίτι. Η μάνα του ήταν πάλι στο νοσοκομείο, ύστερα από έναν ακόμη ξυλοδαρμό. Έκανε ένα γύρω στο σπίτι. Δεν είχε τίποτα καλό να θυμάται. Μόνο φωνές, βρισιές, κλάματα κι απελπισία.

«Τη γλίτωσε πάλι η μάνα σου», του είχε πει νωρίς το πρωί αυτός ο άθλιος. «Όμως για πόσο ακόμα, για πόσο...», αναρωτήθηκε ο Φάνης. Όχι δεν ήθελε να την χάσει. Ο ίδιος, ήξερε, πως δεν μπορούσε πια να σωθεί. Έπρεπε όμως να σώσει εκείνη. Στο μυαλό του ήρθε και πάλι εκείνη η βασανιστική στιγμή του φρικτού θανάτου της αδελφούλας του. Να κι εκείνη η ένεση, κι οι άγνωστοι

άντρες, οι σοκολάτες. Φρίκη, πόνος...

Και τότε ο Φάνης έκλαψε, έκλαψε πολύ. Μα θα ήταν η τελευταία φορά.

Είχε αποφασίσει να απαλλάξει τον κόσμο από αυτό το «τέρας». Πήγε στην κουζίνα και άνοιξε την κατσαρόλα. Η Θάλεια που πάντα τους φρόντιζε είχε μαγειρέψει μακαρόνια με κιμά. Έβαλε σε ένα πιάτο μια γενναία μερίδα για τον εαυτό του και σε ένα δεύτερο μια μερίδα που προοριζόταν για τον πατέρα του, ο οποίος θα ερχόταν από στιγμή σε στιγμή. Στη συνέχεια πήρε από το ψυγείο το μπολάκι με το τριμμένο τυρί κι έριξε μέσα λίγη από τη σκόνη που είχε κλέψει από ένα κατάστημα που πουλούσε φυτοφάρμακα. Ανακάτεψε καλά, έβαλε πάλι το δοχείο στο ψυγείο και περίμενε. Μόλις άκουσε τα βαριά βήματα του πατέρα του στην αυλή, κάθισε κι άρχισε να τρώει.

«Έβαλα και για σένα», είπε στον πατέρα του μόλις εκείνος μπήκε στην κουζίνα.

«Μπα, πώς το 'παθες, μικρέ; Σε πιάσανε οι καλοσύνες σου»;

«Αν θέλεις τυρί, έχει στο ψυγείο», απάντησε ο Φάνης στρίβοντας τα μακαρόνια στο πιρούνι του. Με την άκρη του ματιού του παρακολουθούσε τον πατέρα του να ανοίγει το ψυγείο και έπειτα να ρίχνει όλο το τριμμένο τυρί στο πιάτο του. Του ήρθε να πανηγυρίσει, όμως συγκρατήθηκε για να απολαύσει τη συνέχεια. Έπειτα ο Λουκάς τράβηξε την καρέκλα, κάθισε και άρχισε να τρώει χτυπώντας τα χείλη του με λαιμαργία. Ο Φάνης άρχισε να μετράει. Ένα, δύο, τρία... Δεν πρόλαβε να μετρήσει μέχρι το δέκα. Ο άντρας απέναντί του άρχισε να βγάζει αφρούς από το στόμα. Έπειτα έπεσε στο πάτωμα σφαδάζοντας από πόνο και εκλιπαρώντας με διασταλμένα μάτια για βοήθεια. Ο Φάνης τον αγνόησε κι ανενόχλητος συνέχισε το φαγητό του. Ύστερα σηκώθηκε, πλησίασε τον μισοπεθαμένο άντρα και του είπε:

«Αυτό είναι το λιγότερο που αξίζει σε ένα τέρας σαν κι εσένα». Έπειτα τον τράβηξε από τα πόδια, τον έσυρε ως την αυλή, τον έλουσε με βενζίνη και έβαλε φωτιά. Μαζί με το άψυχο σώμα του πατέρα του καιγόταν για ώρα ολόκληρο το «σπίτι της αδιεξόδου», ενώ ο Φάνης εξαφανίστηκε πριν ακόμα μαζευτούν οι γειτόνισσες!

Continue Reading

You'll Also Like

88.3K 7.5K 45
"Την βρήκες! Συγχαρητήρια! Κρίμα που δεν μπορείς να την πάρεις μαζί σου και να φύγεις..." Κοίταξα έντρομη το παγωμένο σώμα της αδελφής μου. "Τ-την σκ...
599K 29.8K 55
"Πες μου σε παρακαλώ ότι το θες αυτό όσο το θέλω κι εγώ" είπε με κομμένη την ανάσα. Ένιωθα κατακόκκινη, η ντροπή μου ήταν εμφανής άλλη μία φορά. Τε...
549 94 3
[ One Shot ]
831K 30K 45
- Λοιπόν;! ρώτησα με σταυρωμένα χέρια. - Είσαι σίγουρη ρε Αννούλα; ήρθε και στάθηκε απέναντί μου. - Πόσες φορές ακόμη πρέπει να στο πω για να σ...