Διαγωνισμός Διηγήματος : Το μ...

By TellYourStoryGr

1.8K 184 151

Απρίλιος 2023 Ο δεύτερος διαγωνισμός της ομάδας @TellYourStoryGr για το 2023. Διάβασε την περιγραφή και τους... More

Πρόσκληση
Συχνές Ερωτήσεις
Πενήντα βαθμοί υπό σκιάν - @katerinabunny
Κληρονομικές Ασθένειες - @darkside_cookies
Μάξιμε, μη - Φίλιππος Γιαπάνης
Ελπίδα - @-Inaa-
Η αρπαγή - @denisbk98
Εγώ, το μωρό κι εγώ - Ελένη Παπαθεοδώρου
Ύψιστη θυσία - @-Inaa-
Το παιδί μου; Που είναι το παιδί μου; - Τζένιφαρ Ιβάνοβα
Το σπίτι της αδιεξόδου - @vasilikee_
Η ιστορία του Μαργαρίτη Μάρκου και της αδειανής κούνιας
Τρόπος Ψηφοφορίας
Ο μαιευτήρας που έσωσε εκατομμύρια πρόωρα μωρά

Εγκατάλειψη - @Marypap15

170 17 7
By TellYourStoryGr

ΗΤΑΝ ΗΣΥΧΟ το λιμάνι τους εκείνη τη νύχτα. Άχνα δεν έβγαζε κάτω απ' το κλειστό παράθυρο. Η αχλή κι η υγρασία του χειμώνα είχαν θολώσει το γυαλί, κι ίσα που μπορούσε να δει η Αρετή, η γυναίκα του καπετάν-Νικόλα, που καθόταν πλάι στο παράθυρο και διάβαζε, το θολό ανακάτεμα του γαλανού της ταραγμένης θάλασσας με τα ωχρά κίτρινα αντιφεγγίσματα απ' τα φώτα του λιμανιού. Έτσι καθόταν κάθε βράδυ: στην κουνιστή της καρέκλα που την γιόμιζε μαξιλάρια – την πονούσε, έλεγε η μέση της να τρέχει εδώ κι εκεί κάθε μέρα με τις δουλειές, εκείνη που είχε μεγαλώσει σε καλό σπίτι δίχως να κουνάει μήτε το δαχτυλάκι της – μ' ένα βιβλίο ορθάνοιχτο στα γόνατα, να αγναντεύει τον ορίζοντα.

Τι περίμενε τάχα να δει, όταν όλο το χειμώνα στο νησί τους έπεφτε ομίχλη κι έρχονταν θύελλες και βροχές, και θόλωνε πάντα έτσι το παραθύρι; Μόνο η καρδιά της ήξερε. Απόψε κιόλας που δεν άκουγε τίποτα, το 'χε ανάγκη να δει τουλάχιστον, να δει πως δεν είχαν χαθεί, δεν είχαν πεθάνει όλα κι είχε μείνει το δικό τους το σπίτι να στέκει ολομόναχο ατενίζοντας τον θάνατο. Προσπάθησε να καθαρίσει το γυαλί με το μανίκι του μαύρου της του φορέματος, αυτού που δεν άρεσε καθόλου του άντρα της του Νικόλα.

«Σαν το κοράκι είσαι όταν το φοράς» έλεγε κοιτώντας την από πάνω μέχρι κάτω με το μάτι του το υγρό και κοκκινισμένο ήδη, πριν ακόμα κατηφορίσει με τη στολή και το καπέλο του καπετάνιου για την ταβέρνα, για να γυρίσει ώρες μετά παραπατώντας, με λεκέδες κόκκινο κρασί στο λευκό πουκάμισο.

Η Αρετή τον είχε συνηθίσει πια. Ούτε τον άκουγε, ούτε τον περίμενε, όπως τις πρώτες νύχτες που άρχισε να σουρώνει για να ξεχάσει πόσο είχε ξεπέσει το σπίτι του. Κι εκείνος κι η γυναίκα του από καλές οικογένειες του νησιού: οι δικοί του πλούσιοι καπεταναίοι, οι δικοί της πλοιοκτήτες. Και πού είχανε φτάσει; Να βουλιάζουν ίσαμε το λαιμό στο χρέος, και ν' αναγκάζονται να νοικιάζουνε τις κάμαρες του σπιτιού στους ταξιδιώτες, τους ξένους και τους ναύτες που άραζαν στο νησί. Στις αρχές έκλαιγε πικρά η Αρετή, δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους της. Στο πατρικό της την είχανε με γαλλικά και πιάνο κι εδώ πια μπαινόβγαινε κάθε καρυδιάς καρύδι. Τι εκείνος ο τρελοζωγράφος που την κυνηγούσε για να της κάνει το πορτραίτο, τι ναύτες άξεστοι που μύριζαν από μίλια μακριά φτηνό κρασί και καλντεριμιτζούδες, τι εραστές που κλέβονταν, έρχονταν να μείνουν εκεί κρυφά – φορές φορές έβλεπε ως και γυναίκες στα χρόνια της μ' αγοράκια που δεν είχε τρία χρόνια που 'χαν βγάλει μουστάκι – και όλη νύχτα δεν την άφηναν να κοιμηθεί!

Μια τέτοια φορά ήτανε που είχε τσακώσει τον Νικόλα να 'χει στηθεί, μεθυσμένος όσο δεν πήγαινε, έξω απ' την πόρτα ενός ζευγαριού – νέοι, ούτε δεκαεννιά χρονών. Είχε σκαρώσει μια τρύπα, είχε κολλήσει απάνω το μάτι του και κοίταγε. Τους κοίταγε που είχαν πέσει ξεγυμνωμένοι αγκαλιά στο στρώμα, κολλημένος εκεί, με το στόμα μισάνοιχτο. Και τόσο σιχαμερός της φάνηκε εκείνη τη στιγμή της Αρετής, τόσο εξαθλιωμένος, που μετάνιωσε την πρώτη της σκέψη να τρέξει και να τον σπρώξει μακριά. Τον άφησε εκεί, κι από τότε έπαψε να κλαίει και να απελπίζεται. Αντί γι' αυτό, βυθιζόταν όλο και βαθύτερα σε μια κατάσταση απαθέστατου κυνισμού. Θα περίμενε τον Νικόλα να αισθανθεί πόσο είχαν ξεπέσει, πόσο είχανε γίνει ένα με τα γουρούνια, και θα τον άφηνε να πονέσει στη συνειδητοποίηση πως εκείνη τόσο καιρό το ήξερε και δεν του 'χε πει τίποτα...

«Κυρά; Κοιμάσαι;»

Πετάχτηκε κι όρθωσε την πλάτη της. Κοίταξε γύρω της σαν χαμένη. Στο άνοιγμα της πόρτας του καθιστικού στεκόταν η παρακόρη τους η Χρυσή με το νυχτικό, έτοιμη να πλαγιάσει. Στα χέρια της κρατούσε ένα κερί. Έβαλε το χέρι στο στήθος της, ανακουφισμένη – άδικα είχε τρομάξει. Ύστερα τα μάτια της έπεσαν στο πάτωμα. Το βιβλίο είχε πέσει, ανοιχτό ακόμα, μπρος στα πόδια της.

Έσκυψε να το μαζέψει αναστενάζοντας κουρασμένα. Η Χρυσή ζύγωσε κοντά της.

«Θα το πάρω εγώ, κυρά» είπε και γονάτισε να τη βοηθήσει. «Εσύ πήγαινε μέσα να κοιμηθείς. Δες πόσο κουρασμένη είσαι.»

«Όχι, όχι, δε θέλω να κοιμηθώ ακόμη, δεν είμαι κουρασμένη» αντιστάθηκε η Αρετή σαν παιδί.

Το κορμί της έγερνε δίχως δυνάμεις στην καρέκλα, το κεφάλι της ήταν βαρύ σαν μολυβένιο, τα βλέφαρά της το ίδιο. Κοίταξε τη Χρυσή.

«Πού είναι όλοι απόψε; Γιατί έχει τόση ησυχία;» παραπονέθηκε, κι ύστερα σώπασε για λίγο και ρώτησε με λυγμό σχεδόν: «Πότε θα γυρίσει;»

Η μικρή υπηρέτρια μπερδεύτηκε.

«Ο κύριος συνήθως κάθεται στο λιμάνι μέχρι αργά...» πρόφερε δίχως σιγουριά.

«Όχι» την έκοψε η Αρετή σφίγγοντας τα μπράτσα της καρέκλας. «Όχι αυτός, Χρυσή. Ο Θοδωρής μου. Πότε θα έρθει ο Θοδωρής μου; Πόσο θα βαστάξει ακόμα αυτό το ταξίδι;»

Ο Θοδωρής ήτανε ο γιος τους με τον Νικόλα. Ο ένας και μοναδικός – για εκείνη. Δεν αμφέβαλλε πως ο άντρας της είχε κι άλλους, μπορεί και χωρίς να το ξέρει καν. Φέτος ολόκληρο παλικάρι εικοσιδύο χρονών, όμορφος σαν ζωγραφιά, με μαλλιά σκουρόξανθα και γαλανά μάτια σαν τη θάλασσα, τη θάλασσα που όργωνε απ' τα δεκαοχτώ του. Πόσο τον είχε φοβερίσει ο Νικόλας να μην τολμήσει ούτε να σκεφτεί να πάει ναυτικός. Ατίμωση, φώναζε, γιος καπετάνιου με τ' όνομα, ν' ανέβει στα καράβια σαν ένας από τους ψωριάρηδες που έπαιρνε εκείνος για πλήρωμα. Μα του Θοδωρή το αυτί δεν ίδρωνε.

«Ατιμασμένοι είμαστε ήδη, κι εγώ δε θα μείνω να σαπίζω μαζί σας άπραγος!» τους είχε πει, κι απ' τα μάτια του φαινόταν πως δε θα 'κανε πίσω, ό,τι κι αν είχαν να απαντήσουν εκείνοι. «Θα δουλέψω ναύτης, θέλετε δε θέλετε!»

Ο Νικόλας δαιμονίστηκε, στα σοβαρά. Τον απείλησε πως αν μπάρκαρε, δε θα ξαναπερνούσε το κατώφλι του σπιτιού τους και δε δέχτηκε να ανακαλέσει την απειλή του. Η Αρετή πίστεψε πως έστω για εκείνη, για τη μάνα του, ο Θοδωρής θα υποχωρούσε μπρος στο βαρύ τίμημα που τον ανάγκαζε ο πατέρας του να πληρώσει για να δουλέψει εκεί που ήθελε. Μα εκείνος, νέος, πεισματάρης κι αποφασισμένος, ξέγραψε και μάνα και πατέρα και πατρικό σπίτι κι έκανε τα λόγια του πράξη. Έφυγε στα δεκαοχτώ του για το πρώτο ταξίδι και ποιος ήξερε τώρα για πού θαλασσοδερνότανε.

Η Χρυσή δάγκωσε τα χείλια της. Σφιγγότανε να μην κλάψει. Πολύ τη λυπότανε την κυρά της, να τη βλέπει να βυθίζεται στο πένθος της μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο.

«Θα γυρίσει όπου να 'ναι» την παρηγόρησε πιάνοντας το χέρι της. «Έχει ο Θεός, κυρά. Μη φοβάσαι. Έλα, πήγαινε τώρα να πλαγιάσεις.»

«Όχι, δε θέλω. Θα μείνω εδώ να τον περιμένω.»

«Τον καπετάν-Νικόλα;»

«Όχι, τον Θοδωράκη μου. Απόψε θα γυρίσει, το νιώθω πως απόψε θα γυρίσει. Η καρδιά μου μου το λέει.»

Ένα αλλόκοτο χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό της.

«Εσύ μην περιμένεις μαζί μου. Δεν ειν' ανάγκη. Πήγαινε να κοιμηθείς» είπε της Χρυσής.

Το κορίτσι στέναξε. Δεν είχε τρόπο να την πείσει να μην ξαγρυπνήσει μάταια. Ήταν κουρασμένη όμως. Ίσως να την έπαιρνε ο ύπνος στην πολυθρόνα της. Κι ύστερα... ύστερα αν έμενε εκείνη ξύπνια και περίμενε τον καπετάν-Νικόλα να γυρίσει να την κουβαλούσανε μέχρι το κρεβάτι της. Να 'ναι τουλάχιστον στα μαλακά, μη χαλάσει τη μέση της η κυρά της και πάψει να περπατάει στητή με το κεφάλι ψηλά. Μόνο αυτή η περηφάνια της είχε μείνει κι ο πλούτος του σπιτιού της άλλωστε. Ο άντρας της μέθυσος, ο γιος της χαμένος, κι όλο το νησί να την περιφρονεί πίσω απ' την πλάτη της. Λυπόταν η Χρυσή. Ήταν άδικη η ζωή με την κυρά της. Αχ, κρίμα, τι κρίμα!

Την καληνύχτισε κι έφυγε. Η Αρετή την κοίταξε να χάνεται μέσα στο μισοσκόταδο του σπιτιού. Τα χλωμά κεράκια που έκαιγαν στην κάμαρα τη φώτιζαν σαν νεκρικές λαμπάδες μέσα σε φέρετρο. Τι καλό κορίτσι ήταν η Χρυσή, σκέφτηκε, και προκομμένο. Μια τέτοια γυναίκα θα του ταίριαζε του Θοδωράκη της, μονάχα από σπίτι, όπως ήταν εκείνη κι ο πατέρας του. Αν ήταν εδώ, τώρα θα τον παντρολογούσανε και μάλιστα βιαστικά, μην τυχόν και ξεγλιστρήσουν τα χρόνια χωρίς να το καταλάβουν και μείνει μαγκούφης. Ίσως να βρίσκανε και μια πλούσια νύφη και να σωζότανε το σπίτι τους. Θα τους έκαναν οι νιόπαντροι και τρία-τέσσερα εγγονάκια, θα γέμιζε το σπίτι ζωντάνια, όπως όταν ήτανε μικρός ο Θοδωρής.

Πώς τα νοσταλγούσε εκείνα τα χρόνια η Αρετή! Τα χρόνια της ξεγνοιασιάς, που η ευτυχία έμοιαζε να τους σφιχταγκαλιάζει. Ο Νικόλας ταξίδευε με τα πλοία μήνες, χρόνο καμιά φορά, κι εκείνη έμενε στο νησί και μεγάλωνε τον μοναχογιό της τον λατρεμένο. Χαιρόταν όταν ο άντρας της γύριζε – νόμιζε πως γιόμιζε σε μια στιγμή το σπίτι. Και να οι βεγγέρες, να οι χοροί, οι μουσικές βραδιές και τα καλέσματα σ' άλλα φιλικά σπίτια. Παρίσταναν κι όλοι τους τους Φράγκους αριστοκράτες, βλέπεις! Τώρα πια δεν την καλούσε κανείς, ή, ακόμα κι αν την καλούσαν, ντρεπότανε να πάει. Πώς να εμφανίζονταν τώρα, εκείνη μια σκιά με βαθουλωμένα μάτια και αρρωστιάρικα χρωματισμένο το δέρμα της, σαν έγκλειστη σε σανατόριο με ανίατη ασθένεια, κι ο Νικόλας πλάι της μεθυσμένος όπως ήταν πάντα;

Έμενε να νοσταλγεί τα παλιά. Και πιο πολύ απ' όλα, τότε που ο Θοδωράκης της ήτανε ακόμα μωρό στην κούνια, κι εκείνη όλη μέρα κι όλη νύχτα δεν έφευγε σχεδόν από το πλάι του. Τον κουνούσε στην αγκαλιά της, τον νανούριζε, τον φιλούσε και τον κανάκευε, του μιλούσε ακόμα κι αν ήξερε πως δεν καταλάβαινε τα λόγια της. Πολλές νύχτες κοιμότανε δίπλα στην κούνια για να μην τον αφήνει απ' τα μάτια της καθόλου. Μονάχη της έγνοια ήταν εκείνος! Να μην του λείψει τίποτε! Έτρεμε μήπως αρρώσταινε, μήπως κάτι πάθαινε, μήπως δεν ήτανε σκεπασμένος καλά τη νύχτα, μήπως, μήπως, χίλια δυο πράγματα. Ακόμα κι όταν έκλαιγε μάτωνε η καρδιά της. Κι αν δεν κοιμόταν πλάι του, όλο σηκωνότανε απ' την κάμαρά της κι έτρεχε να σκύψει πάνω απ' την κούνια ν' ακούσει την ανάσα του, να δει αν κοιμόταν ήσυχα...

Μια βροντή έξω απ' το παράθυρο την έκανε να τιναχτεί. Είχε αποκοιμηθεί ξανά στην καρέκλα. Οι καμπάνες χτυπούσαν μεσάνυχτα κι εκείνης της έσφιγγε το στήθος σαν αρπάγη ένα άσχημο προαίσθημα, μια ανησυχία βασανιστική που έπρεπε βιαστικά να τη γιατρέψει. Το παιδί, έπρεπε να πάει να δει τι κάνει το παιδί. Άφησε το βιβλίο, παραμέρισε τα μαξιλάρια, σηκώθηκε κι αρπάζοντας ένα κερί στο χέρι της έτρεξε εκεί που είχε την κούνια του Θοδωράκη αλαφιασμένη, πανικόβλητη, λες κι είχε ήδη γίνει το κακό που πήγαινε να προλάβει.

Ο δρόμος ως το παιδικό δωμάτιο της φάνηκε ατελείωτος, λες και δεν ήτανε στο ίδιο σπίτι. Όρμησε μέσα σαν να την έσπρωχνε τρικυμία και πλησίασε στην κούνια. Ούρλιαξε μέσα στην δίνη της απελπισίας και της παραζάλης βλέποντας τα λευκά σεντόνια άδεια. Το μωρό! Πού είχε πάει το μωρό; Πού είχε πάει ο Θοδωράκης της; Ανακάτεψε τα σκεπάσματα μανιασμένα, με την ανάσα της να στερεύει και την καρδιά της να χτυπά σαν ταμπούρλο, λες κι ήθελε να πεταχτεί έξω. Τ' ανακάτεψε και τα 'σφιξε μετά άδεια στα δάχτυλά της, τόσο που άσπρισαν κι αυτά. Κοιτούσε και ξανακοιτούσε την κούνια. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Πάει το παιδί, Θεέ μου, πάει, χάθηκε!

Ήταν κλειστό το παράθυρο; Ήταν. Μην το 'χε ανοίξει κανείς και τον είχε πάρει; Άρχισε τρέχοντας να γυρίζει όλο το σπίτι, ψάχνοντας και φωνάζοντας:

«Θοδωρή μου! Θοδωράκη μου! Πού είσαι, αγάπη μου; Πού είσαι, φως μου;»

Άδειες οι κάμαρες, όλες άδειες και σκοτεινές, σαν τάφοι μ' έπιπλα σκονισμένα κι αράχνες να κρέμονται απ' τους ιστούς τους πάνω στους παλιούς πίνακες και τα διακοσμητικά. Γύρεψε τη Χρυσή να της πει πως χάθηκε το παιδί, μα πουθενά δεν τη βρήκε. Γύρεψε τον Νικόλα.

«Στην ταβέρνα!» μονολόγησε. «Να τον βρω στην ταβέρνα!»

Μανία την είχε πιάσει. Κατέβηκε στις κάτω κάμαρες, εκείνες που τις νοίκιαζαν, και τους βρήκε όλους μαζεμένους σ' ένα δωμάτιο, γεμάτο από κόσμο απ' άκρη σ' άκρη. Ίσως από λάθος να 'χε κάπως βρεθεί εκεί ο Θοδωράκης τους. Ναι, ναι, εκεί θα τον έβρισκε στα σίγουρα. Έπρεπε να τον βρει εκεί.

Μόλις την είδαν, όλα τα μάτια πέσανε πάνω της κοφτερά και διαπεραστικά, σαν μαχαίρια. Την περικύκλωναν από παντού, ένιωθε να πνίγεται, να μη μπορεί ν' ανασάνει. Ήταν όλοι τους εκεί, συγκεντρωμένοι σαν σ' έναν παράλογο γιορτινό χορό. Κι ο τρελοζωγράφος που της έδειχνε το πορτραίτο που της είχε φτιάξει, κι οι ναύτες που έπιναν κι έσπαγαν τα πιάτα, κι η στρουμπουλή χήρα με τον νεαρό εραστή που της απήγγειλε ποιήματα και της φιλούσε το χέρι και το ζευγάρι το νεαρό που χάζευε ο Νικόλας κρυφά απ' την τρύπα της πόρτας. Μα όλα πάνω τους έμοιαζαν αφύσικα, τα πρόσωπά τους, τα μαλλιά, τα ρούχα τους, σαν να το 'χαν σκάσει κατευθείαν απ' τη σκηνή του θεάτρου ή από κάποια άσχημη ζωγραφιά. Το δωμάτιο μύριζε καπνό και πιοτό, γυναίκες και βρώμικα παιχνίδια με χαρτιά. Όλοι την κοιτούσαν μ' αυτό το αφύσικο βλέμμα κι ήταν σαν να την περίμεναν να τους το πει.

Η Αρετή στάθηκε στη μέση του δωματίου με χείλη που τρέμανε.

«Μήπως είδε κανείς σας τον Θοδωράκη μου;» ρώτησε. «Δεν είναι στην κούνια του, χάθηκε! Βοηθήστε με, μήπως τον είδε κανείς σας;»

Για λίγο σιωπή. Κι αμέσως μετά άρχισαν όλοι να γελάνε. Το γέλιο τους, στριγκό και παγερό, έκανε την Αρετή ν' ανατριχιάσει σύγκορμη.

«Μα γιατί γελάτε; Πρέπει να με βοηθήσετε, δεν ακούτε; Χάθηκε το παιδί μου!» τους φώναζε, μα εκείνοι δεν άκουγαν, κι όλο και περισσότερο γελούσαν, δείχνοντάς την με το δάχτυλο κι έχοντας μαζευτεί γύρω της να της πνίξουν την ανάσα, να της κόψουν το φως, να τη φυλακίσουν όπως τον πεθαμένο οι τέσσερις άκρες του λάκκου. Κι εκείνη έκλαιγε με λυγμούς, ολότελα απελπισμένη, ολότελα αβοήθητη, και της φαινόταν πως μαζί μ' όλους αυτούς που γελούσαν και την κορόιδευαν γελούσαν κι οι τοίχοι, τα έπιπλα κι οι φλόγες των κεριών ακόμα, σαν να της έλεγαν «ξέπεσες, καημένη, πόσο ξέπεσες!».

Κι όλα στριφογύριζαν και σκοτείνιαζαν κι έκλειναν ασφυκτικά γύρω της, ώσπου έχασε απ' τα μάτια της και την εικόνα της κάμαρας και των ανθρώπων και τα γέλια, κι έμεινε απλώς να βυθίζεται σ' ένα σκοτάδι κατάμαυρο που της πλάκωνε το στήθος. Και να κλαίει, να κλαίει ακόμα ασταμάτητα, δίχως να ξέρει αν ήταν για τον Θοδωράκη της ή για τον αξιοθρήνητο, ξεπεσμένο εαυτό της...

Μέσα στα κλάματα ξύπνησε, κι αντίκρισε τον Νικόλα γονατιστό μπροστά της και δίπλα του τη Χρυσή. Σάστισε. Ο άντρας της για πρώτη φορά δεν της έμοιαζε μεθυσμένος, για πρώτη φορά δεν της μύριζε κρασί. Την κρατούσε από τους ώμους γερά. Διάβαζε στα μάτια του – γαλανά, σαν του γιου τους – την ανησυχία, που ελάχιστες φορές την είχε ξαναδεί. Φορούσε τη στολή του όπως συνήθως. Η Αρετή θυμήθηκε τότε που ταξίδευε κι ερχόταν έτσι περιποιημένος κι έτοιμος να την αποχαιρετήσει: να την αγκαλιάσει, να φιλήσει τον γιο τους κι ύστερα να φύγει.

Δεν έλεγε τίποτα. Ούτε κι ο Νικόλας έλεγε. Πάνω απ' τα κεφάλια τους, η υπηρέτρια τους έφεγγε με το κερί της.

«Είναι άρρωστη» είπε. «Πρέπει να φωνάξετε γιατρό.»

«Μη λες τρέλες» αποκρίθηκε ο καπετάνιος. «Κοντεύουν ξημερώματα. Πού να τον βρούμε;»

«Μα δεν τη βλέπετε που έχει πανιάσει; Φώναζε μέσα στον ύπνο της! Δεν είναι καλά σας λέω, κύριε, για όνομα του Θεού!» τον παρακάλεσε η κοπέλα βουρκωμένη.

Η Αρετή πλησίασε ζαλισμένη το πρόσωπό της κοντά σ' αυτό του συζύγου της. Τα χέρια της που τρέμανε γύρεψαν να κρατηθούν από πάνω του. Ξαφνιάστηκε.

«Αρετή;»

«Νικόλα» έκανε εκείνη κι άφησε τ' αναφιλητά να ξαναρχίσουν. «Νικόλα, ο Θοδωράκης μας. Πού είναι ο Θοδωράκης μας;»

Το πρόσωπο του καπετάνιου σκοτείνιασε. Ποτέ δε μιλούσε για το γιο του, κι όποτε έκανε να τον ρωτήσει η Αρετή, πάντα της το ξέκοβε. Αναστέναξε.

«Δεν ξέρω, Αρετή» είπε μόνο, και τότε εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του, σαν κούκλα που της έκοψες τα νήματα που την κρατούσανε όρθια. Έκλαιγε πάνω στον ώμο του, κι έκλαιγε σιωπηλά κι η Χρυσή.

Ο καπετάν-Νικόλας αγκάλιασε τη γυναίκα του. Πόσο καιρό είχε να το κάνει άραγε; Οι φωνές τους για λίγο σπάσανε την ανησυχητική ησυχία της αποψινής νύχτας. Ήταν σαν αυτά τα κλάματα να έδωσαν ζωή στην νεκρική κάμαρη, όπως το πρώτο κλάμα του μωρού που δίνει ζωή σ' ένα σπιτικό. Οι φλόγες των κεριών έπαιζαν ζωηρά κι η ομίχλη διαλυόταν και το γυαλί του παραθύρου ξεθόλωνε. Όλα τώρα ήταν ξεκάθαρα: η θάλασσα, το λιμάνι, τα φώτα, τα σπίτια. Και στο πάτωμα, η Αρετή έμοιαζε να λιώνει σιγά σιγά σαν το κεράκι στα χέρια του άντρα της, που τη χάιδευε και την κανάκευε σαν μικρό παιδί, όπως έκανε κάποτε. Θεέ μου, πώς σβήστηκαν έτσι εκείνα τα χρόνια; Πώς τα ξέγραψαν και φτάσανε εδώ κι είχαν χάσει τον δρόμο του γυρισμού προς τα πίσω; Πώς είχε ξεφύγει απ' τα δικά τους χέρια ολότελα η ελπίδα;

Με τον γιο τους είχε ξεφύγει. Έμεινε μια κούνια άδεια κι ένα σπίτι γεμάτο μνήμες που είχαν ξεθωριάσει πια και σε τίποτε δεν ωφελούσαν, που υπήρχαν μόνο για να τους πονάνε. Όταν έπαψε πια να κλαίει η Αρετή, ο καπετάνιος κι η Χρυσή την σήκωσαν και την έβαλαν στην πολυθρόνα. Τα μάτια της μισόκλειναν κι η ανάσα της είχε βαρύνει. Έγειρε στο πλάι αδύναμα, άνευρα. Σαν πεθαμένη. Το κεφάλι της ήτανε όπως πάντα στραμμένο στο παράθυρο, μα δεν κοιτούσε πια έξω.

«Αφήστε με μόνη μου» παρακάλεσε βραχνά, σχεδόν χωρίς φωνή.

«Θα κοιμηθείς;» τη ρώτησε ο άντρας της σιγανά.

«Θα κοιμηθώ...»

Continue Reading

You'll Also Like

549 94 3
[ One Shot ]
823K 4.4K 4
''Όταν λες να χορέψω για να δουλέψω εδώ, εννοείς να κάνω στριπτίζ;''τον ρώτησε έντονα και τα μάτια της σχεδόν πετάχτηκαν από την έκπληξη. ''Ναι. Δέ...
143K 11.6K 55
Η Νόρα ταξιδεύει στο μαγικό νησί της Σύρου έχοντας μια πληγή στη καρδιά, τον Μάνο. Ένα ταξίδι που ξεκινάει σαν μια οικογενειακή επανένωση, σύντομα θα...
599K 29.8K 55
"Πες μου σε παρακαλώ ότι το θες αυτό όσο το θέλω κι εγώ" είπε με κομμένη την ανάσα. Ένιωθα κατακόκκινη, η ντροπή μου ήταν εμφανής άλλη μία φορά. Τε...