Φως μέσα στο σκοτάδι {GW15}

By renandr

201K 16.1K 1.2K

Μια μικρή περίληψη βρίσκεται στο πρώτο κεφάλαιο... More

Περίληψη 1
Η δουλειά 2
Στη Νύχτα 3
Η γνωριμία 4
Η μάχη 5
"...δεν μπορώ μακριά σου...ακούς;" 6
"...θέλω να ξυπνάω μαζί σου..." 7
"...μίλα μου..." 8
"...οι σκέψεις..." 9
"...μην μ' αφήσεις..." 10
"...πονάω..." 11
"...και μετά σιωπή..." 12
"Τα μελί μάτια.." 13
"...μου λείπεις...." 14
"...όπου βρίσκεσαι... εκεί υπάρχω..." Γ.Ρ. 15
"...σ' αγαπώ... μ' ακούς..." 16
"Μην κλαίς..οι δυνατοί ποτέ δεν κλαίνε.." 17
"... δως μου το χέρι σου ..." 18
"...της καρδιάς ο σπαραγμός..." 19
"...λύγισα..εγώ..που πέτρα μ'είχε κάνει ο πόνος..." 20
"...Σε περιμένω...μη ρωτάς γιατί..." 21
"...Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ᾿ αρέσαν.." 22
"...η σκιά της νύχτας πέφτει πάνω μου..." 24
"...άσε με να σ' αγαπώ.." 25
"...μη μου πάρετε το φως.."26
"..όταν είσαι μισός.."27
"..έλα σαν φως.." 28
"...Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου..." 29
" Η αρχή του τέλους..." 30
"...Ἄνθη τῆς πέτρας μπροστὰ στὴν πράσινη θάλασσα..." 31
Επίλογος 32

"...ψυχή μου λυτρώσου ..." 23

5.3K 501 26
By renandr



Έμεινε άλλες τέσσερις μέρες στο νοσοκομείο ο Μάρκος. Κάποιες τελευταίες εξετάσεις έγιναν, οδηγίες δόθηκαν, και ήταν έτοιμος να φύγει. Βρισκόταν στο αυτοκίνητο του Αντώνη καθοδόν για το σπίτι του "θα μου πεις γιατί είσαι μουτρωμένος;" τον ρώτησε και του έριξε μια ματιά. Ο Μάρκος γύρισε και πάλι το βλέμμα του έξω απο το παράθυρο "δεν ήρθε καθόλου, ούτε τηλεφωνο δεν πήρε τόσες μέρες...". Ο Αντώνης ξεφύξησε δυνατά "μα τον Θεό κάνεις σαν μωρό! Σου εξήγησα τόσες φορές! Αστην ήσυχη, όταν νιώσει έτοιμη εκείνη θα έρθει σε σένα δεν το καταλαβαίνεις; Αν επιμένεις θα την χάσεις! Στο κάτω κάτω έπαιρνε εμένα κάθε μέρα και ρωτούσε για την υγεία σου" του είπε αυστηρά. "μα γαμώτο ρε Μάρκο! Τι καψούρα είναι αυτή!" συνέχισε εκνευρισμένος. Εκείνος έμεινε σιωπηλός, κοιτάζοντας έξω τον κόσμο, την κίνηση. "Μήπως σε πήρε καθόλου ο Θεολόγου;" τον ρώτησε και πάλι ήρεμα. Ο Μάρκος γύρισε και του έριξε μια γρήγορη ματιά "οχι.. προφανώς δεν έχει νέα ή κάτι να μου πει" του είπε κοφτά. Σπίτι του έφτασαν λίγο αργότερα, ανέβηκαν στο διαμέρισμα και ο Αντώνης τακτοποίησε τα πάντα πριν φύγει "θα ξανάρθω πάλι το πρωϊ, και άσε το κορίτσι στην ησυχία του, έτσι κι αλλιώς είναι στην δουλειά της τέτοια ώρα" του είπε κοιτώντας το ρολόϊ του. "Τι είπες;" άκουσε την έκλπηκτη φωνή του Μάρκου. "Δουλεύει; που; και γω γιατί δεν το ξέρω;" συνέχισε σχεδόν θυμωμένος. Ο Αντώνης αναστέναξε "σερβίρει σε ένα εστιατόριο, καιρό τώρα, και απλά δεν έτυχε να στο πω!" του αντιγύρισε. Αφού ο Μάρκος πήρε όλες τις πληροφορίες που χρειαζόταν χαιρέτισε τον Αντώνη και του έκλεισε ανυπόμονα την πόρτα. Μια ιδέα του είχε καρφωθεί που τον έκανε να γελάσει πονηρά. Αφού δεν πήγαινε ο Μωάμεθ στο βουνό, θα πάει το βουνό στον Μωάμεθ.


Καθόταν στο αυτοκίνητό του στο άνετο πάρκινγκ του εστιατορίου. Δεν θυμόταν πόση ώρα βρισκόταν μέσα στο αμάξι και την παρακολουθούσε απο την τζαμαρία του μαγαζιού. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Περπάτησε μέχρι την είσοδο και ζήτησε τραπέζι για έναν. Η κοπέλα στην υποδοχή του έριξε ένα βλέμμα θαυμασμού και τον συνόδευσε μέχρι το τραπέζι του, σε μια απομονωμένη άκρη του εστιατορίου, έχοντας όμως καλή εικόνα όλου του χώρου. Την έβλεπε να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στον κόσμο, ανάμεσα στα τραπέζια. Έβλεπε τα βλέμματα θαυμασμού που της έριχναν οι πελάτες, και ξεχώριζε τα αρσενικά που την κοίταζαν επίμονα. Ζήλευε, για πρώτη φορά ένιωσε τέτοια ζήλια, που ήθελε να σηκωθεί να τα σπάσει όλα αφού την σύρει με το ζόρι στο αυτοκίνητό του. Δεν ειχε δουλειά εκεί, δεν υπήρχε κανένας να την προσέχει και δεν υπήρχε περίπτωση να ζει με αυτή την αγωνία κάθε βράδυ.Τα μάτια του την έτρωγαν, παρακολουθούσε κάθε της κίνηση μέχρι που ήρθε στο τραπέζι του "τι να σας φέρω;" τον ρώτησε γελαστή μα το χαμόγελο πάγωσε στο πρόσωπό της μόλις είδε σε ποιον απηύθυνε την ερώτηση.


"Καλησπέρα Άννα" της είπε αργά, απολαμβάνοντας την έκπληξη της. "Τι κάνεις εδώ;" τον ρώτησε ξερά μέσα απο τα χείλη της. Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του και έριξε το βλέμμα του και πάλι στο μενού "ήρθα να φάω" της είπε αδιάφορα "τι άλλο;" προσθεσε. Εκείνη ξεφύσηξε φανερά θυμωμένη "είσαι τρελός... πάει τελείωσε .. είσαι τρελός" είπε πάλι σιγανά "βγήκες σήμερα απο το νοσοκομείο και πήρες τους δρόμους κατευθείαν; Κουκούτσι μυαλό;" του αντιγύρισε και πάλι. Αγνόησε το σχόλιό της, της χαμογέλασε αθώα και την ρώτησε "τι μου προτείνεις να πάρω;" τον κοίταξε θυμωμένα "τους δρόμους Μάρκο, τους δρόμους!" του είπε νευριασμένη. "Γιατί δεν ήρθες;" την ρώτησε κοφτά. Η Άννα αιφνιδιάστηκε. Κοίταξε γύρω της και γύρισε το βλέμμα της πάνω του, μα δεν του απάντησε, δεν ήταν ούτε ο χώρος ούτε ο χρόνος για τέτοιες συζητήσεις. Ο Μάρκος αναστέναξε θορυβημένος. "Δεν μ' αρέσει που δουλεύεις εδώ" της είπε στεγνά, κάνοντας την Άννα να τον κοιτάξει έκπληκτη. "Δεν είναι δουλειά αυτή για σένα" της είπε και πάλι συνωφρυομένος. "Ναι σωστά, στην προηγούμενη δουλειά μου ήμουν διευθύντρια..." τον ειρωνεύτηκε. "Δεν μ' αρέσει να σε τρώει ο κάθε λιγούρης με τα μάτια του εδώ μέσα Άννα" της είπε κοιτώντας την έντονα. "Κοίτα να παραιτηθείς το συντομότερο" πρόσθεσε συνεχίζοντας το βλέμμα του να είναι κολλημένο στο δικό της "δεν θα με τρώει η αγωνία κάθε βράδυ.." συμπλήρωσε χαμηλόφωνα αμέσως μετά γυρίζοντας το βλέμμα του στο μενού. Τον κοίταξε για λίγο και μετά μουρμούρισε μέσα απο τα δόντια της "έμπλεξα με παλαβό... Θεέ μου έμπλεξα με παλαβό..." και απομακρύνθηκε απότομα παρά τις διαμαρτυρίες του οτι δεν είχε παραγγείλει. Λίγα λεπτά αργότερα του έφερε ένα πιάτο με μια μπριζόλα τόσο ωμή που σχεδόν έσταζε αίμα. "Καλή όρεξη" του είπε ειρωνικά και συνέχισε την δουλειά της. Ο Μάρκος την κοίταξε και γέλασε σιγανά. "Θέλεις παιχνίδια....θα τα έχεις..." μουρμούρισε μέσα απο τα δόντια του. Λίγη ώρα μετά η μπριζόλα περέμεινε άθικτη στο πιάτο του, πλήρωσε το λογαριασμό του και έφυγε. Τον είδε να απομακρύνεται και λύπη την κυρίευσε "κοπελιά, ξύπνα, στο τρία θέλουν λογαριασμό!" την σκούντηξε η Βασιλική, φόρεσε την χαμογελαστή μάσκα της και έτρεξε να εξυπηρετήσει τον κόσμο.


Την περίμενε στο αυτοκίνητό του αρκετή ώρα, μέχρι που την είδε να σχολάει και να φεύγει απο το εστιατόριο μαζί με μια συνάδελφό της. Έφταναν στο πάρκινγκ όταν εκείνος βγήκε απο το αμάξι του και την φώναξε. Στο άκουσμα της φωνής του η Άννα σταμάτησε απότομα και έστρεψε το βλέμμα της πάνω του. Η Βασιλική δίπλα της θορυβήθηκε "όλα καλά Άννα;" την ρώτησε στραβοκοιτάζοντας τον άντρα με τα τατουάζ και τα σκοτεινά μάτια απέναντί τους. Εκείνη έγνεψε καταφατικά "δως μου ένα λεπτό μόνο και έρχομαι Βασιλική" της είπε και κατευθύνθηκε προς το μέρος του. Πέταξε το τσιγάρο κάτω και το πάτησε με το παπούτσι του, σήκωσε το βλέμμα του και αντίκρυσε το θυμωμένο δικό της "τι κάνεις εδώ; έπρεπε να είσαι σπιτι να ξεκουράζεσαι!" του είπε γεμάτη ανησυχία. "Σε περίμενα να γυρίσουμε μαζί" της είπε κοιτώντας την με μάτια που γυάλιζαν απο πόθο. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά "θα με γυρίσει η Βασιλική, γύρνα σπίτι σου Μάρκο, πρέπει να είσαι στο κρεβάτι" του είπε και έκανε να απομακρυνθεί. Την έπιασε γερά απο το χέρι και την τράβηξε κοντά του. "Θα γυρίσουμε μαζί σπίτι Άννα, θέλω να μιλήσουμε. Απόψε. Μαζί" τόνισε την κάθε μια λέξη ξεχωριστά. Στο διάβολο και οι συμβουλές του Αντώνη και όλα, σκέφτηκε σιωπηλά και τα μάτια του βυθίστηκαν στα δικά της. "Πες στην Βασιλικη οτι θα σε γυρίσω εγώ, μην περιμένει άδικα" της ξαναείπε επιτακτικά και της άφησε το χέρι. Η Άννα κάτι μουρμούρισε μέσα απο τα δόντια της πλησιάζοντας την φίλη της. "Θα με γυρίσει ο Μάρκος σπίτι μου Βασιλική" της είπε σιγανά ρίχνοντας μια ματιά προς το μέρος του. "Έτσι μου ρχεται να μπω στο αμάξι σου, να φύγω μαζί σου, και άστον να φωνάζει!" είπε νευριασμένα. "Κάντο!" της πρότεινε αμέσως. Η Άννα γύρισε ξαφνιασμένη προς την φίλη της "τι;" την ξαναρώτησε. "Κάντο λέω, τι φοβάσαι; μην αφήνεις κανέναν να σε χειρίζεται!" της είπε ξανά με ενθουσιασμό. Της χαμογέλασε λυπημένα "...δεν μπορώ... όχι μ' αυτόν τον άντρα..με εξουσιάζει όσο κι αν δεν το θέλω..." της είπε σιγανά. Της έριξε μια τελευταία ματιά και προχώρησε προς τον Μάρκο "θα τα πούμε αύριο!" της φώναξε κουνώντας της το χέρι. Το βλέμμα του Μάρκου την έκαιγε, το ένιωθε πάνω της εξεταστικό, έντονο... Της άνοιξε την πόρτα, έκανε τον γύρω του αυτοκινήτου του και μπήκε μέσα. Την κοίταξε καθώς γύριζε το κλειδί στην μίζα, τα λάστιχα στρίγκλισαν στην ησυχία της νύχτας και η Άννα είχε μαζευτεί στην θέση της όσο μπορούσε. Σπίτι της μπήκαν λίγα λεπτά αργότερα. Ο Μάρκος την ακολούθησε μέσα, και περιεργαστηκε τον χώρο της μετά απο τόσο καιρό. "Θέλεις να σου φτιάξω κάτι να φας;" τον ρώτησε ενώ δεν κατάφερε να κρύψει το γέλιο της. Ο Μάρκος την κοίταξε και ύψωσε το φρύδι του "με κοροιδεύετε δεσποινίς Φωτεινού; Δεν θα το έκανα εαν ήμουν στην θέση σας..." της είπε απειλητικά και προχώρησε προς το μέρος της. Η Άννα έκανε ένα βήμα πίσω, και σταμάτησε στον πάγκο της κουζίνας καθώς ο Μάρκος έβαζε τα χέρια του αριστερά και δεξιά της. Την είχε στριμώξει μπροστά του και δεν υπήρχε διέξοδος για εκείνη. Τα μάτια της είχαν μαγνητιστεί στα δικά του και η ανάσα της έβγαινε βαριά. Το βλέμμα του την έκαιγε, έβλεπε την φλόγα του πόθου του μέσα του, και την τρόμαζε. "Άννα.." ακούστηκε το όνομά της σαν ψίθυρος, "αχ Αννουλα τι μου κάνεις..." συνέχισε φιλώντας την απαλά στο μέτωπο. Την κοίταξε και πάλι "αν ήξερες πως νιώθω αυτή τη στιγμή, πως αισθάνομαι, θα τρόμαζες, θα έφευγες...Προσπαθώ να συγκρατηθώ με νύχια και με δόντια Άννα..." έκλεισε τα μάτια του και απομακρύνθηκε απο κοντά της, "είναι μαρτύριο..."είπε μουρμουρίζοντας έχοντας τα μάτια του κλειστά. Η Άννα έμεινε στο ίδιο σημείο αγκαλιάζοντας τα χέρια της. Απομακρύνθηκε απο κοντά της και μια λύπη την κατέβαλε. Άφησε την ανάσα που κρατούσε τόση ώρα χωρίς να το ξέρει. Το βλέμμα του πάλι την αναζήτησε, "έλα να καθίσουμε" είπε σιγανά και της έδειξε το τραπέζι της κουζίνας. Η Άννα έγνεψε καταφατικά, πήρε ένα ποτήρι νερό μαζί της και κάθισε στην καρέκλα απέναντί του.


Την κοιτούσε και εκείνη έπαιζε με το ποτήρι της νευρικά. Ήξερε τι θα της έλεγε, για εκείνη την αναθεματισμένη νύχτα, εκείνη τη νύχτα που τα κατέστρεψε όλα. "Άννα.." είπε απαλά, αλλά εκείνη δεν σήκωσε το βλέμμα της. Κρατούσε σφιχτά το ποτήρι και το έκανε κύκλους μέσα στην παλάμη της. "Άννα κοίτα με γαμώτο!" είπε απότομα και αναπήδησε στην καρέκλα της χύνοντας νερό πάνω στο τραπέζι. "Σου μιλάω..." συνέχισε εκείνος πιο ήρεμα. Η Άννα πήρε βαθιά ανάσα "εαν θέλεις να μιλήσουμε για εκείνο το βράδυ εγώ δεν θέλω... δεν υπάρχει απολύτως τίποτα να πούμε..." του είπε βιαστικά. Ο Μάρκος γρύλισε "αλήθεια δεν υπάρχει τίποτα να πούμε; το οτι σε έψαχνα σχεδόν δύο μήνες ήταν τίποτα; που στο διάβολο ήσουν Άννα; που είχες κρυφτεί; κόντεψα να τρελαθώ, να χάσω το μυαλό μου, τον εαυτό μου Άννα! Και εσυ μου λες δεν υπάρχει τίποτα να πούμε;" της φώναξε έντονα. Θυμός άρχισε να σιγοκαίει στο βλέμμα της "μου έκανες σαφή τα σχέδιά σου Μάρκο, καιρό πριν, το τελευταίο βράδυ εδώ πέρα. Το θυμάσαι; κανένα δικαίωμα δεν έχεις λοιπόν να με ρωτάς ούτε που ήμουν ούτε τι έκανα, Δεν το έχεις το δικαίωμα πια!" αντιγυρίσε έξαλλη. "Μια χαρά ευτυχισμένη και ήρεμη ήμουν πριν χωρίς εσένα... δεν μου δίνεις αυτό που θέλω...αυτό που χρειάζομαι..." το βλέμμα του της έκοψε την ανάσα, άρπαξε το ποτήρι της απότομα και το πέταξε στον τοίχο απέναντί του. Το νερό χύθηκε στο πάτωμα και μικρά γυαλιά πετάχτηκαν παντού. Γύρισε τα μάτια του στα δικά της "Μόνο με μένα Άννα, κατάλαβες; μόνο με μένα, μην μου λες μαλακίες γιατί με τρελαίνεις γαμώτο!" της είπε και σηκώθηκε κάνοντας βόλτες νευρικά. Η Άννα σοκαρισμένη ακόμα απο το ξέσπασμα του Μάρκου σηκώθηκε ήρεμα απο την θέση της και έσκυψε να μαζέψει τα γυαλιά. "Άστα!" της είπε έντονα. Δάκρυα είχαν θολώσει τα μάτια της και δεν έβλεπε μπροστά της. Μα γιατί δάκρυα, γιατί να κλαίει; "Ααα!" έβγαλε μια πονεμένη κραυγή και η παλάμη της άρχισε να τρέχει αίμα.


Ο Μάρκος έτρεξε κοντά της και άρπαξε το χέρι της "άστα τα γαμημένα γυαλιά ρε Άννα σου είπα!" της είπε με την ανησυχία και τον θυμό ζωγραφισμένα στο πρόσωπό του. Την παρέσυρε μέχρι το μπάνιο και έβαλε το χέρι της κάτω απο την βρύση. Το νερό ξέπλυνε την πληγή και γρήγορα το αίμα χάθηκε στον νιπτήρα. Πίεσε όσο μπορούσε την πληγωμένη περιοχή, βεβαιώθηκε οτι δεν υπήρχε γυαλί μέσα και έβαλε ένα μικρό επίδεσμο. Τα μάτια της όλη την ώρα έτρεχαν δάκρυα, δεν ήταν απο τον πόνο στην πληγή, ήταν από φόβο, ήταν από έξαψη ή ήταν απο πόθο; Ούτε κι η ίδια δεν ήξερε. Ανέπνεαν και οι δύο τους βαριά, το στήθος της ανεβοκατέβαινε απότομα, το άγγιγμά του την έκαιγε. "Άννα.." ψιθύρισε κοντά στα χείλη της, και η ανάσα του την χάϊδεψε απαλά. Δεν αντιστάθηκε, δεν μπορούσε, την εξουσίαζε, το μυαλό της το κορμί της, ας ήταν μια νύχτα, μια τελευταία νύχτα εκεί μαζί του. Η έλλειψή του την πονούσε, τον ήθελε, ας την έκανε δική του. Ο Μάρκος λες και διάβασε τις σκέψεις της την άρπαξε στην αγκαλιά του και κόλλησε τα χείλη του στα δικά της. Η γλώσσα του έψαξε την δική της, την παρέσυρε στο κρεββάτι και άρχισε να την γδύνει με μανία. Δεν άντεχε, ήθελε να την κάνει οπωσδήποτε δική του, την είχε ανάγκη, είχε ανάγκη το κορμί της, την αίθηση της σάρκας της πάνω στην δική του. "Μωρό μου...." της είπε απαλά και τα χείλη του κατέβηκαν στην καμπύλη του λαιμού της, χάϊδεψαν το στήθος της, την κοιλιά της. Έβγαλε βιαστικά τα ρούχα του και ήρθε απο πάνω της. Το βλέμμα της Άννας θολό βούλιαξε στο δικό του, είδε βαθιά μέσα την φλόγα του πόθου του. Γλύστρισε μέσα της, και ένιωσε επιτέλους πλήρης, ένα κομμάτι που έλειπε τους τελευταίους μήνες απο την ζωή της. Γιατί να πονάει ο έρωτας, γιατί να μην είναι όλα απλά, γιατί να μην μπορεί να τον πιστέψει και απλά να είναι μαζί του; Σε κάθε του ώθηση έφταναν πιο κοντα στα αστέρια, "μη μικρή μου..." της είπε απαλά και φίλησε τα δάκρυα που έτρεχαν απο τα μάτια της, χωρίς το έχει καταλάβει. "Είσαι δική μου..." της είπε βάζοντας την παλάμη του στην βάση του λαιμού της, "μόνο δική μου... ακούς;" της είπε ξανά πιο επιτακτικά αλλά εκείνη δεν άκουγε... μόλις είχε ανέβει στα αστέρια, μόλις είχε φτάσει στον παράδεισο και λίγα λεπτά μετά την ακολούθησε και ο Μάρκος. Ξάπλωσε δίπλα της χωρίς να την αφήσει καθόλου απο την αγκαλιά του. Την κράτησε γερά απο την μέση και κόλλησε την πλάτη της στο στήθος του. "Μόνο δική μου..." της είπε και πάλι σιγανά και τυλίχτηκαν σε έναν ύπνο χωρίς όνειρα...

Continue Reading

You'll Also Like

225K 16.3K 34
«Και ποια είναι η πρότασή σου;» «Συνεργασία Βολκόβ. Μια συνεργασία που δεν θα σπάσει εύκολα, θα είναι από τους δεσμούς που είναι ιεροί και δεν του...
736K 28.1K 45
- Λοιπόν;! ρώτησα με σταυρωμένα χέρια. - Είσαι σίγουρη ρε Αννούλα; ήρθε και στάθηκε απέναντί μου. - Πόσες φορές ακόμη πρέπει να στο πω για να σ...
29.2K 1.6K 19
!!! ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΉ ΑΝΆΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΊΟΥ NEW FAMILY NEE FEELINGS!!! Έπειτα από το γράμμα που άφησε ο Άρης στην Φαίη , τα πράγματα άλλαξαν. Όλοι την στήρ...
564K 27.1K 69
Τι γίνεται όταν η γονείς σου, σου ετοιμάζουν έναν γάμο, πίσω από την πλάτη σου? Τι γίνεται όταν φτάνεις στα σκαλιά της εκκλησιάς και δεν έχεις δει ού...