"...μου λείπεις...." 14

5.2K 478 35
                                    



"...Μόνος και σήμερα,ο κόσμος άδειος.Ψηλά στα σύννεφα πετάει ο νους.Πνίγω το δάκρυ μου,κάνω κουράγιο,και σε φωνάζω μα δε μ' ακούς..."


Έκανε μέρες να συνέλθει ο Μάρκος. Ο Αντώνης τον κράτησε με το ζόρι στο σπίτι του. Σαν θηρίο σε κλουβί πηγαινοερχόταν εκεί μέσα φωνάζοντας και σπάζοντας πράγματα κάθε φορά που έφερνε στο μυαλό του εκείνη την νύχτα. Ο Αντώνης δεν είχε ιδέα εαν τα ξεσπάσματά του ήταν η στέρηση ή απλά τα νεύρα του που είχαν γίνει χάλια. Έβλεπε το βλέμμα του φίλου του να στάζει μίσος, κακία για τον Ιωάννου, είχε ριζώσει βαθιά μέσα του για εκείνον και την πρώην υπάλληλό του, που τον παγίδευσαν έτσι. Ο Μάρκος ορκίστηκε εκδίκηση, θα το πλήρωναν και οι δυό τους πολύ ακριβά. Κατηγορούσε και τον εαυτό του όμως, έλεγε στον Αντώνη οτι έπρεπε να προσέξει πιο πολύ, έπρεπε να περιμένει οτι θα παίξει βρώμικα, έπρεπε να έχει τα μάτια του ανοιχτά, έπρεπε να τρέξει πιο πολύ, έπρεπε να την προλάβει, έπρεπε... έπρεπε...

Το μαγαζί το έκλεισαν μέχρι νεωτέρας. Κανένας τους δεν ήθελε να πάει καθόλου απο εκεί. Δεν είχαν όρεξη για δουλειά. Ο Αντώνης ακοίμητος φρουρός του Μάρκου. Τον φρόντισε, τον τάϊσε σαν μικρό παιδί, τον προστάτευσε όπως μπορούσε. Μόλις συνήλθε απο την χρήση ο Μάρκος έκλαψε, κουλουριάστηκε σαν μωρό και άφησε ότι υπήρχε μέσα του να βγεί. Σιχάθηκε τον εαυτό του που έπεσε πάλι τόσο χαμηλά, σιχάθηκε τον εαυτό του που παραβίασε την βαθιά υπόσχεση που του είχε δώσει: ποτέ πια στα σκατά. Δεν συζήτησε ποτέ ξανά το περιστατικό με τον Αντώνη. Ψυχολογικά ήταν ράκος, δεν είχε όρεξη να κάνει τίποτα, πέρα απο το να δει την Άννα και πάλι. Το φάρμακό του ήταν εκείνη, το βλέμμα της, το χάδι της, μπορούσε να πάρει μακριά το σκοτάδι που είχε πέσει στην ζωή του. Σωματικά ανάρρωνε καθημερινά, τα πλευρά του δεν τον πονούσαν τόσο πολύ πια, μπορούσε να περπατήσει χωρίς να υποφέρει σε κάθε βήμα, σε κάθε ανάσα. Μόλις ένιωσε λίγο καλύτερα, τίποτα δεν τον κρατούσε εκεί μέσα. Πήγε απευθείας στο σπίτι της Άννας και χτυπούσε για ώρα την πόρτα και το κουδούνι. Φώναζε το όνομά της, ζητούσε συγνώμη, απειλούσε Θεούς και δαίμονες, αλλά η πόρτα παρέμεινε κλειστή. Έκατσε στα σκαλιά της μπροστά για ώρα, την περίμενε, ήθελε να της εξηγήσει, να μάθει οτι τον παγίδευσαν, ότι προσπάθησε να την προστατεύσει έτσι, οτι όλα αυτά ήταν ψέμματα. Πήρε το δρόμο για το σπίτι του σκυφτός. Ένιωθε κουρασμένος, νικημένος απο όλα αυτά. Πως θα την έβρισκε; Που μπορεί να πήγε; Μια λάμψη πέρασε απο τα μάτια του, η Άννα δεν ήταν απο την Αθήνα, ήρθε απο κάποιο νησί, έχει οικογένεια σε κάποιο νησί. Κατευθύνθηκε οδηγώντας στο μαγαζί του και πήγε απευθείας στους φακέλους των εργαζομένων του. Δεν άργησε να βρει τα στοιχεία της. Όνομα, επίθετο, ημερομηνία γέννησης, σπουδές, διεύθυνση κατοικίας. Έγραφε μόνο την διεύθυνση στην Αθήνα. Έβρισε σιγανά και άρχισε να ψάχνει μέσα στα υπόλοιπα χαρτιά της. "Γαμώτο Άννα, δεν το έγραψες;" είπε σιγανά. Ανακάτεψε, ξαναδιάβασε, έψαξε τόσες φορές, δεν ανέφερε πουθενά άλλη κατοικία. Έβρισε δυνατά και με μια κίνηση πέταξε θυμωμένος ότι είχε το γραφείο του στο πάτωμα. Κάθισε στην καρέκλα του με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια του όταν ξαφνικά μέσα στην ησυχία ακούστηκε ο ήχος του κινητού του. "Έλα Αντώνη" είπε σιγανά μόλις είδε το όνομα του φίλου του να αναβοσβήνει στην οθόνη. Η ανησυχία είχε χρωματίσει την φωνή του "σε ψάχνω ώρες Μάρκο, που είσαι;". Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα πριν του μιλήσει "στο γραφείο ήρθα. Πέρασα απο το σπίτι της αλλά δεν..." σταμάτησε καθώς η φωνή του έσπασε. Ακούστηκε η βαριά ανάσα του Αντώνη "θα την βρούμε φίλε μου, θα την βρούμε, μην απελπίζεσαι" προσπάθησε να τον εμψυχώσει. "Αντώνη.." ξεκίνησε να του λέει και ανασηκώθηκε στην καρέκλα του, "η Άννα δεν είναι απο την Αθήνα, σου ανέφερε ποτέ το νησί της;" τον ρώτησε με την ελπίδα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. "Νομίζω...ναι" άκουσε τον Αντώνη να λέει και τινάχτηκε απο το κάθισμά του "δεν θυμάμαι όμως Μάρκο, το είχε αναφέρει όταν την πρωτογνώρισα, δεν θυμάμαι μετά απο τόσο καιρό, δεν το γράφει στο φάκελο της;". Η απογοήτευση στο πρόσωπό του ήταν φανερή, "όχι, κοίταξα ήδη, δεν το γράφει". Έκλεισαν βιαστικά το τηλέφωνο και γρήγορα σιωπή απλώθηκε και πάλι στον χώρο.

Φως μέσα στο σκοτάδι {GW15}Where stories live. Discover now